Further tags

Αναφώνηση που δηλώνει ένα μη ενδιαφέρον και μια επιδεικτική αδιαφορία για μια κατάσταση... Πιθανόν να έρχεται από τον γνωστό μποξέρ Leonard Sugar Ray, ο οποίος δεν μάσαγε γενικότερα κι έκανε το δικό του παιχνίδι. Από την άλλη βέβαια εξηγείται και πιο σουρεαλιστικά, υπό την έννοια δηλαδή ότι ο πουτσάνθρωπος κλαίει, δηλαδή ο πούτσος μου κλαίει με αυτό που γίνεται, αλλά δεν με αγγίζει, καθότι είναι γνωστόν ότι ο πούτσος δεν κλαίει αλλά μόνο γαμεί...

- Πάμε ρε ψηλέ να δούμε την φάση από κοντά!
- Ε σιγά τώρα, πούτσμανκλεη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κάψιμο, κάτι που προκαλεί κάψιμο, ή έγινε από καμένους.

-Πήγα μια βόλτα στη Στουρνάρη και μάντεψε τί είδα σε μια βιτρίνα: Εγκυκλοπαίδεια του Warcraft, 100 σελίδες, με κάτι εικόνες απίστευτες!!!
-Πωπω, μεγάλη καμμενίλα!!

(από PUNKELISD, 03/08/12)Το άξιο nestea. (από Galadriel, 25/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άμπακος, το πολύ φαΐ, το ντερλίκωμα.

Χτες μας έβγαλε ο Κώστας σε ταβέρνα για τα γενέθλιά του και φάγαμε τον αγλέορα.

(από Khan, 30/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχει, γίνεται.

Δεν παίζει: δεν υπάρχει, δεν γίνεται.

  1. Έρχεσαι αύριο σπίτι μου να δούμε τον αγώνα; Θα παίζει και μπύρα.

  2. Μη βγούμε ρε Εξάρχεια σήμερα, έμαθα ότι παίζουν φασαρίες.

  3. - 2 ευρώ.
    - Δεν παίζει ψιλά. Να σου δώσω δεκάευρo;

  4. - Έμαθες κι εσύ οτι η Ρένα κερατώνει τον Νίκο.
    - Αποκλείεται δεν παίζει. Την ξέρω τη Ρένα.

Βλέπε παίζω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τον πούλο, τζους, ξεφορτώσου μας.

  1. - Ρε φίλε έχεις ένα κατοστάρικο;
    - Άντε σπάσε ρε πρεζόνι και παράτα μας!

  2. Βαρέθηκα στον υπολογιστή. Δεν σπάμε απο δω να πάμε καμιά τσάρκα να ξελαμπικάρουμε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν περιμένεις να δώσεις ένα ορισμένο χρηματικό ποσό και τελικά πρέπει να δώσεις πολύ παραπάνω. Εννοείται ότι παίζει κοροϊδία από πίσω.

- Τι έγινε μωρή λουλού; Εντάξει; Πλήρωσες; - Χέσε μέσα, με έπιασε το δάγκανο, δεν πάμε πουθενά... Ποδαράτοι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο υπερθετικός βαθμός της έκφρασης τα ξύνω, δεν κάνω απολύτως τίποτα.
    και
  2. Ταλαιπωρώ, σεξουαλικά κυρίως, νεαρές κοπέλες, υπερθετικός βαθμός του τα σκίζω.

1.- Οι δημόσιοι υπάλληλοι τα ματώνουν όλη μέρα στο γραφείο!

  1. - Εγώ αυτά τα μικρούλια τα ματώνω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα αμετάβατο, δεν κάνω τίποτα.

- Βαριέμαι, όλη μέρα ξύνω!

- Τις τελευταίες μέρες όλο ξύνω!

- Έξυσα πολύ το Σαββατοκύριακο που δεν δούλευα!

Βλ. και το ξύνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ακατάσχετη φλυαρία.

Τι λογοδιάρροια σ' έπιασε πάλι απόψε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καταιγισμός από μάπες, δηλαδή σφαλιάρες, το ξυλοκόπημα σε μέτρια προς μεγάλη ένταση.

συνώνυμο: μαπίδια

Αν έρθει προς εμένα το κωλοπαίδι θα έχουμε μάπετ σόου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified