- Μαλάκα γκαγκάνιασα χτες με τα έτσι και τα γιουβέτσι...
- Μαλάκα γκαγκάνιασα χτες με τα έτσι και τα γιουβέτσι...
Got a better definition? Add it!
Φαινόμενο κατά το οποίο βλέπουμε τον κώλο του άλλου, χωρίς να μας είναι επιθυμητό.
- Κοίτα την Ευσταθία!
- Πάλι εξωκωλίαση έχει και έχω φάει φρίκη!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Για καταστάσεις που διαπνέονται από ηρεμία, αδράνεια, κανονικότητα (συνήθως, λίγο πριν ανατραπούν).
- Καλά ρε, πλάκα κάνεις; Αν δεν σέβεσαι τη μάνα σου, ποιόν θα σεβαστείς;
- Τι λες τώρα ρε μαλάκα; Βαλτός είσαι; Μου 'χει πρήξει τ' αρχίδια λέμε.
- Δεν έχει σημασία. Η μάνα σου θέλει το καλό σου. Μπορεί να μην το καταλαβαίνεις στην αρχή, να σου φαίνεται εντελώς απαράδεκτη η συμπεριφορά της, αλλά πάντα έχει στο νου της το καλό σου.
- Α δεν πας καλά εσύ...
- Άκου ένα παράδειγμα ρε. Η μάνα μου μου ας πούμε. Θυμάσαι εκείνο το καβλάκι που έπαιζα τον περασμένο χειμώνα; Ε, η μάνα μου με είχε πρήξει. Και «τι τριγυρνάς με την πιτσιρίκα», κι «αυτή θα μπορούσε να 'ναι κόρη σου» και τέτοια, μιλάμε, κανονικά. Όποτε την έφερνα στο σπίτι, η μάνα μου μες στα πόδια μας. Φαντάσου, για να κάνουμε κατιτίς ξέρω 'γω, αναγκαζόμουν να κλειδώνω και την πόρτα...
- Σώπα...
- Χωρίς πλάκα. Άκου να δεις τώρα τι έκαν' η μάνα μου η ρουφιάνα: μια μέρα που έλειπα, πήγε κι έφτιαξε αντικλείδι για το δωμάτιο!...
- Τι μου λες!...
- Αμέ! Και εκεί που είμαι που λες με τη μικρή ωραία και καλά μια μέρα στο δωμάτιο, κι έχουμ' αρχίσει και τα σούξου μούξου, ξεκλειδώνει ξαφνικά η πόρτα και μπουκάρει η μάνα μου.
- Μάλιστα... Και τι ήθελε;
- Εδώ σε θέλω! Να μου θ υ μ ί σ ε ι ν α β ά λ ω κ α π ό τ α , μαλάκα.
- ... Ε τι να πω... Μάνα είναι μόνο μία...
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει την ιδιότητα ενός ατόμου υπό την επήρεια ουσιών.
- Θάνο πάνε να πάρεις κάνα τσιγάρο...
- Ώωω ρε φίλε είμαι πολύ καλαμωμένος... στείλε άλλον.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτό το φαινόμενο συναντάται συνήθως σε συχνές παρέες με στενούς φίλους. Είναι όταν δύο ή παραπάνω άτομα σκέφτονται το ίδιο πράγμα την ίδια στιγμή.
- Πωω ρε μαλάκα, αυτή η σαπίλα μοιάζει με σαπισμένο κανόνι απο πίσω...
- Χαχαχα ρε μαλάκα σκευτόμουν το ίδιο ακριβώς !!
- Ωωω , μαλάκα ταυτοσκεψία . . . Σσσσσωραίοςςςς
Got a better definition? Add it!
Όταν κάποιος ξεφεύγει, παραφέρεται. Λαϊκιστί, όταν κάποιος τα παίζει (όχι απ' την κούραση).
- Δες τον Κώστα! Εδώ και μισή ώρα κουνάει το κεφάλι του περα δώθε να δει πότε θα ζαλιστεί!
- Πω, καλά! Έχει λαλήσει!
- Καλά, παίζεις μπάλα στο σπίτι σου όταν έχεις καλεσμένους; Έχεις λαλήσει μου φαίνεται...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
μεταφ.: εξαιρετικά, πολύ σπουδαία ερμηνεία -κυρίως σε εκτέλεση μουσικού. Πάρα πολύ (για πιοτό).
συνώνυμο: παίζει παπάδες!
Ο τύπος που μοιάζει με τον Μάρλεϊ παίζει στην κιθάρα κωλάντερα!
Χθες πάλι ήπιαμε κωλάντερα και δεν την παλεύω καθόλου σήμερα!
Got a better definition? Add it!
Ο καταιγισμός από μάπες, δηλαδή σφαλιάρες, το ξυλοκόπημα σε μέτρια προς μεγάλη ένταση.
συνώνυμο: μαπίδια
Αν έρθει προς εμένα το κωλοπαίδι θα έχουμε μάπετ σόου!
Got a better definition? Add it!
Η ακατάσχετη φλυαρία.
Τι λογοδιάρροια σ' έπιασε πάλι απόψε;
Got a better definition? Add it!