Further tags

Το χ μέρος έχει ωραίες γκόμενες ή κανα καλό παστάκι ή και γκόμενους, γενικά παίζει παιχνίδι και το έδαφος είναι πρόσφορο για γκομενιλίκι πάσης φύσεως. Ειδικά τώρα που ήρθε η άνοιξη κι ανθίζουν οι γαδάροι.

- Έλα να σε πάω σε μια νέα καφετέρια να ξεσαπίσεις ρε μαλάκα...
- Μπε..., βαριέμαι.
- Έλα που σου λέω, έχει και κάτι καλά εκεί.
- Βαριέμαι σου λέωωωωωωωωω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βαβούρα, το ντάπα-ντούπα (π.χ. σε κλαμπ).

Γουστάρεις νυχτερινό ντουβρουτζά κ' έτσ';

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του «έχω προβλήματα / ζόρια».

Μας έγινε γνωστό από το κλασικό πλέον βιντεάκι Adreas anergos.

- Τι έχεις μωρέ και βαρυγκομάς;
- Άσε ρε συ, τραβάω το κανάλι, η πεθερά μάς έχει γίνει στενός κορσές...

(από euripidisk, 11/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ εύκολη γκόμενα. Αυτή που δεν θέλει και πολύ ψήσιμο για να τη ρίξεις στο κρεββάτι.

- Τελικά πολύ ζόρικη αυτή η γκόμενα του Κώστα ρε, του έχει βγάλει το λάδι!
- Ποια, αυτή; Αυτή ρε γαμιέται για ένα πιάτο χόρτα! Άσχετα αν αυτός είναι τελείως μουρόχαβλος και δεν μπορεί να τη γαμήσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετά το πτυχίο ένας φοιτητής πάει για μεταπτυχιακό στην ξενιτιά και καμιά φορά μπορεί και να μείνει εκεί για βιοποριστικούς λόγους.

Στην slang χρησιμοποιείται από την σύζυγο, όταν λέει ότι οι γκομενοδουλειές του συζύγου της και καλά δεν την πειράζουν, μιας και γυρνά σε αυτήν πάλι πιο ανανεωμένος. Αυτά τα συζητά με τις φίλες της που την έχουν σακουλευτεί την βρομοδουλειά του συζύγου.

Το μέγα πρόβλημα για την σύζυγο είναι ότι ρισκάρει να «αλλάξει πτυχίο» ο σύζυγος.

- Άστον να πηγαίνει οπού θέλει να κάνει το μεταπτυχιακό του, το κάθαρμα, μια που γυρίζει χαρούμενος και ανανεωμένος πίσω...
- Καλά μωρή δεν φοβάσαι μην στον πάρει καμιά;
- Μπααα τον έχω δεμένο, του έχω κάνει μάγια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Του ήρθε ταμπλάς:
1. Του ήρθε εντελώς ξαφνικά.
2. Δεν το περίμενε ποτέ του.
Λέγεται και τού 'ρθε ταμπλάς ή νταμπλάς.

  1. -Τον φουκαρά! Tου κατάσχεσαν το σπίτι, τού 'ρθε ταμπλάς!

  2. -Είδα τον Ηλία με την καλύτερη φίλη μου να φιλιούνται! Μου ήρθε ταμπλάς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που τη λένε για αυτούς που δεν μπορούν να συνεννοηθούν λόγω εγωισμού ή μαλακοτριφτικότητας εγκεφάλου. Δεν μπορούν να κάνουν με άλλους παρά μόνο αν ακούγονται μόνο μα μόνο αυτοί. Έτσι διαλύουν τις παρέες τους ή τους συνεταιρισμούς στα επαγγελματικά ή τις οποιεσδήποτε σχέσεις τους, επειδή δεν μπορούν με άλλον. Αυτοί οι τύποι είναι κατά κανόνα μόνοι τους. Όταν λοιπόν βρεθούν δυο ή περισσότεροι τέτοιοι μαζί, πριν ακόμη μαλώσουν ή μετά, λέμε: «Τα γαϊδούρια κοπάδι δεν γίνονται».

Φράση συνηθισμένη στην κεντρική και ανατολική Μακεδονία.

  1. - Ο Χάρης με τον Μπάμπη άνοιξαν νετ καφέ.
    - Τα γαϊδούρια κοπάδι δεν γίνονται, γρήγορα θα το κλείσουν.

  2. - Καθόταν στο καφέ και οι τρεις χωριστά, ο καθένας από ένα τραπέζι. Είναι συνομήλικοι και πήγαν μαζί σχολείο και νομίζεις δεν γνωρίζονται.
    - Τα γαϊδούρια κοπάδι γίνονται ρε Γιάννη; Λες και δεν ξέρεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρογγυλοκάθομαι, δε λέω να φύγω και τους γράφω όλους στ' αρχίδια μου.

Μου κατσικώθηκε, που λες, η καριόλα και δεν ξεκόλλαγε για ένα μήνα. Τελικά την κυνήγησα άγρια.

Άμα και κατσικώθηκε στην καρέκλα, άντε να τον κουνήσεις. (από joe909, 03/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση απόλυτης σύγχυσης.

Συνώνυμα: μπέρδεμα, σύγχυση.

Έχω μπερδευτεί τελείως. Έπαθα κοκομπλόκο!

Βλέπε και μπακακάο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ανήξερος, ο «Γερμανός», ο «Κινέζος».

Παλιομοδίτικη μάγκικη και εν γένει μικρασιάτικη λέξη, από το τουρκικό bilmem (= δεν ξέρω).

Τι μου παριστάνεις τώρα, ρε Σπύρο; Τον μπιλμέμ μου παριστάνεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified