Further tags

Η φράση αυτή χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις που οι προσπάθειες για την επίτευξη ενός στόχου βαίνουν συνεχώς άκαρπες, ασχέτως του γεγονότος ότι η επιτυχία μοιάζει πάντα να βρίσκεται χιλιοστά μακριά (έτσι, για να στη σπάσει). Είναι κάτι τέτοιες στιγμές που μπορεί να αναρωτηθεί κανείς αν «η ζωή αντιγράφει το ποδόσφαιρο ή το ποδόσφαιρο τη ζωή».

  1. - Τι έγινε ρε Κωστάκη, καιρό έχω να σε δω. Πώς πάει; Γαμείς καθόλου;
    - Τζίφος αδερφέ. Όλο γνωρίζω γκομενάκια κι όλο κάτι γίνεται και λίγο πριν πέσει ο πήδουλος την κάνουν με ελαφρά.
    - Α, γι' αυτό έχεις και αυτή την πηχτή μαλακία στο μάτι, ε;
    - Άσε ρε κολλητέ σου λέω. Μεγάλη γκαντεμιά. Έχω σπάσει τα δοκάρια...

  2. - Ρε Γιάννη, πήγαινε κι εκεί που σου λέω να ρωτήσεις για δουλειά. Μπορεί να βγει κάτι.
    - Δεν πάω πουθενά. Κουράστηκα να ψάχνω, να μου λένε και καλά πως πληρώ τις προϋποθέσεις και στο τέλος να τρώω άκυρα.
    - Έλα ρε συ, μην σε παίρνει από κάτω.
    - Μην με παίρνει από κάτω; Έξι άκυρα αυτό τον μήνα. Έχω σπάσει τα δοκάρια πια...

Αν είσαι ΤΟΣΟ καλός, μπορεί να σπας τα δοκάρια και για παιχνίδι... Ροναλντίνιο, διαφήμιση της Nike. (από patsis, 01/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρίτο μέρος της τριλογίας βάζω / τοποθετώ / μπαίνω. Προφανώς σημαίνει «συνουσιάζομαι».

Με δεδομένη τη (σωστή) θεωρία του Φρόυντ ότι όλα σ' αυτήν τη ζωή γίνονται για το σεξ, καταλαβαίνει κανείς γιατί η τριλογία αυτή αποτελεί ταυτόχρονα και την Αγία Τριάδα του καθημερινού σλανγκίζειν.

  1. — Πήγες ταμείο χτες με τη Μαρία;
    — Φίλε, πρέπει να στήσουν ανδριάντα στο πουλί μου. Στην αρχή μπήκα μαλακά, αλλά μετά έβαλα αργά και δυνατά.

  2. — Καλά ρε, γιατί μιλάς σ' αυτήν την κωλόχοντρη;
    — Μάγκα, σημασία έχει να μπεις. Άλλωστε, σβησθείσης της λυχνίος πάσα γυνή ομοία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεολογισμός που σχηματίζεται από την αγγλική λέξη straight (εξελλην. στρέιτ) -> άμεσος, ευθύς, κατευθείαν, συν την κατάληξη -άδικος, και που χρησιμοποιείται για να δηλώσει τα εξής:

  1. (Μουσ.) Ρυθμός, ή σύνθεση, ή τρόπος παιξίματος μουσικού κομματιού (ασχέτως οργάνου) που χαρακτηρίζεται από ευθύτητα και αμεσότητα κατά τη σύλληψη και την εκτέλεση, που δεν εμπεριέχει περίτεχνα ή περίεργα γυρίσματα ή σπασίματα αλλά εξελίσσεται ευθύγραμμα και χαρακτηριστικά του μουσικού ιδιώματος στο οποίο ανήκει.

Ως στρεϊτάδικος δε χαρακτηρίζεται και ο ήχος μουσικού οργάνου που δεν περιλαμβάνει επεξεργασία, αλλά που είναι άμεσος και για μία ακόμη φορά χαρακτηριστικός του εκάστοτε μουσικού ιδιώματος (βλ. και καρφί).

  1. Ως στρεϊτάδικο αποκαλείται και ο χώρος ή το μέρος στο οποίο συχνάζουν άτομα ετεροφυλοφιλικών σεξουαλικών προτιμήσεων (βλ. στρέιτ).

  2. Ως στρεϊτάδες αποκαλούνται τόσο οι ετεροφυλόφιλοι σεξουαλικά άντρες (δεν συνηθίζεται ο χαρακτηρισμός στις ετεροφυλόφιλες γυναίκες), αλλά ακόμη περισσότερο οι θιασώτες της ιδεολογίας straight-edge ή στρέιτ-ετζ, στρέιτετζ.

(Όσον αφορά το μουσικό σκέλος του ορισμού, η διαδικτυακή έρευνα δυστυχώς δεν είχε αποτελέσματα. Οποιοσδήποτε γνωρίζει και μπορεί να συνεισφέρει για την τεκμηρίωση, ας τ' αναφέρει στα σχόλια. Πάντως, ο συντάκτης του παρόντος ακούει και χρησιμοποιεί το λήμμα με τον συγκεκριμένο ορισμό εδώ και χρόνια).

  1. «Έχεις λαλήσει εντελώς», τον ρώτησε ο Mike. «Πήγες να ψωνιστείς και να παίξεις σε redneck στρεϊτάδικο; Και στο δρόμο, οδηγώντας; Θα σε σκοτώσουν ή θα σε μαντρώσουν». (Εδώ)

  2. Μπαίνω σε σεσημασμένο στρειτάδικο. Ο Μάκης επιμένει ότι πέρυσι είδε «και κάτι τρελές» και ότι «δεν χρειάζεται να κάνεις παρέλαση. Είμαι αντίθετος με τον όρο γκέι, πιστεύω σ’ αυτά που προστάζει η φύση». Μα κι αυτό, προσταγή της φύσης δεν είναι; τον ρωτάω. Επιμένει. Ο Θάνος εργάζεται σε στρατιωτική υπηρεσία: «Δεν πιστεύω γενικά στις διαδηλώσεις. Πιο αποτελεσματικό θα ήταν ένα ψήφισμα». Πώς φαίνεται το επάγγελμα! (Εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πληρώνω για κάτι - συνήθως αδρά - ενίοτε και χωρίς τη θέλησή μου.

(Σε καφετέρια-φαρμακείο της Κηφισιάς)

- ΟΚ παίδες, έφτασε ο λογαριασμός. Ξηλωθείτε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκαλπ στα αγγλικάνικα είναι το τριχωτό μέρος της κεφαλής. Οι Αμερικανοί Ινδιάνοι έκοβαν το σκαλπ ή μέρος αυτού από τα «χλωμά πρόσωπα», σαν λάφυρο πολέμου ή μάχης, εξ ου και το σκάλπινγκ.

Σήμερα χρησιμοποιούμε τη λέξη σκαλπ κυρίως με δύο έννοιες.

  1. Η έκφραση μου φεύγει το σκαλπ λέγεται για να εκφράσει μια τεράστια έκπληξη ικανή να σου πάρει τα μυαλά.

Αντίστοιχα: μου φεύγει το τσερβέλο, κουφάθηκα, unpisteftable, unpisteutable.

  1. Επίσης, μπορεί να ειπωθεί και θα σου πάρω το σκαλπ, εννοώντας θα έχει καταστροφικές συνέπειες για σένα η πράξη σου, θα σε τιμωρήσω.

Αντίστοιχα: θα σου γαμήσω ό,τι έχεις και δεν έχεις, θα σου σπάσω το κεφάλι, θα σε κάνω σουμπούτεο, θα σου πάρω την παρθενιά.

  1. — Τι είπε τώρα το άτομο ρε; 0–100 σε 4,5 δευτερόλεπτα με το σιμπιζάκι; Θα μας τρελάνει;
    — Ναι ρε και εγώ μόλις το άκουσα μου έφυγε το σκαλπ. Δεν πάει καλά ο άνθρωπος...

  2. (Σε τάξη λυκείου)
    — Λοιπόν μαλάκες, όποιος με ξαναπειράξει θα του πάρω το σκαλπ στεγνά, δεν κάνω πλάκα.
    Θα μας κλάσεις μια μάντρα αρχίδια...

(από notheitis, 29/05/10)(από notheitis, 29/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνει πολύ κρύο, δηλαδή πουτσόκρυο.

Ρε συ τρέμεις! Κάνει κρύο έξω;
— Άσ' τα, χτύπησε ο κώλος μου παλαμάκια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όλα μέσα. Έκφραση χρησιμοποιούμενη για γυναίκα ανοιχτή, ή άνδρα ομοίως όπενχολ, έως χωνί, από κατόψεως διαμέτρου εμπροσθίου και οπισθίας οπής.

Υπονοεί την ευρύχωρη γυναίκα, ή άνδρα δυνάμενη-ο να ικανοποιήσει-φιλοξενήσει άνω του ενός μουσαφιραίων, μετά των αβγουλακίων τους, ήτοι ορχεόσακκων, μετά της φυσικής μάλλινης επενδύσεώς των.

- Ιωσήφ, κρύο κάνει, πάμε να κάνουμε μια ερωτική συνεύρεση με τον Φίφη, που είναι σε οίστρο;
- Άσε μωρή, μη σπάσουμε κανά γεννητικό μόριο… Πάμε στον Τασούλη που είναι all-in και θα βάλουμε και τα μπαλάκια μέσα να ζεσταθούμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνηθίζεται σε οίκους ανοχής, όπου ο εορτάζων από τους επισκέπτες μπουρδελοτσαρκαριστές, ή περατζαδαριστές, είθισται να κερνάει τις ερωτικές υπηρεσίες της κοπέλας που θέλει ο καθείς, από τα φιλαράκια του.

Η εορταστική αυτή λοιπόν προσφορά λέγεται κερατζάδα.

- Πω-πω κοσμοσυρροή έξω από το πορτέλο της Λόλας, έπιασε φωτιά και κινδυνεύει η Λόλα, του Αη Μιχαλιού ανήμερα;
- Όχι μωρέ, γιορτάζει ο Μιχαλάκης σήμερα κι έφερε τους κολλητούς του κερατζάδα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για έκφραση η οποία ανήκει εις την γλωσσική οικογένεια των καλιαρντών και η οποία ακολουθεί τη γενικότερη γλωσσοπλαστική κατεύθυνση του εν λόγω λεξιλογίου. Κατ' ουσία η έκφραση αυτή αποτελεί κατάρα που συνήθως αποδίδεται σε νεαρές κορασίδες, αλλά και σε άτομα του ετέρου φύλου σημαίνοντας την αδυναμία κατάκτησης κάποιου στόχου, την αδυναμία ευρέσεως κάποιου ποθητού αντικειμένου.

Πέραν της μεταφορικής χρήσεως της, η έκφραση χρησιμοποιείται και κυριολεκτικά σε περίπτωση που κάποια ψωνισμένη (προφανώς, αλλιώς δεν εξηγείται) γκόμενα μας δώσει πασαπόρτι και εμείς με επιδεικτικό τρόπο τις μεταφέρουμε τις ευχές μας με αυτόν τον ευχάριστο γλωσσικό τρόπο.

Ενίοτε συνοδεύεται από κάποιον επιθετικό προσδιορισμό αρνητικής σημασίας, το οποίο δίνει μεγαλύτερη ένταση στη κατάρα.

  1. -Έλα ρε ψηλέ κάνε μου τη χάρη και φτιάξε το pc. -Ρε δικέ μου σου λέω δεν έχω χρόνο ούτε να ρελιάρω. -Που να ζητάς ψωλή και να μη βρίσκεις ούτε δάχτυλο μαλάκα ψηλέ!

  2. -Ρε μωρό γιατί μου ζητάς να χωρίσουμε, μόλις που γνωριστήκαμε, δε με ξέρεις καθόλου για να μου λες ότι δε σου αξίζω. -Είπα Τ Ε Λ Ε Ι Ω Σ Α Μ Ε! -Που να ζητάς ψωλή και να μη βρίσκεις ούτε δάχτυλο παλιομαλάκω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται στα ένδοξα Ελληνικά χαρτονομίσματα με τον Παπανικολάου, Κολοκοτρώνη, Ζεύ (κι αυτός έχει μούτρο, ναι), Καποδίστρια και άλλους μακαρίτες που έπεσαν στη μάχη με την πολυάριθμη φυλή των Γιούρων μετά από το μιλένιουμ ναούμ'.

Στις ημέρες της ακμής τους οι Ελληνικοί αυτοί ήρωες επαστώνοντο υπό των κατόχων των, τοποθετούμενοι μούτρο με μούτρο (παρεάκι), έτσι για να μην πλήττουν από την μακροχρόνια ρέκλα, μέσα σε χρηματοκιβώτια, συρτάρια και άλλα μπάξα γενικώς, επίσης δε και κάτωθεν στρωμάτων!

  1. - Πς, να και ο Αλιπασ(τ)άς!
    - Γιατί έτσι;
    - Γιατί τα κάνει αλίπαστα. Μούτρο με μούτρο τα σενιάρει ο καβούρ(γ)ιας!

  2. - Μάνα, δόμου κάνα λεφτό, έλα ρε μάνα!
    - Χα χα, άντε σήκωσε το στρώμα και πάρε που τά 'βαλα μούτρο με μούτρο!

Πολλα γκαφρά (από perkins, 25/05/10)(από perkins, 29/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified