Further tags

Στρατιωτικό παράγγελμα που περιλαμβάνει κίνηση τυφεκίου.
Μεταφορικά: μεταφέρω - κουβαλώ κάτι με το ζόρι ή που είναι πολύ βαρύ.

- Άσε τι έπαθα σήμερα. Γύριζα από τη δουλειά με το παπί και έπαθα λάστιχο.
- Έλα ρε. Το πήρες επ' ώμου μέχρι το σπίτι δηλαδή.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που έχει χάλια διάθεση και προτιμά να κάθεται σπίτι στη μιζέρια του (ζοφίλα).

- Ρε μαλάκα Χρήστο, πάμε για καμιά μπύρα!
- Ασ' το ρε, θα κάτσω εδώ στο PC...
- Κοίτα ρε, τον ζόφο...!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την εταιρεία Peugeot, αναφέρεται σε διαδρομή με τα (δύο) πόδια.

- Με ποιο αυτοκίνητο θα πάμε;
- Με πεζό δύο. Έχει πολλή κίνηση ρε 'συ.

Πεζώ με καλές ζάντες. (από Galadriel, 31/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πίπα-κώλο.

- Δεν είναι εύκολα τα θέματα μάγκα.
- Θα μας πάνε (=8 Β=8!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κάνω έρωτα, καταφέρνω να συνουσιαστώ μ' αυτήν που θέλω. (χυδαία)

  2. Την φέρνω πισώπλατα σε φίλο, συνάδελφο, κ.λ.π.

  1. - Χτες το βράδι την πηγα σπίτι μου και της τον φόρμαρα.

  2. - Μας τον φορμάρει συνέχεια στη δουλειά ο Τάδε, όλο κοπάνες κάνει.

Βλ. και φερμάρω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευγενικά, η φράση γάμησέ τα. Από την αγγλική λέξη fuck, την κατάληξη -α και το άρθρο τα. Χρησιμοποιείται συνήθως μετά από αποτυχία ή απογοήτευση.

- Πάλι σε έριξε κάτω απ' τη βάση στο τετράμηνο;
- 7 μου έβαλε ο μακάκας! Φάκα τα φίλε...

Βλ. και γαμάω, γάμησέ τα στην κασέτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατάσταση στην οποία δύο άντρες πασάρουν μια γκόμενα ο ένας στον άλλο και μετά την στέλνουν με ένα κρεμαστό σουτάκι στο ράφι.

- Χέσε Φίλιππα και τη βαρέθηκα τη Μυρτώ.
- Σέντρα σουτ, φιλαράκι! Σέντρα σουτ!!!

Got a better definition? Add it!

Published

Από το σκεμπές, η ιδεολογία κατά την οποία ο καθένας κοιτάει τον σκεμπέ του, δηλ. πώς να τρώει και να περνάει καλά, αδιαφορώντας για τα υπόλοιπα.

- Γιώργο, θα έρθεις αύριο στην πορεία; Θα στηρίξεις τον αγώνα μας;
- Αλέκα, είναι ενάντια στην ιδεολογία μου. Είμαι σκεμπεδιστής.

Δες ακόμη: σταρχιδισμός, ωχαδερφισμός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέρασμα με αυτοκίνητο από στροφή με μεγάλη ταχύτητα, με αποτέλεσμα πλαγιολίσθηση. Αλλιώς λέγεται και «με τις πόρτες».

Τον είδες; Μπήκε στη στροφή φέτα! (ή φέτες)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξελληνισμένος όρος για την γνωστή τακτική του mosh pit που γίνεται στις μπροστινές σειρές κατά τη διάρκεια συναυλιών metal, punk, hardcore και τα λοιπά.

Περιλαμβάνει άνοιγμα χώρου μπροστά στη σκηνή και μετά ξύλο με αγκωνιές κυρίως.

- Μαλάκα, βγαίνουνε στη σκηνή οι Slayer!
- Πάμε, πάμε μπροστά για κολυμπηθρόξυλο! Ζμπρώξε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified