Further tags

Κυριολέκτικλυ, ο πόνος του πέοντα. Προκαλείται (στην καλύτερη περίπτωση) από ξεψώλιασμα ή (στην χειρότερη) από σκουλαμέντο.

Μεταφόρικλυ, η ακαταμάχητη επιθυμία να πηδήσουμε κάποιο αντικείμενο πόθου, όταν δηλαδή της ψωλής μας ο χαβάς μας άγει και μας φέρει. Εναλλακτικά, οποιαδήποτε ακατάσχετη εμμονή.

Βλ. επίσης: κωλοκαούρα.

- Πρέπει να με δει γιατρός, έχω πεθάνει στις ψωλοκαούρες.
- Caveat fututor! Αυτά πεθαίνεις όταν ιππεύεις την Καυλάουρα ασκεπής...

- Έχω τρελή ψωλοκαούρα για το Λίλιαν.
- Σέρνει καράβι, το αμαρτωλό, σέρνει καράβι...

- Έχω ψωλοκαούρα για το iPhone 4...
- Μήπως είστε γκέϊ;

Ο πόνος για τον πέοντα εκφρασμένος τώρα και σε μπαλάντα. Στην μπαλάντα της πούτσας (από GATZMAN, 03/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με έπιασε έντονη και ξαφνική ανάγκη για αφόδευση, χωρίς απαραίτητα να πρόκειται για διάρροια. Η βαλβίδα βέβαια είναι ο πρωκτός.

Συνήθως το χτύπημα βαλβίδας λαμβάνει χώρα μετά από καφέ και τσιγάρο, ειδικά το πρωί. Δεν είναι επιβεβαιωμένο αν υπάρχει σύνδεση με το χτύπημα βαλβίδας στις τετράχρονες μηχανές.

Άσε φίλε το πρωί μου χτύπησε βαλβίδα πολύ άσχημα με τον καφέ και να είναι η δικιά μου μέσα στην τουαλέτα και να κάνει μπάνιο. Κόντεψα να τα σερβίρω στο χαλί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πήδος, εξελληνισμός του αγγλικού fuck και λογοπαίγνιο (άσχετο) με το φυτό Φίκος.

Η λέξη «πήδος» είναι πολύ φανταχτερή, επική θα λέγαμε, περιγράφει δηλαδή μια πράξη που μας άφησε πολύ ικανοποιημένους -ως προς το εγώ μας τουλάχιστον, ενώ ο φίκος δεν έχει τόση δύναμη σαν όρος, το λέμε χαριτολογώντας ή υποτιμητικά.

Λέγεται και φίκουλας.

Τι λέει ρε μεγάλε το πάρτυ, ποιους έχεις καλέσει; Θα πέσει κανας φίκος ή θα ξενερώσουμε πάλι;

ο μπίκος του φίκου (από ironick, 02/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γατοκαβγάς που, αν και προσομοιάζει με το βαράτε, δηλαδή δεν πέφτουν κλωτσομπουνίδια, θεαματικές κλωτσιές με περιστροφή στον αέρα, τεχνικά άρτια ντιρέκτ, κροσέ και άπερκατ, τεχνικές του κικ μπόξινκ, κουνκ φου κλπ, πάντοτε προσελκύει το ενδιαφέρον και την προσοχή, ιδιαίτερα του ανδρικού πληθυσμού.

Θεωρείται τρε καυλωτίκ, τόσο μάλιστα που πολλοί δεν μπορούν να επιλέξουν μεταξύ αυτού και του λεσβιακού σεχ (βλ. 1ο μήδι).

Το αρχαϊκό μαλλί με μαλλί τείνει να εξαφανιστεί και την θέση του παίρνει το εξτένσιον με εξτένσιον:

1ον γιατί οι γκόμενες με εξτένσιον είναι πιο επιρρεπείς στους μεταξύ τους τσαμπουκάδες*
2ον γιατί είναι πιο εντυπωσιακό και αξιομνημόνευτο όταν αποχωρούν η μία με τα μαλλιά της άλλης στο χέρι, και 3ον η αφαίρεση της πρώτης τούφας σηματοδοτεί την λήξη του καβγά και την επέμβαση των τολμηρότερων (αφού θα τις φάνε τις ψιλές τους) θεατών, δηλαδή κάτι σαν το κουδούνι στο ρινγκ.

**ρατσιστικό και κλισεδιάρικο, υπό την έννοια ότι οι γκόμενες που (παρα)προσέχουν την εμφάνισή τους είναι ικανές για μαδομούνι όταν η μία κοιτάξει τον γκόμενο της άλλης*

Μαλλί με μαλλί πιάστηκαν Φουρέιρα – Χατζηγιάννη από εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τραυματίζω ή καταπονώ τον πέοντά μου σαν συνέπεια φορτικού και παρατεταμένου ξεκωλώματος συνανθρώπων μου.

Ο ξεψωλιασμένος αποκαλείται και ξεψωλιάρης, το δε αντικείμενο του ακουμπίσματός του ξεψώλι ή ξέκωλο. Εννοείται ότι κάθε ξέψωλο πού σέβεται τον εαυτό του θα ξεψωλιάσει δοθείσης της ευκαιρίας με ζήλο τον σύντροφό του.

Ο όρος μάλλον μας βρήκε εκ του αρχαίου ἀποψωλέω που όμως είχε διαφορετική έννοια, ήτοι: «επιδεικνύω το πουτσοκέφαλό μου όπου σταθώ κι όπου βρεθώ» (λατινιστί, praeputium retrahere alicui). Μεταφορικά δε, ἀπεψωλημένος απεκαλείτο πας έκφυλος ανήρ.

Εκ του αρχαίου ψωλὸς (ο έχων αποκαλυμμένη την βάλανο του μπαργαλάτσου).

εἷς μὲν λόγος μοι δεῦρ᾽ ἀεὶ περαίνεται (Έ το μισό του λόγου μου ετέλειωσ' εδώ πέρα)
Αθη ἐγὼ δ᾽ ἀπόλλυμαί γ᾽ ἀπεψωλημένος (Κ' εγώ εξεψωλιάστικα, κακή ψυχρή μου μέρα!)
(Λυσιστράτη, εδώ)

- Ξεκωλόμουνο ξεψωλόμουνο ξεψώλι εξεψώλιασε ευέξαπτoν ξεψωλιάρη...
(Πείτε το 5 φορές, γρήγορα.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γίνομαι χαζός.

Έχει διαφορετική χρήση από το χαζεύω, καθώς το χάζεμα έχει στιγμιαία επιρροή στο άτομο, ενώ το χάζωμα διάρκεια, δηλαδή κάποιος που χαζώνει δεν είναι σίγουρο ότι θα επανέλθει σε φυσιολογική κατάσταση.
Άλλο το «χαζεύω τις βιτρίνες» και άλλο το «χαζώνω με τις ειδήσεις».

  1. - Πάμε για κανένα ποτό το βράδυ;
    - Μπα, θα χαζώσω στην τηλεόραση και μετά θα πέσω για ύπνο.

  2. - Τι κάνει ο Γιώργος;
    - Από τότε που έμπλεξε με την Γιώτα έχει χαζώσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έγινε μεγάλος χαλασμός, δεν είναι απλώς ότι ο θεός τα πήρε στην κράνα με τα ανθρωπάκια, είναι ότι τα έβαλε με τον εαυτό του ή με κάποιον ισόπαλο, άρα το πράμα αποκτά άλλες διαστάσεις, τ. τιτανομαχία ένα πράμα.

- Έβρεξε πολύ σε σας;
- Εξήντα χρόνια που ζω δεν έχω δει τέτοιο πράμα. Είχε θύελλα, η βροχή ερχόταν από παντού και μετά... απαπα, πλάκωσε ο θεός με τον θεό και δεν έβλεπες στο μισό μέτρο, πλημμύρισαν τα πάντα...

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτοπροδίδομαι με μια κίνηση, λέξη, βλέμμα ή πράξη που μου ξέφυγε από τον έλεγχο, με αποτέλεσμα να καταλάβουν όλοι την ενοχή μου.

  1. - ...και τον κλώτσησα ελαφρά κάτω από το τραπέζι για να μη μιλήσει και πετάχτηκε σα να του μπήκε κατσαρίδα στο μπατζάκι... και όχι μόνο αυτό, αλλά λέει και μπροστά σε όλους: «γιατί με κλωτσάς ρε Νίνα!»... Τι τούβλο!

- Ααααα, χρυσό μου, σου έχω πει ή δεν σου έχω πει χίλιες φορές: μην, λες, ποτέ, κάτι, συνθηματικό, σε άντρα, μπροστά, σε κόσμο! Δεν ξέρουν να κρύβονται και καρφώνονται με τη μία... Ε δεν με ακούς!

  1. Μην καρφώνεσαι ρε μαλάκα, κουλ, κανείς δεν ξέρει ότι έχεις τζι πάνω σου, περπάτα χαλαρά και μην γουρλώνεις τα μάτια...

αυτο κι αν ειναι καρφωμα- το γνησιο το ιμιτασιον του Τζιζα. (από perkins, 03/10/10)

Δες και καρφώνω. Συνώνυμο: είμαι χου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά τον νονό του λήμματος Γκατς, είναι ο πολύ πολύ ματιασμένος.

Προφ από την πάγια τακτική των μαγισσών και χαρτοριχτρών και λοιπών ξεματιαστριών που κάνουν βουντού: καρφώνουν με καρφίτσα διάφορα σημεία του σώματος ή του προσώπου (πχ μάτια, μπρρρρρρρ) μιας πάνινης κούκλας που συμβολίζει το προς κατάρα άτομο και μετά ασκούν τα μάγια τους. Κάθε καρφωμένο σημείο του σώματος είναι δεδομένο ότι θα ματιαστεί και κάτι θα πάθει... Ε πιο ματιασμένος από αυτό δε μπάει.

Σημ.: για τους ορισμούς του καρφώνω που αναφέρονται στο σλανγκρ δεν πολυχρησιμοποιείται η μετοχή καρφωμένος.

- Ρε πστ τι έχεις πάθει; Ματιασμένος είσαι;
- Καρφωμένος δε λες καλύτερα; Ποιος ξέρει τι θα έκανε η Σούλα σήμερα που πήγε να της πούνε τον καφέ...

Got a better definition? Add it!

Published

Η φράση αυτή ξεφεύγει από τα αθλητικά. Όπως ήδη ειπώθηκε, την αναφέρει ο ένας ομιλητής στον άλλο για να δείξει ότι το μείζον είναι το ότι είσαι ΠΑΟΚ και ότι δεν θα πρέπει να ασχολείσαι με τον εκάστοτε προβληματισμό σου, ήτοι το έλαττον - ακόμα και αν αυτός είναι ότι απολυθηκες και έχεις πέντε στόματα να θρέψεις. ΠΑΟΚ είσαι και αυτό αρκεί - δηλαδή, περηφάνια, τιμή, καμάρι κλπ.

Ο προσεκτικός αναγνώστης ίσως παρατηρήσει ότι εμπεριέχεται μια δόση κλάιν στην όλη μανούρα. Σωστόστ εν μέρει, διότι αφού είσαι ΠΑΟΚ, θα πρέπει να χαλαρώσεις, να πιεις την φράπα σου και βλέπουμε απο τον άλλο μήνα τί θα κάνουμε με το πρόβλημά σου.

Η ουσιώδης διάφορα όμως, είναι ότι αφού είσαι ΠΑΟΚ, πονάνε τα μυαλά σου, είσαι οργανωμένος, αφήνεις τα λαρύγγια σου στο πέταλο κ.ο.κ., άρα είσαι φουλ δραστήριος και ενεργοποιημένος, συμπεριφορά που σαφώς αντιδιαστέλλεται από τη φιλοσοφία του κλάιν, η οποία θέλει πολύωρο ύπνο και όσο το δυνατόν λιγότερους χτύπους καρδιάς την ημέρα.

ΠΡΟΣΟΧΗ: η φράση χρησιμοποιείται επιτυχώς μόνο σαν σχολιασμός - απάντηση στη συμφορά του συνομιλητή μας και ΠΑΝΤΑ με αυτή την σειρά των λέξεων, ΠΟΤΕ δεν λέμε δηλαδή: είσαι ΠΑΟΚ. Χάθηκε όλη η ουσία της φράσης...

- Φίλε, είμαι χάλια. Με παράτησε το μωρό για έναν άλλο μπουρτζόβλαχο και κοντεύω να τρελαθώ. Τί θα κάνω;;
- ΠΑΟΚ είσαι, δεν σε πιάνει τίποτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified