Further tags

Δήλωση μεγάλης απέχθειας προς κάτι που μόλις είδαμε ή ακούσαμε. Λέγεται με προσποιητή έκφραση αηδίας ή ναυτίας. Αρχικά εφηβική έκφραση που μάλλον δεν ακουγόταν πριν τα ογδόνταζ ή τέλη εβδομήνταζ, αλλά λέγεται ακόμα.

Βλ. και μη χέσω και κατσιμηχέσω

  1. Μαθήματα νέου πατριωτισμού (μην ξεράσω!!!!)
    Μάλιστα, ο τιμημένος, ευφυής, λαλίστατος, σοσιαληστής και άκρως δημοκράτης Πρωτυπουργός μας, μιλώντας στο Υπουργικό Συμβούλιο, έδωσε τον ορισμό του νέου πατριωτισμού.

  2. Το άθλιο, κτηνώδες, αιματοβαμμένο, ελληνικό Πάσχα! Το αηδιαστικό, γεμάτο μίσος ελληνικό Πάσχα! Το γεμάτο υποκρισία, θάνατο, φαγοπότι και πόνο ελληνικό Πάσχα! Το πιο αηδιαστικό, το πιο κτηνώδες, Πάσχα! Για τη Δήθεν γιορτή της Αγάπης! (μην ξεράσω) Για τη Δήθεν γιορτή της Ανάστασης του Χριστού! Μην ξεράσω! Όχι δεν είναι Πάσχα! Είναι η μέρα της σφαγής και κτηνωδίας ενάντια στα εκατομμύρια των αθώων!!

από το νέτι αμφότερα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νιώθω μεγάλη αηδία. Το αίσθημα περιστροφής της αρχιδοσακκούλας μετά του περιεχομένου της, μπορεί να θεωρηθεί ως ισοδύναμο του ιλίγγου και της ναυτίας που νιώθουμε σε καταστάσεις έντονης απαρέσκειας, δυσφορίας ή αποστροφής.

«Μου γυρίζουν τ' αρχίδια μ' αυτά που βλέπω να συμβαίνουν στη Γιουβέντους», δήλωσε ο νέος πρόεδρος της Μεγάλης Κυρίας, Αντρέα Ανιέλι. (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μην απορείτε γιατί μπήκε αυτό το λήμμα ΤΩΡΑ, θα σας πω μόνο ότι συχνά τα ευνόητα τα παραλείπουμε, γι' αυτό.

Γάμησέ τα λοιπόν, σημαίνει παράτα τα, χέσ' τα, άσ' τα βράσ' τα, άσ' τα λα βίστα, άσ' τα μανιάνα και γενικώς άσ' τα να πα σταδιάλα. Το πράμα δηλαδή είναι -ή πάει- τόσο σκατά που, απλώς, σηκώνουμε τα χέρια ψηλά και τηγκανά. Συνοδεύεται συνήθως με έκφραση κλαψομουνιάς και με κανα μεγάλε, φίλος, θείο, μαλάκα μου κλπ.

Τώρα γιατί πάλι το γαμάω είναι στο προσκήνιο, ε, επειδή στην Ινδοευρωπαϊκή φαλλοκρατική κενωνία των κυνηγών και μαχητών, το γαμήσι, πράξη εκτόνωσης βιολογικής ή κοινωνικής, με ή χωρίς σάλιο, όπως και κάθε τι το σεξουαλικό εξάλλου, υποδηλοί και αποτελεί κυρίως την έσχατη ταπείνωση ή έστω απειλή («θα σε γαμήσω!», «θα τα γαμήσω όλα!» κλπ), που καμία γενιά των λουλουδιών δεν μπορεί να μας κάνει να το δούμε διαφορετικμάν τελικά (η μόνη σημαντική διαφορά είναι ότι το χρησιμοποιούν πλιά και αι γυναίκαι).

Άρα, χρησιμοποιώντας το πασπαρτού ρήμα αυτό, δείχνουμε την απαξίωσή μας προς κάτι με το οποίο δεν μπορούμε να τα βάλουμε (καθότι ισχυρότερο από μας).

Ο Βίκαρ που έχωσε στο ΔΠ το λήμμα και καλά έκανε, λέει: «Ενδιαφέρον θα ήταν να αντιπαραβληθεί με το «γάμα τα» (το μεν και θετικά φορτισμένο, ενώ το δε μόνο αρνητικά)».

Πράγματι, η παραλλαγή «γάμα τα» δεν αναφέρεται ποτέ σε κάτι θετικόνε, ενώ το «γάμησέ τα» μπορεί και να εξαιρεθεί από τον ινδοευρωπαϊκό Κανόνα και να σημαίνει κάτι το τρομερά ωραίο, εξίσου ωραίο δηλαδή με ένα καλό γαμήσι.

Κάνει και για χαρακτηρισμός ανθρώπου, ζώου, φυτού, πτερωτού, θηκλαστικού, ασπόνδυλου, μαλακίου, κατάστασης, φαγητού, εμφάνισης, αντικειμένου και ταλιμπάν.

Στο σλανγκρ λοιπόν δεν το είχαμε έτσι. Υπάρχουν όμως κάποια σχετικά μικρο-λήμματα:

Επίσης λέμε: «γάμησέ με» (με τις δύο έννοιες) αλλά έχει και μια τρίτη, την έννοια «γάμησέ μας», δηλ. άσε μας ήσυχους, «δε μας γαμάς που + ρήμα», δηλαδή αρκεί που μας έχεις φλομώσει στις αρχιδιές, πήδα μας κι από πάνω να το ολοκληρώσεις, μαλάκα.

  1. - Γάμησέ τα φίλε, είχαμε διακοπή ρεύματος 6 ώρες και έμεινα από μπαταρία και έχω μόνο ασύρματο σταθερό και δεν μπόρεσα να σου τηλεφωνήσω.
    - Καλά, γάμησέ μας, όλο τέτοιες πίπες ξηγιέσαι.

  2. - Μαλάκα, αυτή η ταβέρνα κωλολέει, έχει κάτι μπινελίκια γάμησέ τα! (ή: «γάμησέ με!»)

  3. Καλή η Στέλλα, έχει ένα βυζί γάμησέ τα, σκέτη αμαρτία, αλλά η μούρη... γάμα τα με μεγάλα γράμματα...

  4. - Πώς πήγαν οι εξετάσεις;
    - Γάμα τα, μόνο αυτό σου λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα φανταρώνυμα του στρατού, ο Λόχος Υποψήφιων Βαθμοφόρων αρκτικολεξείται και ως Λιώνω Υποφέρω Βασανίζομαι, δείχνοντας μια άλλη εικόνα για τον εν λόγω Λόχο από τις αναλύσεις του Λινκ (Λούφα Ύπνος Βόλτα, Λόχος Υπέρ Βυσμάτων). Πρόκειται εντέλει για έναν αμφίσημο Λόχο.

- Τι την ήθελα την Λούφα Ύπνο Βόλτα; Τελικά Λιώνω Υποφέρω Βασανίζομαι.
- Δεν ήξερες. Δεν ρώταγες;

Got a better definition? Add it!

Published

(συμπληρωματικός ορισμός του ήδη υπάρχοντος)

Συνήθως απαντάται ως έκφραση: «τρώω (την) πετριά», «έχω (μια) πετριά».

Συνώνυμα: - μεγάλη έκπληξη από μια βλακεία (παρ. 1)
- έφαγα φρίκη (παρ. 2)
- φλασιά (παρ. 3)
- «με πήραν τα σκάγια / τα φλόκια» (παρ. 4)
- βίδα, μούρλα (παρ. 5)

Το άχρηστο σχόλιο της ημέρας*: προσώπικλυ, η έκφραση «τρώω την πετριά» μου θυμίζει εκείνο το επεισόδιο στον Αστερίξ, όταν ο Οβελίξ είχα πάθει αμνησία επειδή είχε πέσει ένα μενίρ πάνω στο κεφάλι του.

  1. Δε χρειάζεται νομίζω να εξηγήσω από πού την έφαγα την πετριά με τα σχόλια. όμως τώρα τελευταία έχω φάει και άλλες (μερικές ήταν και από μάρμαρο... )

  2. Μπορεί να «φταίει» και η τελευταία πετριά που έφαγα. Η σκαλιά, η μαρμαριά... τέλος πάντων το καινούριο μου συναπάντημα με το θάνατο. Που μου έδωσε να καταλάβω ότι σήμερα ζω και αύριο μπορεί να καμαρώνω τα ραδίκια ανάποδα.

  3. Εφαγα μια πετριά ........ και σκέφτηκα .........
    Γιατί να μην κάνουμε μια ωραία εκδρομούλα στην Πελοπόνησσο ;;;

  4. Για να ξεχάσω, να μη νοιώθω τυψεις που κάποιον ενόχλησε ένα ουστ που είπα στην κυρα της Σορβόννης! Και το κακό είναι που σιγά μη προσβαλόταν εκείνη αν το ακουγε! Πήγε κι έπεσε σε σένα και ώς παράπλευρη απώλεια εφαγες την πετριά!

(από το νέτι)

  1. Την έχει την πετριά του το άτομο, δεν το συζητώ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιοτροπία, παραξενιά που διακρίνει κάποιον με τη θετική έννοια. Κατ' επέκταση: κόλλημα, εμμονή.

Και ναι και όχι συγγενές με το «βλαμμένος»: ναι μεν από την ίδια ρίζα (ρ. βλάπτω), αλλά δεν αναφέρεται, όπως ο βλαμμένος, σε ανίατη κατάσταση προβληματικής συμπεριφοράς ένεκα βλάβης στον εγκέφαλο.

Το λέμε κυρίως θετικά, «έχω μια βλάψη», έχω δηλαδή κάτι που με ξεχωρίζει από τους άλλους, οι οποίοι, γι' αυτόν τον λόγο, με θεωρούν λίγο sui generis. Αλλά επ' ουδενί βλαμμένο.

Το έχω ακούσει να λέγεται κυρίως από παλιότερους και δη ανθρώπους του χωριού, δεν παίζει στο γούγλε, αλλά στ' αρχίδια μας κι εμάς, Κωστής Παλαμάς.

  1. Αυτά που διάβασα στο άρθρο του, ακούγονταν πειστικά, αλλά επειδή έχω μια βλάψη και είμαι καχύποπτος, το έψαξα λιγάκι και κατάλαβα ότι τελικά ο τύπος λέει άλλ' αντ' άλλων.

  2. Ο Νώντας έχει μια βλάψη με τα έντομα. Ό,τι θες να μάθεις θα σου το πει.

Got a better definition? Add it!

Published

Έχω πάθει πλάκα με κάτι, αλλά μόνο ως αντίδραση σε κάτι εξαιρετικά θετικό. Λέγεται και από άντρες για κάποιον λόγο.

Συγγενές: παθαίνω λαλά.

Καμία σχέση: έχει πιξελιάσει το μουνί μας, έχει πήξει το μουνί μας.

Μαλάκααα! Έτυχε να γνωρίσεω χθες σε ένα σπίτι το Λίλιαν... Τι'ν'τούτο ρε, έχω πάθει τη μούνα μου λέμετε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχω φλιπάρει, έχω πάθει ταράκουλο, έχω γίνει φεύγα, έχω σαλτάρει, όχι για τα καλά, αλλά προσωρινά, ένα μικρο-σοκ δηλαδή, συνήθως επειδή τρόμαξα, έπαθα την μούνα μου από κάτι, αιφνιδιάστηκα, ερωτεύτηκα, τέτοια.

Μπορεί όμως και να σημαίνει ότι την έχω ακούσει δια παντός, έχω λαλήσει.

Προφ από το λα λα λα που τραγουδάει (;) ο τρελός.

  1. Μιλάμε το άτομο έχει πάθει λαλά από τότε που γνώρισε το πρόσωπο. Μας έχει όλους κλασμένους.

  2. Η μάνα της κάποια στιγμή έπαθε λαλά και άρχισε τα κορακίστικα κι έκτοτε μιλάσει μόνο έτσι.

Λάλησε ο Λάλας (από GATZMAN, 22/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην αργκό των πιλότων κασέρι είναι η σκληρή εμπλοκή / αερομαχία, και κατ' επέκταση η λογομαχία.

- Θα έχει κασέρι σε λίγο, μπήκαν πάλι μέσα (εννοείται: οι Τούρκοι).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση απο το alternative. Τυπάκια με ένα δυο τζίβες, που συχνάζουν σε καφετέριες κουλτουριστικής διάθεσης (π.χ. booze , k-44) αλλά παρόλα αυτά οι γνώσεις τους επί της κουλτούρας είναι μηδαμινές και επιφανειακές. Τα άτομα αυτά συνήθως ανήκουν στην νεολαία του Συνασπισμού.

Ρε φίλε! Λες να πάμε στο πάρτυ στα Εξάρχεια να χωθούμε σε λατέρνατιβ γκομενάκια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified