Further tags

Δέρνω κάποιον τόσο άσχημα που έρχεται και πρήζεται σαν γκάιντα. Περιέχει, συνήθως, μία δόση υπερβολής.

Συγγενή λήμματα: βρωμόξυλο, ταβερνόξυλο, μπουκέτο, κλωτσομπουνίδι, σουλτάν μερεμέτι, σάτα κιούτα

- Μαζέψου, ρε μπινέ, να μην έρθω εκεί και σε κάνω γκάιντα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τον ήπια: Την έκατσα, μου 'ρθαν ανάποδα, μεγάλο κακό με βρήκε. Το τι ακριβώς ήπιε το δυστυχές υποκείμενο τελεί υπό διερεύνηση, αλλά έγκυρες πηγές αναφέρουν ότι ο ποιητής μιλάει για τον πικρό καφέ της παρηγοριάς, το οποίο έχει και μία δόση λογικής οφείλω να ομολογήσω.

  1. Ωχ, κατέβασε βασική Παλτόγλου και Χατζημπουζουκοβλασάρογλου; Τον ήπιαμε. Πάμε για τρία μπαλάκια μίνιμουμ.

  2. Υπογεγραμμένη άδεια με οδοιπορικά κι έσκασε επιθεώρηση από τον ΓΕΠΣ και τον ήπιαμε. Άμα σου λέω με πάει πίπα-κώλο-εμπλοκή...

(από panos1962, 18/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γερνάω, γίνομαι πουρό (= γέρος), παρακμάζω.

- Σπιτάκι, δουλίτσα, γυναικούλα, παιδιά, πεθερικά... Πώς πουρέψαμε έτσι ρε πούστη μου;!
- Γάμησέ τα... Πού είναι οι εποχές που γαμούσαμε και δέρναμε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έξω απεξαρτηθεί από κάτι. Στην βασική του σημασία χρησιμοποιείται για να δηλώσει την απεξάρτηση από ναρκωτικές ουσίες, κατ' επέκτασιν όμως και με ειρωνική διάθεση σημαίνει την απεξάρτηση από οποιονδήποτε εθισμό.

  1. - Τι κάνει ο φίλος σου ο Κώστας; Ακόμα στην πρέζα;
    - Όχι ρε, ευτυχώς πήγε σε ένα κέντρο αποτοξίνωσης και τα τελευταία δυο χρόνια είναι καθαρός.

  2. - Τι λέει το Facebook, ακόμα εκεί ξημεροβραδιάζεσαι;
    - Όχι ρε, κανέναν μήνα μου κράτησε η πώρωση και τώρα είμαι καθαρός. Τρελό κάψιμο το Facebook πάντως... Μέχρι και στον ύπνο μου το έβλεπα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσπαθώ πολύ να κάνω κάτι, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Προφανώς έχει προέλθει από το σφίξιμο των δυσκοίλιων στην τουαλέτα για ώρες ατέλειωτες...

Ειρωνικά χρησιμοποιείται η προστακτική «σφίξου!», η οποία χλευάζει την μάταιη υπερπροσπάθεια κάποιου.

  1. - Γαμώ το κωλοσουντόκου! Πέντε ώρες σφίγγομαι και δεν έχω καταφέρει να προχωρήσω καθόλου...

  2. - Ρε μαλάκες πολύ γρήγορα το πιάνουμε το κομμάτι και δεν προλαβαίνω να παίξω το σόλο...
    - Σφίξου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φεύγω τρέχοντας, όπου φύγει φύγει. Συνώνυμο παλιομοδίτικο: «έγινα Λούης».

.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εντελώς άδικα, χωρίς λόγο κι αιτία.

- Σκοτώθηκε τζάμπα και τζερεμέ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μαλακία, εννοείται. Στο άκρον άωτον.

Φανταστείτε μια παρέα αγόρια να την παίζουν όλοι ξαπλωμένοι ανάσκελα -ή, πιο απλά, τους καλεσμένους μιας στάνταρ τηλεοπτικής εκπομπής να ανοιγοκλείνουν το στόμα τους- και η μαλακία να αναβλύζει ως πίδακας σε ποσότητα τέτοια και με ορμή τέτοια που να φτάνει ως το ταβάνι και να το βάφει άσπρο. Κι αν νομίζετε ότι αυτά είναι υπερβολικά πράγματα και δε γίνονται, μπορείτε, σας παρακαλώ, να εξηγήσετε πώς και τα ταβάνια έχουν συνήθως χρώμα άσπρο;

Συγγενείς εκφράσεις: ασπρίζω τοίχους, αλ σικιμέ βουρ ντουβαρά.

- Δεν έχει το θεό του ο Μάκης... Μαζεύει τους δέκα πιο απιστεύταμπολ μαϊντανούς και η μαλακία που ακούς βάφει ταβάνι... Κι αν δε με πιστεύεις, πάμε να δούμε το βίντεο...

Βλ. και βάφω τοίχους

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω κάτι διαφορετικό από το αναμενόμενο για να μην καρφωθώ, να μην προδοθώ, για να παραπλανήσω, ρίχνω στάχτη στα μάτια.

Κάθε βράδυ μόλις φεύγει ο άντρας της για τη δουλειά τρέχει να τον συναντήσει. Κάτι μυρίστηκε ο άλλος, κάτι ακούστηκε στη γειτονιά, και αυτή η πονηρή τα τελευταία βράδια μένει σπίτι για ξεκάρφωμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαβαλές μετά (ακριβών) ναρκωτικών ουσιών.

Φτάνει ρε μαλάκα πια ο ναρκοχαβαλές, κάνε και τίποτα στη ζωή σου μωρή νούλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified