Το πινελάκι στους πούστηδες σημαίνει ανεβοκατέβασμα της ψωλής στο εξωτερικό μέρος της κωλότρυπας του άλλου για πολλή ώρα.
Και πριν μου τον χώσει με πέθανε στο πινελάκι με την καβλάρα του.
Το πινελάκι στους πούστηδες σημαίνει ανεβοκατέβασμα της ψωλής στο εξωτερικό μέρος της κωλότρυπας του άλλου για πολλή ώρα.
Και πριν μου τον χώσει με πέθανε στο πινελάκι με την καβλάρα του.
Got a better definition? Add it!
Το βρέχω (το μουνάκι ή το κωλαράκι) σημαίνει το χύνω.
- Ρε συ, τι πούστρα είναι ο Λάκης στη ρεσεψιόν;
- Πολύ σούπερ, τον έχω βρέξει, όλα τα λεφτά.
Βγαίνω με μια καινούργια γκόμενα και την έχω δαγκώσει!
- Σιγά ρε, την έχεις βρέξει φαντάζομαι!
Got a better definition? Add it!
Από τη λέξη τρολ ή τρολλ ή troll: εκείνος ο τύπος χρήστη του Internet που μονίμως διαφωνεί, συχνά διαστρεβλώνει το θέμα, είτε με χιούμορ που σπάει κόκαλα, είτε με προκλητικές ή άσχετες με το θέμα κουβέντες... αυτό λοιπόν είναι το λεγόμενο Trolling.
Ουσιαστικά ο σκοπός του φίλου μας του τρολλά, είναι από το πιο απλό, να σου σπάσει τα νεύρα μέχρι να... θα σου δώσω παράδειγμα παρακάτω...
Το πιο κλασικό παράδειγμα τρολιάς ήταν αυτό με τον Πατέρα Παϊσιο...
Ο τολμηρός τρολάς συνέταξε μια... ας πούμε ανακοίνωση / ανάρτηση σε site της εκκλησίας. Στην ανάρτηση έγραφε, μεταξύ άλλων, ότι έπαιρνε ναρκωτικά και άλλα διάφορα και ότι του «έδειξε» τον δρόμο.
Εεε αυτό, εντέλει, πήρε τεράστιες διαστάσεις, μιας και αργότερα αποκάλυψε ο ίδιος, μέσω της διάδοσης της τρολιάς αυτής στο Facebook και αλλού..
Got a better definition? Add it!
Περιγράφει το πώς ένας καθ' όλα ευυπόληπτος χρήστης ενός σάιτ αρχίζει ξαφνικά να συμπεριφέρεται ως τρολ, ή και ως σωστό τρολοκομείο.
Got a better definition? Add it!
Το χεντίδι ή αλλιώς headshot προέρχεται από το Counter Stike, Call of Duty και λοιπά παιχνίδια που βρήκαν αποδοχή στα νετ καφέ, και επιτυγχάνεται όταν καταφέρνεις και πυροβολάς τον άλλον στο κεφάλι (head).
Με τον καιρό εξαπλώθηκε και στην αληθινή ζωή, και αφορά τις περιπτώσεις που πετυχαίνεις με κάποιο αντικείμενο τον άλλον στο κεφάλι, όπως γόμες, φρούτα, κλειδιά, μπάλες, ή οτιδήποτε άλλο που αξίζει να ενθουσιαστείς.
Ρε πού ήταν κρυμμένος, μου έσκασε χεντίδι από το πουθενά.
Την ώρα που παίζαμε νεραντζοπόλεμο, ο Γιακουμής μου έριξε ένα νεράντζι κατευθείαν χεντίδι.
Got a better definition? Add it!
Ξύλο, πούτσα και στενά παπούτσα. Η κατάσταση κατά την οποία ο εισπράττων την τιμωρία, πόνο σωματικό ή και ηθικό, δέχεται ταυτόχρονα εξευτελισμό, αλλά και ταλαιπωρία.
ποδοσφαιρική ομάδα η οποία
1) έχασε 0-5 (εντός έδρας για όσους/όσες δεν ασχολούνται) = ξύλο, τιμωρία, πόνος ηθικός
2) οι οπαδοί της τα έκαναν γυαλιά καρφιά και η ομάδα έφαγε χοντρό πρόστιμο, μείον 10 βαθμούς και αναγκάστηκε σε δημόσια έγγραφη συγγνώμη προς την αντίπαλο ομάδα (= τιμωρία + εξευτελισμός)
3) πρέπει να ταξιδεύει 300 χιλιόμετρα για να παίζει τα παιγνίδια που ήταν προγραμματισμένα στην έδρα της για το υπόλοιπο πρωτάθλημα και ήταν μόλις η πρώτη αγωνιστική του πρώτου γύρου (= ταλαιπωρία)
Got a better definition? Add it!
Η κατάσταση που περιγράφει τον παρακάτω συνδυασμό (με την σωστή σειρά ΣΥΝΗΘΩΣ, εκτός εάν μιλάμε για περίπτωση μαζοχισμού):
1) καθόλου ρομαντικό σεξ
2) σουτάρισμα
3) απόριψη εώς νεοτέρας
- Τί έκανες με την άλλη τελικά ρε φίλε;
- Την κάρφωσα φριχτά εχτές, κανονική σούβλα χωρίς υπότιτλους, σ'αγαπώ και λοιπά
- Μουνάικ! Καλό;
- Καλό, αλλά το πρωί ξενέρωσα και την πέταξα απ' το κρεβάτι
- Και τώρα;
- Της είπα θα την πάρω εγώ, αλλά θα περιμένει πολύ.
- Δηλαδή πούτσα, ξύλο και στο ήλιο.
Got a better definition? Add it!
Συνήθως χρησιμοπείται σε αόριστο χρόνο, και σημαίνει έχω χορτάσει από φαγητό, δε πεινάω άλλο, ντερλίκωσα.
Αντώνυμο: ξεπυτάω
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το μόρφωμα του ελληνικού γιγαντιαίου κράτους, αποτελούμενο από τις κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης και τους εκατοντάδες χιλιάδες δημόσιους υπάλληλους που διόρισαν και συντηρούν.
Ουτε ο Λενιν δεν τα καταφερε να οικοδομησει τοσο ανθεκτικο κι ολοκληρωτικό κρατικιστικο συστημα σαν το Ελληνικο μεταπολιτευτικό Σοβιετ του κομματοσκυλου στην εξουσια και του λαου σε αφασια.
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται μαζί με το πρόθεμα και (δηλ. και στεναχώρια μπαμ) και σημαίνει απουσία στεναχώριας, μηδενική στεναχώρια στη ζωή μας.
Συνήθως, της φράσης αυτής προηγείται η απαρίθμηση εκείνων των καταστάσεων - στάσεων ζωής, οι οποίες μας απαλλάσουν από το άγχος, τη στεναχώρια και τις πολλές σκέψεις στο κεφάλι μας.
- Για πες ρε Γιώργη, πώς είναι η ζωή στην Αθήνα;
- Εντάξει ρε Τριαντάφυλλε, έχει τα καλά της, βρίσκεις εύκολα δουλειά, έχει πολλά γκομενάκια στα μαγαζά, αλλά έχει και τα κακά της: έχει πολλή κίνηση στους δρόμους, όλοι τρέχουν πάνω κάτω σαν τρελοί, στο μετρό μας έχουν σαν σαρδέλες, όλο γκρίνια και κακό σου λέω...
- Ρε έλα κάτω σου λέω να ζήσεις. Άκου πρόγραμμα: το πρωί 2-3 ωρίτσες στα χωράφια, το μεσημεράκι ύπνο, απόγεμα πάμε για κανα κηνύγι καρτέρι, ε και το βράδυ για κανά μεζεδάκι στο καφενεδάκι και παίζουμε και καμιά κολιτσίνα άμα λάχει. Και στεναχώρια μπαμ σου λέω.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified