Further tags

Αποστομωτική λέξη η οποία προδίδει την άρνηση ενός ατόμου να κάνει κάτι που του ζητάει άλλος.
Επίσης παράγγελμα στο στρατό που αναιρεί το προηγούμενο πριν προλάβει να εκτελεστεί.

- Έλα ρε, θα μου δώσεις το xbox για καμιά βδομάδα τώρα που διαβάζεις;
- Άκυρο...

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που τρέχει παντού, έχει πολλές δουλειές και προσπαθεί να κάνει πολλά πράγματα ταυτόχρονα.

Βγαίνει από τον γνωστό λαστιχένιο ήρωα Ιταλικών κόμικς.

- Έχουν πέσει όλες οι υποχρεώσεις... Εξεταστική την παρασκευή, πάρτυ το σουκού, και φιλοξενώ την αδελφή μου που ήρθε για δουλειές. Τιραμόλα θα γίνω αυτή τη βδομάδα!!

Ο Τιραμόλα - δεκαετία του \'70 (από poniroskylo, 08/12/08)

Σύγκρινε: Βέγγος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πίνω αρκετές ποσότητες αλκοόλ.

- Γκλαγκανίσαμε το πρώτο μπουκάλι και μετά χτυπήσαμε και δεύτερο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε όταν κάτι είναι χάλια, μάπα, γενικά όταν δεν περνάω κάπου καλά.

- Πώς πέρασες χθες βράδυ;
- Άσε, πηλός ήταν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κινηματογραφική ταινία, κατά προτίμηση ευρωπαϊκής ή ασιατικής καταγωγής, στην οποία κανείς δεν καταλαβαίνει την υπόθεση αλλά όλοι θαυμάζουν το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα για να φαίνονται ψαγμένοι σινεφίλ.

Ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για να υποδηλώσει το αντίστοιχο κινηματογραφικό κίνημα.

Χαρακτηριστικοί πουτοπάει σκηνοθέτες:
Θ.Αγγελόπουλος
Γουονγκ Καρβαι
Ντ. Λιντς
Λουις Μπουνιουέλ
κτλ

-Καλή η ταινία;
-Άσε ρε φίλε με τη γκόμενα που έμπλεξα. Αυτές της αρχιτεκτονικής όλο κατι πουτοπάει κινέζικα βλέπουν. Δεν κατάλαβα Χριστό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαλαρώνω, γίνομαι κουλ.

-Ρε έχω πολύ άγχος με την εξεταστική!
-Κούλαρε σου λέω, καλά θα τα πας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρατάω αναλυτικά αρχεία, στοιχεία, λεπτομέρειες, κωδικούς, αριθμούς κλπ για κάποιον. Παλαιότερα γίνοταν σε φάκελο, τώρα γίνεται σε ηλεκτρονική επίσης μορφή (ηλεκτρονικό φακέλωμα).
Χρησιμοποιείται για διευκόλυνση συναλλαγών και ταυτοποιήση στοιχείων, καθώς και για μέριμνα προστασίας σε αεροδρόμια. Οι πολέμιοι, υποστηρίζουν ότι καταστρατηγούνται τα ατομικά δικαιώματα, οι προσωπικές ελευθερίες και το προσωπικό απόρρητο.

- Πήγα να πάρω ένα δάνειο από την τράπεζα, αλλά δεν το ενέκριναν γιατί δεν ήμουν τακτικός στις πληρωμές σε προηγούμενο δάνειο που είχα.
- Καλά και πώς το βρήκαν; - Είσαι σοβαρός; Φακελωμένο με είχαν, μέχρι και το παραμικρό ευρώ που χρωστούσα θυμόντουσαν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καταιγισμός βρισιών και προσβολών.

- Γιατί έχεις τέτοια μούτρα; - Άσ' τα να πάνε, έκανα ένα σοβαρό λάθος στο γραφείο και έσβησα κατι σημαντικά αρχεία και με φώναξε το αφεντικό και το τι χέσιμο μου έριξε δεν λέγεται... Μας άκουσε όλος ο όροφος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται απο τη λέξη χαμάλης, που ήταν αυτός που έκανε τις βαριές εργασίες, κουβάλαγε βαριά φορτία στη πλάτη του και ήταν γενικά αγράμματος. Στη σημερινή εποχή περιγράφει τις δύσκολες χειρωνακτικές εργασίες, που γίνονται από άτομα όχι απαραίτητα χαμηλού μορφωτικού επιπέδου μόνο, αλλά και λόγω ανάγκης για εργασία.

-Τελικά ο Δημήτρης τι έκανε στη ζωή του; Θυμάμαι σπούδασε οικονομικά, βρήκε κάτι στον τομέα του;
-Τι να βρήκε, στην Ελλάδα ζούμε... Αποθηκάριος είναι σε μια βιομηχανία, χαμαλοδουλειές κάνει για να τα βγάζει πέρα...

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Δύσκολη εργασία ή θέμα που καταπιανόμαστε για να βγεί εις πέρας.

  2. Συνουσία.

  1. Λοιπόν φίλε το βάψιμο στο σπίτι μου ήταν πολύ μανίκι, έναν μήνα πάλευα για να τελειώσω.

  2. Φιλαράκο χτες είχα πολλές κάβλες και πήγα στα μπουρδέλα να ρίξω ένα μανίκι να ισιώσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified