Η κατάσταση που είναι λίγο «ύποπτη», δεν είναι φυσιολογική.
- Ρε μαλάκα, έχεις κάτι;
- Όχι, γιατί ρωτάς;
- Δεν ξέρω, είσαι κάπως σήμερα.
Η κατάσταση που είναι λίγο «ύποπτη», δεν είναι φυσιολογική.
- Ρε μαλάκα, έχεις κάτι;
- Όχι, γιατί ρωτάς;
- Δεν ξέρω, είσαι κάπως σήμερα.
Got a better definition? Add it!
Μιλάω χαμηλόφωνα.
<από τον ήχο ψου ψου
-Τι ψουψουρίζετε πίσω απο την πλάτη μου ρε αλάνια;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Got a better definition? Add it!
Η θεία Φωτούλα είναι ενα φανταστικό πρόσωπο.
Στον όρο αυτό περιέχονται όλοι οι άσχετοι συγγενείς οι οποίοι σκάνε μύτη σε συναυλίες ή εκδηλώσεις στις οποίες συμμετέχει κάποιο μέλος της οικογενείας, από οικογενειακή υποχρέωση και για να καμαρώσουν (συνήθως ανίψι, γιο, εγγόνι κλπ).
Χρησιμοποιείται στον ενικό παρόλο που υποδηλώνει (συνήθως) πλήθος ατόμων.
Ο όρος έχει προέλθει απο παλαιότερο δημοσίευμα του Στάθη στην Ελευθεροτυπία.
- Πώς πήγε το live εχτές;
- Άσε. Έσκασε και η θεία Φωτούλα. Η γιαγιά φρίκαρε με το deathmetal...
Got a better definition? Add it!
Είναι το shortcut της λέξης πιπόνι. Σημαίνει βαθιά, ζουμερή και ευχάριστη πίπα. Εννοείται πως κατά την διάρκεια του πόνιου η γκόμενα τα καταπίνει και λέει την γνώμη της για την γεύση τους.
Got a better definition? Add it!
Επισημαίνει την μεγάλη τιμή ενός προϊόντος ενώ δεν άξιζε! Χρησιμοποιείται περιφραστικά: σ΄έπιασαν τον κώλο, δηλαδή σε πιάσανε κορόιδο!
- Καλημέρα Μαρία! Τί ωραία μπλούζα! Πόσο την πήρες;
-75 Ευρώ!
- Αλήθεις; Καλά, σε πιάσανε τον κώλο. Εγώ την είχα δει κάπου με 15 ευρώ. Σκέτο κωλοπιάσιμο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Δεν πιστεύεις ότι ο συνομιλητής σου θα κάνει αυτό που δηλώνει και τον απαξιώνεις με τη φράση αυτή για κατακλείδα.
Θα πας τώρα εσύ να αντιμετωπίσεις το αφεντικό σου, να τον κοιτάξεις στα μάτια και να του ζητήσεις αύξηση; Φέξε μου και γλίστρησα.
Got a better definition? Add it!
Σουρτούκης (ο), θηλ. σουρτούκα: αυτός που βγαίνει συνεχώς βόλτα. Συνώνυμο: σουρτουκλεμές.
Συνώνυμο της σουρτούκας: σοκακτσού.
Σουρτουκιάζω: βγαίνω συνεχώς βόλτα, γυρίζω άσκοπα στους δρόμους, περιπλανώμαι.
Συνώνυμα: σουρτούκι (το), σουρτουκλεμές (ο)
Σουρτουκιάζει όλη μέρα, ο σουρτούκης.
Got a better definition? Add it!
Τα φαντασμένα κουνήματα, οι ξιπασιές, οι ψευτοπερηφάνειες (λέγονται και σουσουμίσματα).
Σουσούμης (ο): κουνιστός.
Σουσουμίζομαι: κουνιέμαι, περπατώ κορδωμένος για να επιδειχθώ.
Σουσουμίζω: κινώ, αναταράζω, κουνώ τα δέντρα για να πέσουν οι καρποί.
Με τέτοια σουσούμια πώς να μην την προσέξει κανείς;
Got a better definition? Add it!