Κάτι που είναι τέλειο, γαμάτο, με ενθουσιασμό.
- Πώς περάσατε στο νησί ρε;
- Πωω... Καύλα μαλάκα! Γαμάτο ξενοδοχείο και τίγκα στα πιπίνια.Αυτή η μπύρα είναι σκέτη καύλα.
Κάτι που είναι τέλειο, γαμάτο, με ενθουσιασμό.
- Πώς περάσατε στο νησί ρε;
- Πωω... Καύλα μαλάκα! Γαμάτο ξενοδοχείο και τίγκα στα πιπίνια.
Αυτή η μπύρα είναι σκέτη καύλα.
Got a better definition? Add it!
Η ηλεκτρονική χορευτική μουσική που ακούγεται κυρίως στα νάιτ κλαμπς και στα στερεοφωνικά καγκουρεμένων αυτοκινήτων («ντουπ ντουπ ντουπ ντουπ»).
Προέρχεται απο την αγγλική λέξη beat.
- Μας έχει πάρει τ' αυτιά ο DJ μ' αυτά τα άθλια μπιτάκια που βάζει. Πάμε έξω για τσιγάρο;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κάτι που γίνεται για πλάκα, για χόμπυ, απο γούστο, χωρίς ιδιαίτερο κίνητρο.
- Καλά ρε, πώς σού ρθε και δήλωσες για το Σουρβάιβορ;
- Έτσι ρε, για τη γκαύλα.
Δικαιολογίες: για τ' αντέτ', για το γαμώτο, για την Ελλάδα ρε γαμώτο, για την καύλα, για τα νεφρά, για το ονόρε, για τον πούτσο του θεού, για το ρόκ, για το φολκλόρ, για τη φουκαριάρα τη μάνα μου / για την ψυχή της μάνας μου, γιατί είμαι ο Χουλκ, γιατί έτσι, γιατί έτσι γουστάρω, γιατί η γάτα έχει ένα αυτί, γιατί κλάνει το γατί, γιατί μπορώ, γούστο και καπέλο μου, πάνω στην τρέλα μου.
Got a better definition? Add it!
Κατάσταση σταρχιδισμού, προέρχεται απο το γαλλικό je m'en fous που σημαίνει «δεν με νοιάζει».
- Κάθε μέρα έξω και βόλτες μου είσαι, και κάνα βιβλίο δεν ανοίγεις. Όλο ζαμανφού μου είσαι!!
- Ρε, η γκόμενα θα γίνει έξαλλη αν γυρίσεις αργά σπίτι.
- Ζαμανφού ρε!
βλ. και ζαμάν φου, ζεμανφουτίδης, ζαμανφουτίστας
Got a better definition? Add it!
Είναι ο τσίλικος, ο φοβερός.
Πολύ βίαιο αυτό το cd.
Got a better definition? Add it!
Κάνω γκάφα, πιάνω κάτι και μου ξεφεύγει ή περπατάω και σαβουρώνομαι.
Προέρχεται από τα RPG όπου botch είναι η κακιά ζαριά (ασσόδυο) που φέρνει ζημιές.
Και εκεί που μας την πέφτει ο Drow, ρίχνω μια ζαριά με το two handed sword, αλλά μπότσαρα και κατά λάθος χτύπησα τον μάγο που ήταν δίπλα μου!
Μην του δώσεις να πάει αυτός τα ποτήρια, όλο μποτσάρει και θα τα κάνει θρύψαλα.
Got a better definition? Add it!
Εναλλακτικό του «Φεύγω», «Την κάνω», κ.τ.λ. Ακούγεται συνήθως σε μεγάλες αντροπαρέες της Κοζάνης. Η μπλαντέζα είναι συνήθως το τελευταίο εργαλείο που μαζεύει κανείς όταν έχει τελειώσει τη δουλειά του. Εναλλακτικά ακούγεται και το: «Άντε να μάσουμε τα εργαλεία»
-Μαλάκες τι κάνουμε βαρέθηκα.
-Τη μπαλαντέζα μαλάκες πέρασε η ώρα...
Got a better definition? Add it!
Την πάτησα, με ξεγέλασαν. Μερικές φορές το χρησιμοποιούμε όταν μας πασάρουν χάλια φαγητό.
- Πώς σου φάνηκε το φαΐ ρε Λάκη;
- Ασ' τα, γάμησέ τα, φάγαμε μια φόλα!
Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.
Got a better definition? Add it!
Όταν κάποιος προσπαθεί να αποφύγει μια κλανιά, που όμως δεν τα καταφέρνει και τελικά από την προσπάθεια και κλάνει και του φεύγει και σκατό μαζί.
Ρε συ, μια ώρα σφιγγόμουν χθές και τελικά ενέδωσα. Το θέμα είναι όμως ότι όχι μόνο έκλασα, αλλά λερώθηκα και από πάνω. Δηλαδή χέκλασα ρε φίλε!!
Got a better definition? Add it!
Εξαπάτηση, δολιοφθορά σε βάρος τρίτου. Συν. ~πουστιά (χρησιμοποιείται και ως ρήμα λεζάρω).
Δύσκολη κατάσταση. Συν. ~ζόρι.
Ο δικός σου πήγε εκεί για να πάρει πιο φτηνά το αμάξι, αλλά του πέξανε χοντρή λέζα και του δώσανε ένα χιλιοτρακαρισμένο.
Άσε, είναι άρρωστη η μάνα του και τραβάει μεγάλη λέζα.
Got a better definition? Add it!