Further tags

Όταν χέζουμε δυσκοίλια και τα σκατά, εκτός του ότι βγαίνουν με το ζόρι ένα-ένα, έχουν και περίπου το σχήμα της χάντρας.

Γυναίκα προβλέπω να μετράω χάντρες όλη νύχτα. Τι έβαλες το μεσημέρι στο φαΐ, που να πάρει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δυσκόλεψαν οι συνθήκες, αντιμετωπίζουμε προβλήματα, πιεζόμαστε πολύ, εργαζάμαστε πυρετωδώς, τρομάζουμε. Βάζω στη θέση του κάποιον.

Στη φράση «Να σφίξουν λίγο οι κώλοι»: για να σοβαρευτούμε λίγο, να σταματήσει ο χαβαλές, να δουλέψουμε.

Συνώνυμο: πάθαμε κωλοσφίξιμο.

  1. Άσ' τα, σφίξαν οι κώλοι μετά που ήρθε ο νέος γενικός διευθυντής! Πάνε οι μέρες της ρέκλας!

(Μπορεί να συνοδεύεται και από μία χαρακτηριστική χειρονομία ανοιγοκλεισίματος των δακτύλων του δείκτη και του αντίχειρα)

  1. - Για να σφίξουν οι κώλοι εδώ μέσα γιατί πολύ αέρα πήραν μερικοί-μερικοί!

(από Khan, 17/05/14)Στο 1.30. (από Khan, 17/05/14)

Βλέπε και τα κεφάλια μέσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(μεταφορικά) Επιπλήττω σφοδρά κάποιον, τον βάζω στη θέση του.

Επίσης: χεστήκαμε (αγρίως ή πολύ άσχημα) με κάποιον = βριστήκαμε αμοιβαία, τα σπάσαμε, μαλώσαμε, παρεξηγηθήκαμε.

Τον πήρα τηλέφωνο και τον ξέχεσα άγρια γι'αυτό που έκανε!

Ξέχεσμα! (από panos1962, 21/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη γλώσσα των κόμικς χικ αποδίδεται το ηχητικό εφέ του λόξυγγα, συνήθως όταν είναι απο μεθύσι.

Από εκεί έχει διαθοθεί στον γραπτό λόγο γενικότερα, ειδικά στο ίντερνετ.

(στο τσατ)
-pou hsoun re? giati arghses na syndetheis?
-eixame paei gia clubbing.. hpiame TA xydia.. xik!
-lol

Μπουταρης (από polemarxos90, 02/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην έκφραση χωρίς σάλιο ή τους γαμήσαμε ή τους πήραμε χωρίς σάλιο: τους κατανικήσαμε, τους διασύραμε, τους εξευτελίσαμε.

-Πόσο πήγαμε με τη Χ ομάδα;
-Πέντε μπαλάκια ρίξαμε!
-Πω πω φίλε, χωρίς σάλιο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Οπωσδήποτε, χωρίς δεύτερη κουβέντα, σίγουρα.
  2. Με θράσος, με τσαμπουκά.

1.- Θα νικήσουμε αύριο τη Μονακό στο ποδόσφαιρο; - Στεγνά!

  1. -Θα δώσεις το μάθημα τελικά; - Δεν έχω ανοίξει βιβλίο, αλλά θα πάω στεγνά κι ό,τι κάτσει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάτι πήγε πολύ στραβά, όταν κάτι γαμήθηκε τελείως.

- Πω ρε μαλάκα, με απέλυσαν, μου πήδηξαν την γκόμενα, μου έκαναν έξωση, άσε, γαμήθηκε το σύμπαν!

(από Khan, 28/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποιος που προφανώς «την έχει αφήσει» και το αρνείται. Προδόθηκε, όμως, ότι την άφησε.

-Πωωω ρε φίλε... Τι βρώμα είναι αυτή;
-Δεν έκλασα εγώ ρε, σπάσε!
-Άσ' το μάγκα... Πορδόθηκες!!!

Αντί να λες ψέματα και να ρισκάρεις να πας στην κόλαση, βγάζε την ντουντούκα όλο ειλικρίνια. (από Galadriel, 04/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λαϊκίστικη έκφραση για τα χαρτιά, γενικευμένη έννοια όλων των παιχνιδιών με χαρτιά ή χρήματα.

-Άσε, είμαι στα χάλια μου και το έριξα στον τζόγο, όλη τη μέρα παίζω κολλιτσίνα μπας και ξεχάσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρρώστια η οποία συναντάται σε γυναίκες οι οποίες έχουν μανία να αυνανίζουν άντρες που το πέος είναι η προέκταση του χεριού τους (ενίοτε προσβάλλονται και οι άντρες από αυτήν την αρρώστια, κυρίως οι gay παρασυρόμενοι από πρότυπα στν TV).

Ρε Μαρία όλο σπίτι σου θες να πάμε, τι σε έχει πιάσει; Πεοφιλίαση;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified