Further tags

Παλαιός χαρακτηρισμός για Κνίτες, προερχόμενο κυρίως από οπαδούς του τότε ΚΚΕ (εσ.).

- Έχασα τον Κνίτη μου. Αν τον βρείτε κρατήστε τον, αλλά παρακαλώ επιστρέψτε την γλάστρα!

Γεωπονικές συμβουλές (από Vrastaman, 17/09/08)Λευτεριάς λίπασμα (από Vrastaman, 17/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρελαίνομαι, τα παίζω, ξεφεύγω, δεν ξέρω τι μου γίνεται, παλαβώνω, κόβω καπίστρι, χάνω τη μπάλα.

- Τον καημένο, τον παράτησε η γκόμενα, τον διώξανε από τη δουλειά, του κλέψανε το αυτοκίνητο και έμαθε ότι έχει και AIDS... Πώς να μη βαρέσει μπιέλα...

(από Khan, 21/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την ισχυρή σύνδεση της αφραγκίας με τον αλκοολισμό, αλλά και με συγκεκριμένο τύπο οινοπνεύματος (ο αλκοολικός μεγιστάνας δεν πίνει μπύρα, πίνει Henessy).

- Κοίτα τον Θανάση, νοίκι δεν έχει να πληρώσει, 10 κάιζερ χτύπησε πάλι...
- Τι να πεις, όπου φτωχός κι η μπύρα του...

(από Khan, 22/01/14)(από Khan, 12/09/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περάσαμε γαμάτα, φανταστικά, καταπληκτικά, τόσο ωραία, σα να μας παίρνανε πίπες όλο το βράδυ οι καλύτερες γκόμενες. Χρησιμοποιείται σε συζητήσεις μεταξύ αντρών για να δώσουν έμφαση στο πόσο καλά πέρασαν.

Όταν η λέξη βέβαια πίπα χρησιμοποιείται στον πληθυντικό, τότε το νόημα είναι ακριβώς το αντίθετο.

- Χθες που λες βγήκα με τη Barbara και την Ιωάννα και περάσαμε πίπα...
- Εγώ πάλι βγήκα με το Γιώργο και το Μήτσο και περάσαμε... πίπες...

Πίπα περάσαμε με τον Αντρέα (από Khan, 21/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Κωλοβάρεμα», οποιαδήποτε δραστηριότητα δεν έχει σχέση με διάβασμα ή δουλειά.

Η έκφραση διαδόθηκε από Έλληνες φοιτητές στις ΗΠΑ, εκ του bullshit.

Κλείστε τα βιβλία, ώρα για μπουλσιτάκι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκδήλωση τρυφερότητας. Κατ' άλλους, τυπικό σύμπτωμα της μάστιγας του γουτσισμού.

Για να λάβει χώρα μουσουνισμός απαιτούνται ένας μουσουνιστής και ένας μουσουνιζόμενος. Ο μουσουνιστής πλησιάζει τον μουσουνιζόμενο, βάζει τη μουσούδα του στον λαιμό, τους ώμους ή το στήθος του μουσουνιζόμενου και αρχίζει να τρίβεται και να ρουθουνίζει. Συχνά, ο μουσουνιστής πασπατεύει επίσης τον μουσουνιζόμενο και του ψιθυρίζει και διάφορες γλύκες. Το μουσούνισμα είναι συχνά, αλλά όχι απαραίτητα, προοίμιο για σαχλά.

Η λέξη μουσουνίζω προϋπήρχε κατά πολύ του γουτσισμού. Συναντάται σε ντοπιολαλιές - υπάρχει και ο τύπος μουθουνίζω - και σημαίνει ακριβώς ρουθουνίζω. Αναφέρεται συνήθως στον ήχο που κάνουν διάφορα ζώα όταν πάνε να μυρίσουν και ρουφάνε τη μύτη τους. Για να μην ξεχνάμε και τις ρίζες μας.

- Γούτσου-γούτσου το μωρό μου ... έλα να σε μουσουνίσω λίγο, γλυκό μου ...
- Ναι, ρε καλό μου, αλλά αρχίζει το ματς σε δέκα λεπτάκια ... και ξέρεις πού καταλήγουν αυτά ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα που συναντάται όταν ανίδεοι προβληματίζονται με ψευδοδιλήμματα.

Η έκφραση επίσης αποκτά διασαφηνιστικό χαρακτήρα: Άλλο η Τόσκα του Πουτσίνι, και άλλο η Πούτσα του Τοσκανίνι!

Θέλω να πάω στο Μέγαρο, αλλά δεν ξέρω τι εισιτήρια να πάρω... για την Τόσκα του Πουτσίνι, ή την Πούτσα του Τοσκανίνι;

(από Vrastaman, 01/07/08)(από Vrastaman, 01/07/08)(από Vrastaman, 01/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω τον τρελό για ίδιον όφελος.

Προσφιλής στρατηγική των στρατευμένων νιάτων.

Πουλάει τρελίτσα για να τον απαλλάξουν από φαντάρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλωτικό ακραίας εκπλήξεως ή αγανακτήσεως.

- Έπαθα λάστιχο στην Εθνική Οδό Αθηνών-Πατρών και τραβάω τις κωλότριχές μου!

(από panos1962, 29/11/09)(από patsis, 21/04/14)

Λέγεται κυρίως για περιπτώσεις που τρώμε αγγούρι, όπως και στο παράδειγμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωστή ατάκα του Καραγκιόζη. Η χρήση της γίνεται σε διάφορες δύσκολες συνήθως καταστάσεις.

- Πόσο είναι το ματς;
- 3-0 τον τρώμε.
- Ε ρε γλέντια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified