Further tags

Κάτι που είναι τέλειο, γαμάτο, με ενθουσιασμό.

  1. - Πώς περάσατε στο νησί ρε;
    - Πωω... Καύλα μαλάκα! Γαμάτο ξενοδοχείο και τίγκα στα πιπίνια.

  2. Αυτή η μπύρα είναι σκέτη καύλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ηλεκτρονική χορευτική μουσική που ακούγεται κυρίως στα νάιτ κλαμπς και στα στερεοφωνικά καγκουρεμένων αυτοκινήτων («ντουπ ντουπ ντουπ ντουπ»).

Προέρχεται απο την αγγλική λέξη beat.

- Μας έχει πάρει τ' αυτιά ο DJ μ' αυτά τα άθλια μπιτάκια που βάζει. Πάμε έξω για τσιγάρο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι που γίνεται για πλάκα, για χόμπυ, απο γούστο, χωρίς ιδιαίτερο κίνητρο.

- Καλά ρε, πώς σού ρθε και δήλωσες για το Σουρβάιβορ;
- Έτσι ρε, για τη γκαύλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση σταρχιδισμού, προέρχεται απο το γαλλικό je m'en fous που σημαίνει «δεν με νοιάζει».

  1. - Κάθε μέρα έξω και βόλτες μου είσαι, και κάνα βιβλίο δεν ανοίγεις. Όλο ζαμανφού μου είσαι!!

  2. - Ρε, η γκόμενα θα γίνει έξαλλη αν γυρίσεις αργά σπίτι.
    - Ζαμανφού ρε!

Σάκης Μπουλάς, "Ζαμανφού". (από Hank, 10/02/09)(από Khan, 04/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο τσίλικος, ο φοβερός.

Πολύ βίαιο αυτό το cd.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω γκάφα, πιάνω κάτι και μου ξεφεύγει ή περπατάω και σαβουρώνομαι.

Προέρχεται από τα RPG όπου botch είναι η κακιά ζαριά (ασσόδυο) που φέρνει ζημιές.

  1. Και εκεί που μας την πέφτει ο Drow, ρίχνω μια ζαριά με το two handed sword, αλλά μπότσαρα και κατά λάθος χτύπησα τον μάγο που ήταν δίπλα μου!

  2. Μην του δώσεις να πάει αυτός τα ποτήρια, όλο μποτσάρει και θα τα κάνει θρύψαλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτικό του «Φεύγω», «Την κάνω», κ.τ.λ. Ακούγεται συνήθως σε μεγάλες αντροπαρέες της Κοζάνης. Η μπλαντέζα είναι συνήθως το τελευταίο εργαλείο που μαζεύει κανείς όταν έχει τελειώσει τη δουλειά του. Εναλλακτικά ακούγεται και το: «Άντε να μάσουμε τα εργαλεία»

-Μαλάκες τι κάνουμε βαρέθηκα.
-Τη μπαλαντέζα μαλάκες πέρασε η ώρα...

Got a better definition? Add it!

Published

Την πάτησα, με ξεγέλασαν. Μερικές φορές το χρησιμοποιούμε όταν μας πασάρουν χάλια φαγητό.

- Πώς σου φάνηκε το φαΐ ρε Λάκη;
- Ασ' τα, γάμησέ τα, φάγαμε μια φόλα!

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος προσπαθεί να αποφύγει μια κλανιά, που όμως δεν τα καταφέρνει και τελικά από την προσπάθεια και κλάνει και του φεύγει και σκατό μαζί.

Ρε συ, μια ώρα σφιγγόμουν χθές και τελικά ενέδωσα. Το θέμα είναι όμως ότι όχι μόνο έκλασα, αλλά λερώθηκα και από πάνω. Δηλαδή χέκλασα ρε φίλε!!

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Εξαπάτηση, δολιοφθορά σε βάρος τρίτου. Συν. ~πουστιά (χρησιμοποιείται και ως ρήμα λεζάρω).

  2. Δύσκολη κατάσταση. Συν. ~ζόρι.

  1. Ο δικός σου πήγε εκεί για να πάρει πιο φτηνά το αμάξι, αλλά του πέξανε χοντρή λέζα και του δώσανε ένα χιλιοτρακαρισμένο.

  2. Άσε, είναι άρρωστη η μάνα του και τραβάει μεγάλη λέζα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified