Further tags

Κλασικότατη καθημερινή έκφραση αποδοκιμασίας ή αγανάκτησης. Σα να λέμε τα πιάσαμε τα λεφτά μας, δέσαμε μούτσο, όλα του γάμου δύσκολα κι η νύφη τραβεστί και δεν συμμαζεύεται.

Βλ. μήδι 1. αατα.

(από Jonas, 27/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η υπερβολικά ερεθισμένη ρώγα του γυναικείου στήθους, τόσο που μπορεί να κρεμαστεί πάνω της και να αθληθεί ο Α. Σβαρτζενέγκερ.

- Φιλαράκι ξεκινάω τα φιλιά και το χαμούρεμα κι από το πρώτο λεπτό τσίτα!!
- Τί τσίτα ρε;;
- Έγινε η ρώγα μονόζυγο σου λέω!

Από εδώ μπορείς να κάνεις κρίκους. (από Khan, 27/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σχεδόν συνώνυμο του αρχιδόκαμπος, μόνο που περιγράφει την κατάσταση και όχι τον τόπο.

Μέρος, συνήθως κλαμπ, μπαρ, καφετέρια, όπου συχνάζουν ως επί το πλείστον άνδρες. Έτσι που για τις δυο-τρεις γυναίκες που παρευρίσκονται μπορεί να παίξουν και ξιφομαχίες με τα πέη τους προκειμένου να τις κατακτήσουν.

- Πάμε εκεί απόψε ρε που σου λέω ... ωραία μουσική, ωραία διακόσμηση.
- Άσε ρε, για να παίξουμε ξιφομαχίες; Αφού μου είπε ο φίλος του φίλου του μπατζανάκη μου πως είναι αρχιδόκαμπος εκεί μέσα!

Συνώνυμο: κονταρομαχίες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιρρηματικός προσδιορισμός που δείχνει το πέρας ενός προσώπου ή μίας κατάστασης ή φάσης. Χρησιμοποιείται όταν το πρόσωπο ή η φάση είναι στο απώτατο σημείο που είναι δυνατόν να βρίσκεται και παραπέρα δεν πάει. Έχει φτάσει σε απερίγραπτο σημείο.

Η μάνα μου έχει φτάσει να βγάζει τα πιατικά από το πλυντήριο και να τα πλένει στο χέρι. Τέρμα υστερία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μουνί + πουλάω-ώ.

Μπορεί να το ακούσεις κι από οικοδόμο με μουστάκι που κρατάει ντουντούκα σε πορεία.

Δηλώνει πιτσιρίκα 20 το πολύ χρονών, εξαιρετικής ομορφιάς (βυζιά, κώλος), την οποία γουστάρουν όλοι οι θαμώνες στο μαγαζί ή όλοι οι κάτοικοι του χωριού. Αυτή όμως το έχει αλλού ταγμένο, στον έναν και μοναδικό που την έκανε γυναίκα ... μέχρι να τον σουτάρει και να αρχίσει να πηδιέται με όλους.

- Πώς το βλέπεις το Σοφάκι; Πολύ με καυλώνει!
- Αυτή ρε το έχει μουνοπώλιο ... περίμενε σε κάνα-δυο χρόνια που θα κάνει gangbang!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντίθετο του «Συνωστισμός».

Δηλώνει μέρος που έχει απομείνει λίγος κόσμος (τρεις κι ο κούκος) συνήθως για μπαράκια, καφετερίες κλπ.

Προέρχεται από το γνωστό πολιτικό κοινοβουλευτικό μας κόμμα, όπου εδώ και χρόνια αποχωρεί κόσμος για να πάει στο Πασόκ (βλ. Δαμανάκη) ή να φτιάξει δικό του κόμμα (βλ. Κουβέλης).

Συνήθως το χρησιμοποιούν όσοι δεν ψηφίζουν το συγκεκριμένο κόμμα, αλλά υπάρχουν και εξαιρέσεις προς χάριν αυτοσαρκασμού.

- Εγώ λέω να κάτσουμε ... ωραία μουσικούλα παίζει!
- Τι λές ρε ... έχει πολύ Συνασπισμό εδώ μέσα, πάμε αλλού μπας και δούμε κανένα νιμού!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

τραβάγια (η): κρητιστί = ο μπελάς.

Βάζω τραβάγια σε κάποιον = του ανοίγω δουλειές, του βάζω μπελάδες, τον βάζω σε περιπέτειες, τον φορτώνω, τον χώνω.

Από το γαλλικό travail.

Δείτε πιο πολλά εδώ.

Ασίστ: nick, βεβαίως βεβαίως.

- Να πα να πεις του Μαθιού ότι εγώ δεν είπα πράμα για τη Βαγγελιά.
- Μη μου βάνεις τραβάγιες. Δεν πάω ποθές!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η (σ)έξαλλη ερωτική ζωή, γεμάτη καταχρήσεις, τρελό σεχ, ντρόγκες κουτουλού. Καταστάσεις που σε σε ξεκωλιάζουν, κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Δεν λέγεται στον ενικό παρά μόνο για πλάκα.

Βλ.

Μην την κοιτάς που έγινε θεούσα, είναι επειδή μετάνιωσε για τα ξεκωλαριλίκια που έκανε μια ζωή...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεσκίζομαι στο γαμήσι και τα παραφερνάλια του μέχρι να μου φύγει ο πάτος.

Το ενεργητκό ξεκωλιάζω είναι λιγότερο συνηθισμένο. Πρβλ. ξεπατώνω.

Καμιά φορά χρησιμοποιείται και με την έννοια του ξεκωλώνομαι.

  1. Η Σούλα όχι μόνο ξεπαρθενεύτηκε, ξεκωλιάστηκε εκείνη τη μέρα κανονικά, τα έδωσε όλα.

  2. Μαλάκα, μου σκάει παρθένα, λέω πάει την κάτσαμε, αλλά το κορίτσι σούπερ, την ξεκώλιασα και ήθελε κι άλλο.

  3. Είπαμε να πάμε μια βόλτα ποδαράτοι Ξεκωλιάστηκα ρε πστ, περπατάγαμε 4 ώρες [σερί].

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω κάτι με πάρα πολλή ένταση, με αποτέλεσμα την εξάντληση. Μου φεύγει ο κώλος, ο τάκος. Σωματικά είναι σα να με ξεσκίσανε -και τα λοιπά φανταστείτε τα.

Επίσης: το παρακάνω, υπερβάλλω.

Είναι συνώνυμο του γαμιέμαι (αρ. 8: γαμιέμαι σε κάτι, έχω γαμηθεί να κάνω κάτι).

  1. Μαλάκα πάψε πια να χλαπακιάζεις, έχεις ξεκωλωθεί να τρως, αηδίασα!

  2. Δεν πήγα πουθενά για διακοπές, έκατσα σπίτι και ξεκωλώθηκα στις δουλειές και τα μερεμέτια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified