Further tags

Ρουφιανεύω / καταδίδω κάποιον.

- Αυτός ο ρουφιάνος ο Βασίλης με έδωσε στεγνά! Είπε στη δικιά μου πως με είδε να χαμουρεύομαι με άλλο γκομενάκι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέρα από την κυριολεκτική του χρήση για την διείσδυση στο σεξ χωρίς ύγρανση ή λίπανση, μεταφορικά χρησιμοποιείται για να χλευάσει μια επώδυνη κατάσταση.

- Πέντε γκολάκια φάγατε, ασάλιωτα σας πήγαμε ρε κακομοίρηδες!

(από Khan, 16/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σίγουρα, εκατό τοις εκατό, εγγυημένα.

Από το αγγλικό guarantee.

- Θα ξηγηθεί ο Ζάχος αμαξάκι, σίγουρα; Γιατί την άλλη φορά την έκανε από νωρίς!
- Ναι ρε σε λέω, αφου με είπε ότι θα κάτσει μέχρι το τέλος, γκαραντί!

Βεβαιωτικά επιρρήματα και φράσεις: αβλεπί, αεράτα, άκοπα, ανοιχτά, για πλάκα, γκαραντί, εύκολα, κανονικά, σβηστά, στάνταρ, χαλαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκάσε, βούλωσέ το, μη μιλάς.

Πιο μάγκικο συνώνυμο του κάνω μόκο, δηλαδή δε μιλάω.

- Θα σε σπάσω τα μούτρα έτσι και...
- Άλα της! Αγορίνα, κομμένη! Μόκο τσιριμόκο καλύτερα τώρα για να μην αρπάξεις κι' άλλες!

(από Mr. Cadmus, 07/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα χάπια ή ναρκωτικά των οποίων η ημερομηνία λήξεως έχει παρέλθει. Επιφέρουν ακόμα πιο έντονες παρενέργειες σε αυτόν που τα έχει πάρει και ωσεκτουτού η συμπεριφορά του είναι ιδιαιτέρως αλλοπρόσαλλη.

Όρος που χρησιμοποιείται μεταφορικά, για να δηλώσει κάποιον που συμπεριφέρεται ακατανόητα, σα να είχε καταναλώσει ληγμένα...

- Δες, δες την τη γιαγιά που τραγουδάει μόνη της μες τη μέση του δρόμου!
- Ρε τα ληγμένα! Πάει αυτή!

Απολαύστε υπεύθυνα. (από Galadriel, 21/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πολύ κρύο. Παραλλαγή της λέξης ψοφόκρυο.

- Πώς ήταν ο καιρός στην Αυστρία τα Χριστούγεννα;
- Ψωλόκρυο, φίλε... Μέσα μείναμε...

(από Khan, 18/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμφατικό και κατά πλεονασμό του χέζω, επιπλήττω σφοδρότατα, προσβάλλω, στηλιτεύω.

Πήγα από την υπηρεσία του και τον σκατόχεσα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εγκωμιάζω, παρακαλώ ή καλοπιάνω κάποιον χυδαία και υπερβολικά για κολακεία προκειμένου να μου κάνει κάποια χάρη ή για να αποκτήσω ή να ξανακερδίσω τη φιλία ή την ευμένειά του, γλείφω, λιβανίζω.

αντικείμενο: κωλογλείψιμο

Ο Χ κωλογλείφει την προϊσταμένη για να προτείνει αυτόν για τη θέση που άδειασε!

Σε άλλες γλώσσες: to kiss ass, to suck up (αγγλικά), arschkriechen, einschleimen (γερμανικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν χέζουμε ευκοίλια και στη λεκάνη σχηματίζονται σχέδια παρόμοια με αυτά της βεντάλιας, λόγω της ρευστότητας του σκατού.

-Άσε χτες με πείραξε ο γύρος και έριξα πολλές βεντάλιες!

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified