Further tags

  1. Η κατάσταση κατά την οποία τρέχεις πανικόβλητος και ενώ οι υποχρεώσεις βαράνε κόκκινο, το αφεντικό ή ο προϊστάμενος απαιτεί να κάνεις και επιπλέον δουλειές.

  2. Περιγραφή κατάστασης αναφερόμενη σε κάποιον που τα θέλει όλα δικά του.

  1. - Πώς πάει η δουλειά;
    - Πώς να πάει; Ο διευθυντής μας έχει βάλει τον πούτσο στο μουνί και το δάχτυλο στον κώλο!

  2. Αμάν πιά με την φαταουλίαση σου! Ζητάς και και τον πούτσο στο μουνί και το δάχτυλο στον κώλο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε χρηματικούς (κυρίως) ή χρονικούς (δευτερευόντως) περιορισμούς και δηλώνει ότι δεν με παίρνει κατά την αντίστοιχη έννοια. Δε φτάνει το μπαγιόκο ή ο χρόνος δηλαδή, και η φράσις πίπτει ακριβώς ούτως.

Το ρήμα βγαίνω όπως στη φράση «την βγάζω» (και την πιάνεις), «τον βγάζω τον μήνα», «τη βγάζει-δεν την βγάζει», και όχι όπως στα παίγνια.

  1. - Κέρασε και συ μια φορά ρε τσίπη.
    - Δε βγαίνω μάνα μου...
    - Ναι ρε καρμοίρη, σου κόψανε τα μπόνους κι έμεινες μόνο με πέντε μισθούς το μήνα.

  2. - Πάμε πουθενά;
    - Δε βγαίνω μάνα μου, σαράντα γραπτά να διορθώσω για χτες...

αχ ειναι λίγος ο μισθός (από Khan, 18/03/10)μας παίρνει; (από jesus, 25/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να δηλώσει το ευτυχές γεγονός, το οποίο διακόπτει μια παρατεταμένη αγαμία. Η χρήση του αφορά και άνδρες και γυναίκες, αλλά ειδικά για γυναίκες χρησιμοποιείται σε φράσεις που χαρακτηρίζουν κάποια ως ανέραστη γεροντοκόρη.

  1. - Μητσάρα, τι έγινε τελικά εχθές; Το πήρες το γκομενάκι;
    - Ναι ρε. Μετά το μπαρ πήγαμε σπίτι της.
    - Άντε ρε πούστη, είδες κι εσύ χαρά στα σκέλια σου μετά από 6 μήνες και βάλε.

  2. - Ρε συ, λες να έχει γκόμενο η θεία;
    - Καλά ρε είσαι σοβαρός; Αυτή έχει να δει χαρά στα σκέλια της από την εποχή του Περικλή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναφές με το με πάει γαμιώντας, αλλά με διαφορετική έννοια. Όχι απλά πάνε όλα στραβά (γαμιώντας), αλλά πάνε όλα πίσω. Από το κακό στο χειρότερο, αν μιλάμε για κλίμακα του τύπου «κακό, χειρότερο, σκατά, απόσκατα» κ.ο.κ.

- Πώς τα πάτε στη δουλειά;
- Γάματα. Με την όπισθεν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση προερχόμενη από τα χαρτοπαίγνια που έχει διπλή++ χρησιμότητα.

Στην συνηθισμένη και κοινώς παραδεχόμενη εκδοχή χρησιμοποιείται όταν τελειώσει μία παρτίδα και ξεκινάει η επόμενη (συνήθως προηγείται και ανακάτωμα των φύλλων).

Επίσης, λέγεται όταν υποψιαστούμε ότι στο τραπέζι υπάρχουν μπαμπέσηδες και ετοιμάζουν κομπίνα, γιατί αν δεν την σακουλευτείς και σ' αδικήσει ο κατής, σε ποιον θα πας να δικαστείς ;

Χρησιμοποιείται και από γκρινιάρηδες, που είτε έχουν τα βυζιά στην πλάτη, είτε κατούρησαν σε πηγάδι και συνεχώς τραβάν παπά από δώδεκα, μπας και τους γυρίσει το φύλλο.*

Στην τελική μπορεί να φταίει και η πουτάνα η τράπουλα!!! βρε αδερφέ.*

**(Σημείωση:οι δύο τελευταίες περιπτώσεις είναι πιθανές μόνο σε φιλικές παρτίδες, γιατί αν παίζουν γκαφρά ξεχάστε το).*

H σλανγκική εκδοχή είναι συνώνυμη με το σπάσ' τα και ξαναρίχ' τα .

Το λέμε όταν κάποιος είτε μας λέει μπαρμπούτσαλα, είτε μας τα 'χει κάνει μυθιστόρημα με ακατανόητες παπαρολογίες (έχοντας αγνοήσει τις συνεχόμενές μας εκκλήσεις να τα σπάσει σε κέρματα, να τα κάνει ρώγες ή πενηνταράκια) μπας και νιώσουμε επιτέλους τι στον εωσφόρο θέλει να μας πεί.

  1. Καλά για μαλάκες μας περνάς; για κόψε και ξαναμοίρασε γιατί συνέχεια με φλός βγαίνεις

  2. Κόψε και ξαναμοίρασε μπας και γυρίσει το φύλλο γιατί... γάματα...

  3. Και όπα! αυτό εντός της παρενθέσεως δεν το έπιασα ακριβώς; Για κόψε και ξαναμοίρασε... άκου κύριος ο Αναστασιάδης... (Από το oprenbar.blogspot.com/)

  4. Μα γίνεται εγκράτεια δίχως Σάκη στην τηλεόραση και χωρίς Θεοφάνους στα μπλόγκ; Χλωμό το βλέπω, Βάσω. Οπότε, κόψε και ξαναμοίρασε. (Από το topontiki.gr/articles/view/3582)

  5. Μια ώρα μιλάς και με έκανες το μυαλό μαρμελάδα. Χριστό δεν κατάλαβα. Κόψε και ξαναμοίρασε.

(από euripidisk, 17/03/10)(από euripidisk, 17/03/10)(από euripidisk, 17/03/10)(από euripidisk, 17/03/10)(από euripidisk, 17/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το «μας τα 'πρηξες» σε άλλη μορφή, πιό σοφιστικέ...

Το λέμε όταν μας τα πρήζουν κατά συρροήν και κατ' εξακολούθηση.

Δηλ. το πρήξιμο παρατεταμένο...

  1. Πω πωωω!... Αυτός ο Άγγελος μας τα 'κανε μυθιστόρημα! Τρεις ώρες δεν σταμάτησε!

  2. Δεν αντέχω και απόψε τα ίδια Σούζι... Μου τα 'κανες μυθιστόρημα! Φτάνει πια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Προφέρεται στουρτσ-κάμπφ-φλουγκ-τσοϊγκ)

  1. Τεταραγμένη πτήση-εφιάλτης, από τις αναταράξεις της οποίας ο ατυχής επιβάτης γλιτώνει κατ'ελάχιστον με κατάγματα η/και εγκαύματα (από καυτούς καφέδες που εισέπραξε στην μούρη) ή/και μεγάλο ψυχολογικό τραμπάκουλο εξαιτίας του οποίου (τραμπάκουλου) κάμει τον σταυρόν του 33.333 φορές και ορκίζεται εις πάντες τους αγίους ποτέ μα ποτέ-ποτέ-ποτέ να μην ξαναματαπατήσει 30 χλμ. κοντα σε αεροπλάνο.

  2. Αεροπλάνο (συνηθέστατα παλαιάς σοβιετικής κοπής) που προσφέρει τις ως άνω περιγραφείσες συγκινήσεις!!!!

(Ετυμολογία: Sturzkampfflugzeug, γερμ., κατ'ακριβή μετάφραση: Αεροσκάφος καθέτου εφορμήσεως, με κατ'εξοχήν παράδειγμα τα ναζιστικής κατασκευής Στούκας!!!)

  1. - Πήγα Μόσχα με Αεροφλότ και η πτήση μου βγήκε στουρτζκάμπφλουγκτσοϊγκ!! Οι μισοί επιβάτες χέστηκαν απάνω τους!!!

  2. -Φίλε, μπήκα στο αεροπλανάκι από Ρόδο-Καστελόριζο με μποφόρια, πολύ στουρτζκάμπφλουγκτσοϊγκ αυτά τα Ντορνιέ άμα φυσάει!!!!

(από ΑΟΥΓΚΑ, 16/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέθανε, τα τίναξε, τα κακάρωσε, έγινε λίπασμα, κλπ ευχάριστα...

  1. Τά 'μαθες; Ο Μήτσος τράκαρε το TDM με διακόσια σ' ένα περίπτερο, τη γλίτωσε χωρίς γραντζουνιά, αλλά ο περιπτεράς έκαμε ορθή γωνία με το κυπαρίσσι!!

  2. Μετά τα ενενήντα, από μέρα σε μέρα να την περιμένεις την ορθή γωνία με το κυπαρίσσι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Επίθετο) Ο,τιδήποτε προχειρότατο, χαζό, ή βλακωδώς κατασκευασμένο-επισκευασμένο.

Επίσης ο,τιδήποτε λειτουργικό μεν, αλλά βλακώδους εξωτερικής εμφανίσεως δε!! Γενικώς, η προχειρότητα!!

Επίσης και το τραμπακουλ(ο)-, λίαν χρήσιμο ως πρώτο συνθετικό, με ή χωρίς διαχωριστικό, πχ. τραμπακουλόγερος ή τραμπακουλο-γέρος, τραμπακουλάμαξο ή τραμπακουλο-αμάξι, τραμπακουλόβλακας, κ.ο.κ.!

  1. Κρεμόταν ένα καλώδιο στον πίνακα και το στερέωσα τραμπακουλικά, αλλά βραχυκύκλωσε και έκαψα ασφάλειες!!
  1. Κοίτα τραμπακουλική κεραία, ούτε μέχρι το δέντρο απέναντι δεν πιάνει!

  2. Το τραμπακουλοβίντεο μου μάσησε τρεις κασέτες!!!

  3. Έβαψα το ντάτσουν, αλλά πολύ τραμπακουλική δουλειά ρε παιδί μου, έσκασε η μπογιά στο φτερό!!!

Το τελευταίο προστέθηκε εδώ

Δες επίσης και Τραμπάκουλας, τραμπάκουλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφωνείται σε περιπτώσεις αδιεξόδου και απελπισίας, καθώς επίσης και σε δύσκολες αποφάσεις.

Συνώνυμα: από την μια η σκύλα και από την άλλη η χάρυβδη.

Να πετάξω στην ανακύκλωση την jaguar μου επειδή τρύπησε το λάστιχο ή να μην την πετάξω; Αχ θα σκάσω, τι να κάνω, τι να κάνω μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα...

Αφιερωμένο στον Πανούλη ;-) (από HODJAS, 16/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified