Further tags

Σύνθετη λέξη απο τις λέξεις κάγκελο και LOL .
Η σημασία καθώς και η χρήση της είναι προφανής, χρησιμοποιείται όταν μένουμε κάγκελο, αλλά η κατάσταση είναι ταυτόχρονα αστεία.

- Ρε Γιώργο, τα 'μαθες; Το Μαράκι χώρισε τον Πάνο... Μετά από 4 χρόνια του είπε ότι είναι λεσβία!!!
- ΚαγκεLOL!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η συμπαθέστατη και δυστυχώς υπό εξαφάνιση μεσογειακή φώκια Monachus Monachus έδωσε το όνομά της σε έναν χαριτωμενίστικο τρόπο να πεις ότι κάποιος είναι μόνος του και χωρίς ερωτικό ταίρι, ήτοι μπουκάλα, μπακούρι, μοναχικός καβαλάρης κ.τ.ό.
Η επανάληψη στο μονάχους μονάχους λαμβάνεται μάλιστα ως μεγεθυντικό.

Συνώνυμο: Κώστας Μοναχός.

Καλύτερα μονάχους μονάχους παρά να παίρνεις τα Λεξοτανίλ με τις κούτες για να αντέξεις τα καψώνια που σου κάνει το μωρουλίνι σου...

(από Khan, 16/04/10)(από Khan, 16/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Υπερβολικά υψηλή ταχύτητα.
Συνήθης όρος για τους απανταχού λάτρεις τις αυτοκίνησης και ειδικά των κοντράκηδων.

- Μαλακααααά... τον είδες πως πέρασε; Τάπα το πήγαινε το εργαλείο!

Βλ. και πηγαίνω τάπες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράγωγο της λέξεως «χάος». Κυρίως το συναντάμε στο α’ ενικό του αορίστου - χαώθηκα - και περιγράφει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται το μυαλό κάποιου όταν βρίσκεται σε πλήρη σύγχυση, όταν τα έχει παντελώς χαμένα.

Είναι σαν ένα βαριάς μορφής βλακ άουτ και δεν πρέπει να συγχέεται με πιο«λάιτ» εκφράσεις όπως: βάρεσα τιλτ, βάρεσα μπιέλα ή χτύπησα στρόφαλο.

Ενίοτε ως παρεμφερές του έμεινα μαλάκας ή του έμεινα κάγκελο.

(Από ό,τι φαίνεται παρακάτω, χρησιμοποιείται πολύ από ατονιστές)

  1. Οταν συνειδητοποιησα τι σημαινουν αυτα το νουμερα χαωθηκα. Μαζι με την Τουρκια εχουμε κατι λιγοτερο απο το ενα δεκατο της παγκοσμιας πελατειας οπλων. Κατι λιγοτερο απο το ενα δεκατο!! από εδώ

  2. Σκεφτομουν το Shimano Nexus 8, αλλα ειδα οτι βγαινει σε 200 διαφορετικες εκδοσεις και χαωθηκα. Απόεδώ

  3. Πλατιασα λιγο ειναι η αληθεια και ισως χαωθηκα. Παντως για να συνοψισω λιγο… από εδώ

  4. - Τι έγινε χθες με την Λίλιαν; Το έφαγες το γκομενάκι;
    - Άσε με μωρέ με την μισοπαρθένα...
    - Γιατί ρε, τι έγινε;
    - Ούτε που κατάλαβα ρε. Δεν πρόλαβα να της πιάσω το μπούτι καλά καλά και με άρχισε κάτι γιαλομιές
    - Ε και μετά;
    - Τι μετά ρε μαλάκα; Αφού με χάωσε τελείως σε λέω, καθόμουν και την κοίταγα σαν το χαϊβάνι μπας και σταματήσει ή μπας και καταλάβω τουλάστιχον τι λέει, αλλά αρκίδια!

(από euripidisk, 17/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε κάποιο Αρβανιτοχώρι ο πατέρας έπαιζε χαρτιά στο καφενείο όταν απ' έξω περνούσε ο γιος του, ο πατέρας αμέσως προστάζει τον γιό του να τρέξει σπίτι για να μάθει τι έχει μαγειρέψει η μάνα του για μεσημεριανό. Όταν έφτασε σπίτι και ρώτησε την μάνα του, αυτή τού απήντησε: «θιέρε» (που σημαίνει φακές στα αρβανίτικα). Ο νεαρός τρέχει πίσω στο καφενείο και από την είσοδο αναγγέλει δυνατά στον πατέρα του αυτό που νόμιζε ή θυμόταν ότι είχε ακούσει: «χέρδε μπαμπά, χέρδε» («χέρδε» στα αρβανίτικα είναι οι όρχεις).

Χρησιμοποιείται σαν παραλλαγή τού «άνθρακες ο θησαυρός».

- Τι έγινε ρε μεγάλε, την πήρες την δουλειά που τόσο περίμενες;
- Αρχίδια πατέρα!

(από Μαστουρωμένος Αρχιμανδρίτης, 16/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που υποδηλώνει την ζημιά που υφίστανται τα ηχεία υψηλών συχνοτήτων (πρίμα) όταν αναπαράγουν ήχους σε υπερβολικά μεγάλη ένταση.

- Χθες είχανε έρθει κάτι φίλοι από το χωριό και ακούγαμε στο αμάξι κάτι πανηγυριώτικα. Βιολιά, τσαμπούνες.... άστα χάσιμο, μερακλώνω σε κάποια φάση τσιτώνω το AIWA και καψάλισα τα tweeter.
- Ωχ πάνε τα καινούρια ηχεία. άκλαφτα δηλαδή....
- Χαλάλι !!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ των αρχικών της έκφρασης girlfriend experience (gfe), αναφέρεται στην επί χρήμασι ερωτική συνεύρεση η οποία συμβαίνει με τέτοιο τρόπο, ώστε ο άντρας να νιώσει ότι συνευρίσκεται με την κοπέλα του δηλαδή π.χ με χαλαρό διάλογο πριν ή μετά την ερωτική πράξη, περιορισμό επιτηδευμένων κινήσεων κ.λπ.

- Πήγα χθες το βράδυ στην Ολίνα και ήταν πολύ χαλαρή η φάση, πιάσαμε κουβέντα για το που πήγαμε στις γιορτές, μου έδειξε τα καινούργια της παπούτσια και μετά ήταν πολύ εκδηλωτική, έδειχνε να το ευχαριστιέται πιο πολύ από μένα....
- Πολύ γκουφουέ φάση, γουστάρω!!

q (από MXΣ, 25/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα ερωτικά κατορθώματα άρρενος ή θήλεος, οι ερωτικής φύσης ατασθαλίες, συχνά με κάποια νότα παρανομίας (ερωτικής πάντοτε).

- Είδα τον Δημήτρη πρωκτές. Καμμένος εντελώς, δεν μπορούσε να πάρει τα πόδια του.
- Αφού κάνει όλο ζημιές, πού χρόνος για φαΐ, πού χρόνος για ύπνο;

Χαρά Βέρρα (από vikar, 05/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έντονο και οξύ τρίψιμο του τριχωτού της κεφαλής με τους κόμπους (αρθρώσεις) των δακτύλων κατά την διάρκεια κεφαλο-κλειδώματος ή φατούρου.

Συνήθης πράξη «ήπιας» βίας μεταξύ αγοριών στο δημοτικό ή στις πρώτες τάξεις του γυμνασίου.

Από το τρίψιμο του σαπουνιού για να φύγουν οι βρώμες.

  1. Του τράβηξα ένα κεφαλοκλείδωμα και του ‘κανα κάτι σαπουνάκια που δεν του ‘μεινε τρίχα για τρίχα, του παπάρα.

  2. Έφαγε ένα φατούρο με σαπουνάκια που ήταν όλο δικό του. Ο κωλο-γλύφτης!

  3. - Να σου κάνω ένα σαπουνάκι;
    - Όχι ρε μαλάκα, όχι, άσε με…
    (του ορμάει)- Έλα τώρα…
    - Όχιιιιι… Αααααααααααααα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αδόκιμος όρος από τον χώρο του auto/moto: σπάω αυτοκίνητο, μηχάνημα κά.

Ευκαιρίας δοθείσης, φτάνω το αυτοκίνητο / μηχανή μου στα όρια του λυκόφωτος και πέρα από αυτά, τρέχω σε πίστες, κάνω επιδείξεις και μπαντιλίκια, κάνω κόντρες, τρέχω σε βουνά και λαγκάδια, ποτάμια και λάσπες, off road και δεν συμμαζεύεται. Περιμένω δε να μην το πάρω στο χέρι, αλλά πάντα κάποιο συνεργείο / ανταλακτικάς κάνει ανάσταση.

Συνήθως το μηχάνημα είναι καρα-βελτιωμένο και καγκουράτο όπως και ο αναβάτης του, αλλά παίζει και σε πιο λατέρνατιβ καταστάσεις ψαγμένων με την φύση και το extreme lifestyle.

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για άλλα αντικείμενα, λόγω υπερβολής στην χρήση τους όπως υπολογιστές, κονσόλες, ηλεκτρικές εγκαταστάσεις, δονητές, κλπ.

  1. Τους επίδοξους μαχητές των δρόμων, που αποφάσισαν να αφήσουν τις λεωφόρους και να πάνε στις πίστες να «σπάσουν» τα αυτοκίνητά τους με ασφάλεια, φαίνεται ότι εκμεταλλεύονται κάποιοι εδώ και χρόνια. από εδώ

  2. - Τζούλια*, αμάν βρε παιδί μου, τον έσπασες τον δονητή! Τί άλλο θα κάνεις μ' αυτόν βρε παιδί μου... Άσε να πάρει και άλλος σειρά!

*disclaimer: τυχαίο όνομα, randomly selected, από λίστα current Ελληνικών ονομάτων και χαϊδευτικών.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified