Όταν η κατάσταση είναι απελπιστική και δεν επιδέχεται βελτίωση, χέσ' τα κι άσ' τα, άσ' τα - βράσ' τα.
Μεγεθυντικό: γάμα τα με κεφαλαία γράμματα
Πάσα (Δ.Π.): Vikar
Όταν η κατάσταση είναι απελπιστική και δεν επιδέχεται βελτίωση, χέσ' τα κι άσ' τα, άσ' τα - βράσ' τα.
Μεγεθυντικό: γάμα τα με κεφαλαία γράμματα
Πάσα (Δ.Π.): Vikar
Got a better definition? Add it!
Εκ του ματσό: το παίζεις καλά και ντε άντρας «βαρύς κι ασήκωτος».
Τα ματσιλίκια αλλού !
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει ότι σε τυχόν αψιμαχία - αναμέτρηση η νίκη για τον έναν θα είναι πολύ ευκολη, και ντροπιαστική η ήττα για τον άλλο.
Άμα σε πιάσω θα σε πνίξω σαν γατί!
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει ότι κάποιος δεν έχει όρεξη να φάει ή δε μπορεί να φάει.
- Φάε κάτι επιτέλους! - Δε μπορώ, κλειδοστόμιασα...
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει τρομάρα.
Στην αρχή έκανε το μάγκα, αλλά μόλις είδε τον Γιώργη το ντιλάρι, τον έπιασε μαλίνα.
Got a better definition? Add it!
Όταν δεν έχουμε λεφτά, ούτε καν ψιλά.
Δεν βγαίνεις και πολύ τελευταία, τι έγινε, αψιλίες;;;
Μια μικρούλα μ’ έχει μπλέξει στο χωριό
θέλω για να παντρευτώ και δεν μπορώ.
Άιντε πλάκωσε η αναδουλειά κι αψιλίες
έχω βρε παιδιά, αχ αυτά τα έρημα λεφτά
άιντε μου χαλάνε το σεβντά.
Ήρθε στιγμή που αντιλήφθηκα ότι ο μάγειρας στο φυλάκιο Τυχερού, πάνω στο ποτάμι, ένα καλόκαρδο και πρόθυμο παιδί από την Ηλεία, ο Δημητράκης ο Δημητρόπουλος, δεξιοτέχνης συμπαίχτης στα μπουζούκια και εξαίρετος συμπότης, μπορούσε να με «διαβάσει» από χιλιόμετρα κάθε φορά που είχα αψιλίες. Με ιδιαίτερη λεπτότητα και διακριτικό τρόπο που υποβάθμιζε σκοπίμως την προσφορά ώστε να μην δημιουργεί «υποχρέωση», ερχόταν στην πόρτα του θαλάμου και μου΄ λεγε συνωμοτικά για να μην ακούνε οι άλλοι «ρε συ Χάτζι, έχω δυό παληοκατοστάρικα στην τσέπη. Δεν παίρνουμε τα ζητιανόξυλα (σ.σ: έτσι εννοούσε τα τρίχορδα μπουζούκια μας) να πάμε στο χωριό για καμιά ρετσίνα; Εδώ μέσα είναι αποπνικτικά αδελφέ μου…».
(τα 2 και 3 από το νέτι)
Got a better definition? Add it!
Καλοπιάσματα, προσπάθεια συμφιλίωσης ή ξεγελάσματος.
Αγαπούλες, σαλιαρίσματα, σαχλά.
... ε, και αφού χεστήκαμε, μετά μου ήταν όλο αγάπες και λουλούδια, κατάλαβες;...
Με επίθεση γοητείας, αγάπες, λουλούδια και δηλώσεις προθέσεων κανείς σοβαρός δεν πείθεται...
Ο σκηνοθέτης μιλάει έξω από τα δόντια, για την ανάγκη το θέατρο να είναι πολιτικό και όχι να μιλάει για αγάπες και λουλούδια και τα εσώψυχα των πρωταγωνιστών...
Όλα αυτά τα τραγουδάκια του Νέου Κύματος και πίσω ήταν τελείως Χάι Χούι. Όλο αγάπες και λουλούδια και ανθοστήλες. Η πραγματικότητα όμως είναι αλλιώς.
(τα 2, 3, 4 από το νέτι)
Got a better definition? Add it!
Παραπλησίως του ορισμού της λεξιλογίας, έχει πάρει την έννοια του φιρουλί φιρουλά, δηλ. γενικότητες, μπούρδες, παπαρίτσες, σούξου μούξου μανταλάκια και τα ρέστα καραμέλες, κλπ.
Λόγω όμως του χάι, τείνει να αλλάξει τελείως σημασία σήμερα και να σημαίνει το χαϊλίκι, το πουλμούρ, τη δηθενιά κλπ.
Εμείς εδώ έχουμε το χάι χού και θα ήθελα να μου πείτε αν ξέρετε τι από τα 2 είναι πιο σωστό ή πιο διαδεδομένο. Γενικώς δεν βρήκα και τπτ σπουδαίο στο νέτι γι' αυτό και επαναλαμβάνεται το παρ. 1 (από το λήμμα αγάπες και λουλούδια).
Όλα αυτά τα τραγουδάκια του Νέου Κύματος και πίσω ήταν τελείως Χάι Χούι. Όλο αγάπες και λουλούδια και ανθοστήλες. Η πραγματικότητα όμως είναι αλλιώς.
Βασική αρχή του γκομενίζειν, όταν η μεναγκό δεν αποδέχεται την πρότασή μας, το παίζει δυσκολάκι ή χάι χούι και γενικά μας τα κάνει τσουρέκια.
Got a better definition? Add it!
Το εντελώς αποτυχημένο εγχείρημα, η προσπάθεια που απέτυχε σε σημείο που δεν σώζεται με τίποτα.
- Τι έγινε, κολλητέ; Πάλι σούξου μούξου με τη Λούση;
- Της είπα να πάμε σινεμά και μου είπε ότι φοβάται τα σκοτάδια! Ναυάγιο, ρε, αφού δε με γουστάρει!
Got a better definition? Add it!
Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες, κλπ.:
1.
το πως θα κανεις φαση με την κοπελα σου δεν μπορουμε να στο πουμε εμεις. ο Καθενας το κανει με τον δικο του τροπο και αυτο θα το καταλαβεις μονος σου :) Οσο για το σεξ δεν το προτεινεις,ερχεται σιγα σιγα... αλλα αφου λες δεν ξερεις καν να κανεις καλα καλα φαση μαθε πρωτα αυτο και εχεις χρονο μπροστα σου :)
2.
ΠΑΝΙΩΝΙΟΣ > Με το... στανιό να κάνει φάση
Got a better definition? Add it!