Further tags

Γράφω κάποιον εκεί που δεν πιάνει μελάνι, δηλαδή:

  1. Στα παλιά μου τα παπούτσια
  2. Στα αρχίδια μου
  3. Στον πούτσο μου

Εγώ όταν μιλούσα... εσείς με γράφατε εκεί που δεν πιάνει μελάνι!

(από Khan, 29/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάτι μας ξενερώνει.

  1. - Παιδιά πάμε μετά για γλυκό; - Μπα... Ξενερουά...

  2. - Πώς ήταν η ταινία που είδες; - Τίποτα μωρέ... Ξενερουά λίγο αλλά εντάξει...

βλ. και αντισέξ, ντεκαβλέ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φλερτάρω, κάνω κατάσταση και γενικώς «κοινωνικοποιούμαι», με την πονηρή έννοια...

  1. - Ρε Κώστα με κοιτάει τόση ώρα... θα πάω να της μιλήσω! - Έτσι ο Μιχαλάκης... Άντε ρε... Παίξε και λίγο μπάλα!

  2. - Ρε συ πάμε να παίξουμε μπάλα με αυτά τα δύο μωράκια; - Πήγαινε να παίξεις εσύ την μπαλίτσα σου... Βαριέμαι εγώ...

  3. - Γιάννη τι έμαθα χθες; Μπαλίτσα με τη Νάνσυ εεε;; - Τι μπαλίτσα ρε... Έναν αναπτήρα ζήτησα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια κατάσταση κατά την οποία δεν έχουμε πολύ όρεξη και γενικά είμαστε πεσμένοι σωματικά ή ψυχολογικά.

Επίσης: Είμαι ντάουν.

  1. Νίκο φρόντισε μην έρθεις πάλι... νταουνιασμένος στο club. Να περάσουμε καλά αυτή τη φορά.

  2. Ήρθε η Μαρία χθες... δεν ξέρω ρε παιδί μου... πολύ νταουνιασμένη την είδα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παταγώδης αποτυχία, ο εξευτελισμός. Ενδεχομένως σχετίζεται με τη φράση τον ήπιαμε (τον καφέ ή τον καφεδάκο) ή τον ήπιαμε σκέτο, με υπονοούμενο σεξουαλικής επαφής ακούσιας.

- Πολύ δύσκολα τα θέματα στις εξετάσεις...
- Άστα, τρελό πιώμα! Δεν περνάμε με την καμία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποψιάζομαι, ψυλλιάζομαι. Χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον σε παρελθοντικό χρόνο. Επίσης χρησιμοποιείται σαν αντικατάστατο του παίρνω πρέφα. Από την μάγκικη αργκό του '30–'40.

  1. Μαλάκα καλά τη σακουλεύτηκα ότι θα μας την πέσουνε για ξύλο σήμερα, γιατί όλη η παρέα τους είχε φύγει από νωρίς από το μαγαζί...

  2. Καλά, δεν τη σακουλεύτηκες ότι μπορεί να γινότανε σκηνικό με τη γκόμενα και πήγες χωρίς φράγκο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ασφαλής τρόπος για να μιλήσετε για σεξ χωρίς να το καταλάβει τρίτος (λέμε τώρα...).

Τι έγινε μεγάλε, φάγαμε κρέπα χτες;

Ωραίες κρέπες. (από Galadriel, 28/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι εντελώς απίστευτο, κουφό, άκυρο, καμένο.

  1. Χάχαχα!! Ρε μαλάκα, δεν υπάρχει αυτό το ανέκδοτο που είπες!!

  2. Τι καμένη ταινία! Δεν υπάρχει, μιλάμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με άλλες εκφράσεις και δηλώνει την ουσία, το νόημα.

Τι εστί βερίκοκο, δηλαδή ποια είναι η αλήθεια, η πραγματική ουσία.

  1. - Η Μαρία λέει ότι ο Νίκος είναι τρομερός εραστής, λέει ότι δεν έχει ξανανιώσει έτσι ποτέ με κανένα!
    - Ναι ε; Κάτσε να δοκιμάσει μια φορά και την πάρτη μου και μετά θα καταλάβει τι εστί βερίκοκο!

  2. Τόσα χρόνια αρραββωνιασμένη, ρε ομορφιά, και ακόμα να αποφασίσεις να παντρευτείς; Πόσο θα περιμένεις, ακόμα δεν κατάλαβες τι εστί βερίκοκο;

(από perkins, 06/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified