Όταν χέζουμε δυσκοίλια και τα σκατά, εκτός του ότι βγαίνουν με το ζόρι ένα-ένα, έχουν και περίπου το σχήμα της χάντρας.
Γυναίκα προβλέπω να μετράω χάντρες όλη νύχτα. Τι έβαλες το μεσημέρι στο φαΐ, που να πάρει;
Όταν χέζουμε δυσκοίλια και τα σκατά, εκτός του ότι βγαίνουν με το ζόρι ένα-ένα, έχουν και περίπου το σχήμα της χάντρας.
Γυναίκα προβλέπω να μετράω χάντρες όλη νύχτα. Τι έβαλες το μεσημέρι στο φαΐ, που να πάρει;
Ευφημισμοί της τουαλέτας: Άη Γιώργης, ακράτητος, αποχωρητίζομαι, αρμέγω τη μονορώγα, αρμέγω τη σαύρα, βγάζω το φίδι από την τρύπα, βγαίνω, γεννητούρια, γραμμάτιο, είμαι ευάλωτος, θηρίο, θρόνος, καθαρίζω, κάθομαι, καλλιόπη, κάλπη, κουβέντα με το δήμαρχο, μέρος, μετράω χάντρες, μου χτύπησε βαλβίδα, μπαταριά, νούμερο δύο, πάω να αδειάσω τη βάρκα, πίπιρουμ, ρίχνω μια ψήφο, ρίχνω τον οβολό μου, σκοράρω, στέλνω φαξ / φαξάκι, συνάντηση με τον πρόεδρο, σύσκεψη, χαιρετάω τον ξάδερφο, χοντρό / κάνω το χοντρό μου, ψιλό / κάνω το ψιλό μου.
Got a better definition? Add it!
Δυσκόλεψαν οι συνθήκες, αντιμετωπίζουμε προβλήματα, πιεζόμαστε πολύ, εργαζάμαστε πυρετωδώς, τρομάζουμε. Βάζω στη θέση του κάποιον.
Στη φράση «Να σφίξουν λίγο οι κώλοι»: για να σοβαρευτούμε λίγο, να σταματήσει ο χαβαλές, να δουλέψουμε.
Συνώνυμο: πάθαμε κωλοσφίξιμο.
(Μπορεί να συνοδεύεται και από μία χαρακτηριστική χειρονομία ανοιγοκλεισίματος των δακτύλων του δείκτη και του αντίχειρα)
Βλέπε και τα κεφάλια μέσα.
Got a better definition? Add it!
(μεταφορικά) Επιπλήττω σφοδρά κάποιον, τον βάζω στη θέση του.
Επίσης: χεστήκαμε (αγρίως ή πολύ άσχημα) με κάποιον = βριστήκαμε αμοιβαία, τα σπάσαμε, μαλώσαμε, παρεξηγηθήκαμε.
Τον πήρα τηλέφωνο και τον ξέχεσα άγρια γι'αυτό που έκανε!
Got a better definition? Add it!
Στη γλώσσα των κόμικς χικ αποδίδεται το ηχητικό εφέ του λόξυγγα, συνήθως όταν είναι απο μεθύσι.
Από εκεί έχει διαθοθεί στον γραπτό λόγο γενικότερα, ειδικά στο ίντερνετ.
(στο τσατ)
-pou hsoun re? giati arghses na syndetheis?
-eixame paei gia clubbing.. hpiame TA xydia.. xik!
-lol
Got a better definition? Add it!
Στην έκφραση χωρίς σάλιο ή τους γαμήσαμε ή τους πήραμε χωρίς σάλιο: τους κατανικήσαμε, τους διασύραμε, τους εξευτελίσαμε.
-Πόσο πήγαμε με τη Χ ομάδα;
-Πέντε μπαλάκια ρίξαμε!
-Πω πω φίλε, χωρίς σάλιο!
Got a better definition? Add it!
1.- Θα νικήσουμε αύριο τη Μονακό στο ποδόσφαιρο; - Στεγνά!
Got a better definition? Add it!
Όταν κάτι πήγε πολύ στραβά, όταν κάτι γαμήθηκε τελείως.
- Πω ρε μαλάκα, με απέλυσαν, μου πήδηξαν την γκόμενα, μου έκαναν έξωση, άσε, γαμήθηκε το σύμπαν!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κάποιος που προφανώς «την έχει αφήσει» και το αρνείται. Προδόθηκε, όμως, ότι την άφησε.
-Πωωω ρε φίλε... Τι βρώμα είναι αυτή;
-Δεν έκλασα εγώ ρε, σπάσε!
-Άσ' το μάγκα... Πορδόθηκες!!!
Got a better definition? Add it!
Η λαϊκίστικη έκφραση για τα χαρτιά, γενικευμένη έννοια όλων των παιχνιδιών με χαρτιά ή χρήματα.
-Άσε, είμαι στα χάλια μου και το έριξα στον τζόγο, όλη τη μέρα παίζω κολλιτσίνα μπας και ξεχάσω.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αρρώστια η οποία συναντάται σε γυναίκες οι οποίες έχουν μανία να αυνανίζουν άντρες που το πέος είναι η προέκταση του χεριού τους (ενίοτε προσβάλλονται και οι άντρες από αυτήν την αρρώστια, κυρίως οι gay παρασυρόμενοι από πρότυπα στν TV).
Ρε Μαρία όλο σπίτι σου θες να πάμε, τι σε έχει πιάσει; Πεοφιλίαση;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified