Γράφω κάποιον εκεί που δεν πιάνει μελάνι, δηλαδή:
- Στα παλιά μου τα παπούτσια
- Στα αρχίδια μου
- Στον πούτσο μου
Εγώ όταν μιλούσα... εσείς με γράφατε εκεί που δεν πιάνει μελάνι!
Γράφω κάποιον εκεί που δεν πιάνει μελάνι, δηλαδή:
Εγώ όταν μιλούσα... εσείς με γράφατε εκεί που δεν πιάνει μελάνι!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Όταν κάτι μας ξενερώνει.
- Παιδιά πάμε μετά για γλυκό; - Μπα... Ξενερουά...
- Πώς ήταν η ταινία που είδες; - Τίποτα μωρέ... Ξενερουά λίγο αλλά εντάξει...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Φλερτάρω, κάνω κατάσταση και γενικώς «κοινωνικοποιούμαι», με την πονηρή έννοια...
- Ρε Κώστα με κοιτάει τόση ώρα... θα πάω να της μιλήσω! - Έτσι ο Μιχαλάκης... Άντε ρε... Παίξε και λίγο μπάλα!
- Ρε συ πάμε να παίξουμε μπάλα με αυτά τα δύο μωράκια; - Πήγαινε να παίξεις εσύ την μπαλίτσα σου... Βαριέμαι εγώ...
- Γιάννη τι έμαθα χθες; Μπαλίτσα με τη Νάνσυ εεε;; - Τι μπαλίτσα ρε... Έναν αναπτήρα ζήτησα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια κατάσταση κατά την οποία δεν έχουμε πολύ όρεξη και γενικά είμαστε πεσμένοι σωματικά ή ψυχολογικά.
Επίσης: Είμαι ντάουν.
Νίκο φρόντισε μην έρθεις πάλι... νταουνιασμένος στο club. Να περάσουμε καλά αυτή τη φορά.
Ήρθε η Μαρία χθες... δεν ξέρω ρε παιδί μου... πολύ νταουνιασμένη την είδα...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η παταγώδης αποτυχία, ο εξευτελισμός. Ενδεχομένως σχετίζεται με τη φράση τον ήπιαμε (τον καφέ ή τον καφεδάκο) ή τον ήπιαμε σκέτο, με υπονοούμενο σεξουαλικής επαφής ακούσιας.
- Πολύ δύσκολα τα θέματα στις εξετάσεις...
- Άστα, τρελό πιώμα! Δεν περνάμε με την καμία!
Got a better definition? Add it!
Υποψιάζομαι, ψυλλιάζομαι. Χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον σε παρελθοντικό χρόνο. Επίσης χρησιμοποιείται σαν αντικατάστατο του παίρνω πρέφα. Από την μάγκικη αργκό του '30–'40.
Got a better definition? Add it!
Ασφαλής τρόπος για να μιλήσετε για σεξ χωρίς να το καταλάβει τρίτος (λέμε τώρα...).
Τι έγινε μεγάλε, φάγαμε κρέπα χτες;
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Η μεγάλη συγκέντρωση ωραίων γυναικών.
Τι γίνεται εδώ ρε Τάκη, έχει πέσει μουνοθύελλα!
Λέξεις για το συνωστισμό αντρών: αρχιδάλωνο, αρχιδαριό, αρχιδόκαμπος, καψιμί, λοσταρία, πουτσοπανήγυρος, πουτσοσπορά, πουτσοχώραφο, σβερκαρία, τίγκα στο αρχίδι, τσατσάρα, ψωλαρία, ψωλοχώρι.
Λέξεις για το συνωστισμό γυναικών: Αιδοίον πέλαγος, ακατάσχετη μουνορραγία, θεομουνία, μουνόβραση, μουνοθύελλα, μουνοκαλύβα, μουνόλακκος, μουνοπλαγιά, μουνοπλημμύρα, μουνώνας, μπαζοκαταιγίδα, μπουλογιόλι, του μουνιού το πανηγύρι, moon storm.
Got a better definition? Add it!
Συνήθως χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με άλλες εκφράσεις και δηλώνει την ουσία, το νόημα.
Τι εστί βερίκοκο, δηλαδή ποια είναι η αλήθεια, η πραγματική ουσία.
- Η Μαρία λέει ότι ο Νίκος είναι τρομερός εραστής, λέει ότι δεν έχει ξανανιώσει έτσι ποτέ με κανένα!
- Ναι ε; Κάτσε να δοκιμάσει μια φορά και την πάρτη μου και μετά θα καταλάβει τι εστί βερίκοκο!
Τόσα χρόνια αρραββωνιασμένη, ρε ομορφιά, και ακόμα να αποφασίσεις να παντρευτείς; Πόσο θα περιμένεις, ακόμα δεν κατάλαβες τι εστί βερίκοκο;
Got a better definition? Add it!