Further tags

Η προσβολή, η δημόσια (ή και prive') βλάβη, ή, ακόμα, και η απόπειρα πρόκλησης βλάβης της τιμής και υπόληψης δι' έργων, λόγων ή παραλείψεων.

Σαν έκφραση της αίσθησης απαξίωσης, διαβαθμίζεται ως κατώτερη της προσβόλας που αποτελεί την κορωνίδα της προσβολής.

- Α, όλα κι όλα, δεν είμαι απ αυτούς που σηκώνουν το πρόσβολο. Θα καθαρίσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκφράζει αντίθεση, αντιδιαστολή, διαφορετικό τρόπο.

Συνώνυμα: εξ αντιθέτου, ίσα-ίσα, αντιθέτως, αντίθετα, αντιθέτως μάλιστα, απ την άλλη, τουναντίον κλπ.

-Και πήγες σπίτι της;
-Κάθε άλλο, εκείνη ήρθε στο δικό μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανατριχιάζω από συγκίνηση, πυρετό, κρύο, φτάρνισμα κλπ και ωσεκτουτού το δέρμα μου γίνεται σαν της μαδημένης κότας...

Προφ από το γαλλικό chaire de poule. Αντίστοιχη αγγλική έκφραση goose bumps (εδώ παίζει η χήνα).

Έκφραση όχι πολύ συνηθισμένη ούτε ιδιαίτερα εύχρηστη (πχ στον αόριστο είνα αηδία, «κοτοπούλιασα» -άσε που παραπέμπει στην Κοτοπούλη και πάει αλλού το πράμα).

Επίσης μπορεί να σημαίνει μαραζουλιάζω, κατσιάζω κλπ.

... όταν πήγα να πάρω το αυτοκίνητο, μύριζε αυτή την υγρασία και με έκανε να κοτοπουλιάζω. (από μπλογκ)

(από ironick, 12/11/10)Μαρίκα Κοτοπούλη (από allivegp, 12/11/10)

βλ. και κατσομαλλιάζω (-ομαι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καραμπινάτος, γαμιστερός, αδιαμφισβήτητος, απόλυτος, που βγάζει μάτι.

Επίρρημα: εμφανώς, αδιαμφισβήτητα, γαμώ.

Επίσης, παραλλαγή (προς το υπερθετικό) της έκφρασης κάνω μπαμ.

  1. kai oso gia thn hliadh.... thn efage polu to penthos.. pio karampampam portokali kai pio konto de mporouse na valei... (από το νέτι)

  2. (5Χ2) Καραμπαμπάμ!
    (από σχόλιο Χότζα στο λήμμα μαλούπα)

  3. Πάντα απορούσα , με τί λεφτά αυτός ο GLOU είχε μπει στα αθλητικά, σε μεταγραφές, σε sponsor κτλ. Ήταν τόσο μπόλικα μάλιστα , που έκανε καραμπαμπαμ ότι η PUMA ήταν σε αφασία για το ότι συνέβαινε ...
    (από το νέτι)

Καραεπιτατικά: καραγκαγκάν, καραμπαμπάμ, καραμπαντάν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

The something else, δεν υπάρχει, ανύπαρκτος.

Σλανγκιά παλαιάς κοπής για το «καταπληκτικό». Νομίζω ότι είναι πια μπαμπαδισμός.

Λέγεται για οτιδήποτε και για οποιονδήποτε.

Καλά ε, είσαι το κάτι άλλο!

(στσ: όλη αυτή η φράση-έκφραση μυρίζει μούχλα)

Something Else by The Kinks, ένας δίσκος-σταθμός στην ιστορία του θρυλικού συγκροτήματος (από allivegp, 12/11/10)Απογυμνωνοντας το ρομνατικό περιτύλιγμα "εισαι το κάτι άλλο... ασύγκριτα μεγάλο, πολύ μεγάλο που έψαχνα να βρω" (από GATZMAN, 15/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Με την έκφραση καλούμε τον συνομιλητή μας να εγκαταλείψει εν τη γενέσει της κάθε απόπειρα και προσπάθεια παραπλάνησής μας, καθ όσον ήδη γνωρίζουμετην ανορθόδοξη μεθοδολογία που μετέρχεται.

Επίσης: ποιον πας να κοροϊδέψεις, σε ποιον τα πουλάς τώρα αυτά, αλλού αυτά, τράβα παραδώθε, τράβα παραπέρα, ίσα ρε, σεταμάς, κάτω τα χέρια, άσ' τα σάπια, το βιβλίο που διάβασες, εγώ το 'γραψα

- Ασ' τα τζούφια, που θα κάτσω δεύτερο σαββατοκύριακο μέσα, επειδή το κολλητάρισου σε βόλεψε με Ουκρανάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσταγή, εντολή, απειλή, προειδοποίηση που σημαίνει παρέμεινε φρόνιμα, ήρεμα, πειθήνια, κάτσε καλά, στάσου προσοχή, μη μου κουνιέσαι κλπ.

Εκφέρεται και σκέτο, όμως συνοδεύεται συνήθως με κλεφταρματολίτικες και Γκουζκγουνικές υποσχέσεις ή αριστοφανικά κοσμητικά επίθετα.

Από την πιο κυριολεκτική χρήση: ευθυγραμμίσου ίσια, ίσα, στοιχίσου. Σε πιο traditionale χρήση εκφράζει σύγκριση.

Διπλό, «ίσα-ίσα», σημαίνει σχεδόν, πολύ κοντά, αλλά και εξ αντιθέτου, αντιθέτως, αντίθετα. Όρα και τσίμα-τσίμα, κάθε άλλο.

  1. Σκέτο:
    - Ίσα.
  1. Απειλή κλπ: - Ίσα μη σου γαμήσω.
    - Ίσα και σας έφαγα
    - Ίσα και σε καθάρισα.
    - Ίσα μωρή χαμούρα...
  1. Σύγκριση:
    - Μια κοπελάρα, ίσα μ' εκεί πάνω.

  2. Κοντά, σχεδόν:
    - Ίσα ίσα προλάβαμε το πλοίο που έφευγε.
    - Η σφαίρα πέρασε ίσα-ίσα, δίπλα απ το κεφάλι του.
    - Ίσα βάρκα, ίσα νερά.

  3. Αντιθετικά:
    - Όχι μόνον καθυστέρησε αλλά ίσα-ίσα, μας τα 'ψαλε κιόλας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καταπληκτικό, μεγαλειώδες, απίστευτο, ανυπέρβλητο, μνημειώδες, φοβερό κλπ.

Συνώνυμα: δεν υπάρχει, πού να σ'τα λέω, κλπ

- Πώς περάσατε στο Παρίσι;
- Α, στο Παρίσι; Άσε, μόνο ένα θα σου πω! Δε σου λέω τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην αργκό των μοτοσυκλετιστών, η βεβιασμένη και ενίοτε επικίνδυνη έξοδος από το δρόμο σε ανοιχτές στροφές. Υπονοεί ότι το θύμα της περίστασης έχει σταματήσει στο χωράφι έξω από το δρόμο, το οποίο θέλει να αγοράσει ή έχει αγοράσει ήδη.

Παίρνω φέτα στροφή, μου πετάγεται ένα τρακτέρ μπροστά και αγοράζω ένα χωράφι άλλο πράμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην αργκό των μοτοσυκλετιστών (σε γ' πρόσωπο πάντα), αυτό που συμβαίνει όταν οι στροφές του κινητήρα δεν είναι ικανές να στηρίξουν την ανάλογη ταχύτητα και επέρχεται επιβράδυνση του οχήματος.

- Γιατί ρε μαλάκα έμεινες πίσω στη στροφή;
- Άσε, μου κρέμασε η τρίτη και μέχρι να κατεβάσω δευτέρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified