Η παλινδρομική κίνηση του πέους επάνω στην κλειτορίδα λίγο πριν τη διείσδυση.
Η παλινδρομική κίνηση του πέους επάνω σε άλλα μέρη του γυναικείου (ή ανδρικού για την... άλλη ομάδα) σώματος για πρόκληση πλήρους στύσης.
Η παλινδρομική κίνηση του πέους επάνω στην κλειτορίδα λίγο πριν τη διείσδυση.
Η παλινδρομική κίνηση του πέους επάνω σε άλλα μέρη του γυναικείου (ή ανδρικού για την... άλλη ομάδα) σώματος για πρόκληση πλήρους στύσης.
Got a better definition? Add it!
αρχίδια + Ουσ (ή + Ρήμα):
Επιρρηματική χρήση της λέξης. Δηλώνει απαξίωση, διάψευση, δυσπιστία, κλπ
- Η Μάρα Μεϊμαρίδη έχει πάρει 4 διδακτορικά...
- Αρχίδια διδακτορικά έχει πάρει. Το ξέρω από πρώτο χέρι.
- Μα το είπε και στην τηλεόραση!
- Καλά, αρχίδια τηλεόραση βλέπεις.
Got a better definition? Add it!
Κόψιμο πάνω σε σουτ (μπασκετική αργκό). Συνώνυμα: τάπα.
- Ρε μαλάκα, ποιον θυμήθηκα χθες;...
- Ποιον;
- Τον Τ σ α τ σ έ ν κ ο !...
- Πόοοο ρε πούστη, τον ρ ώ σ ο γ ί γ α ν τ α εννοείς!
- Που απλά στεκόταν ακίνητος, σήκωνε το χέρι, και τους έκανε όλους φυστικοβούτυρο...
Got a better definition? Add it!
Γρουσουζεύω. Φέρνω γκαντεμιά, γρουσουζιά.
Με το που μπήκε μες το σπίτι μου με γκαντέμιασε. Όλη η μέρα πήγε στραβά.
Got a better definition? Add it!
Εκτελώ πεολειχία, παίρνω πίπα, τσιμπουκώνω, παίζω μαλακό κλαρίνο.
- Ρε μαλάκα, μου αρέσει η Νίτσα, αλλά έχω ακούσει ότι είναι πολύ δύσκολη.
- Ε, όχι και δύσκολη... τα 'χει καθαρίσει κι αυτή τα νεφρά της!
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιώ διάφορες αναληθείς προτάσεις και επιχειρήματα, για λόγους συνήθως εντυπωσιασμού.
Συνώνυμο: πουλάω σώτα, πουλάω τρελά σώτα, πουλάω παπατζιλίκια.
- Κοίτα τον ρε, κάνει τρελό καμάκι ο τύπος. Θα το ρίξει στάνταρ το γκομενάκι.
- Έλα μωρέ, σώτα πουλάει κλασικά.
- Ναι, όντως. Σωτάρει κάργα.
Got a better definition? Add it!
Ποτέ, αδύνατον, με τίποτε, αποκλείεται.
Αναφέρεται στο γνωστό συνδυασμό 1-2-Χ (ή τριπλή παραλλαγή) σ' ένα δελτίο ΠΡΟ-ΠΟ, ο οποίος περικλείει όλες τις πιθανές περιπτώσεις και αποκλείει την αποτυχία.
Άλλα συνώνυμα: ούτε με σφαίρες, με καμία κυβέρνηση, με κανένα Θεό, με την καμία, του Αγίου Πούτσου, όταν τα γουρούνια χορέψουν λαμπάντα κ.λπ.
- Μαλάκα σου λέω θα τη φάω την Άρτεμις την αρχιτεκτόνισσα, ο κόσμος να χαλάσει.
- Ονειρεύεσαι αγόρι μου! Ούτε με τριπλή παραλλαγή...
Got a better definition? Add it!
Κλέβω κάτι (συνήθως μικρό αντικείμενο).
- Πού το βρήκες ρε μαλάκα το ροζ το άιποντ; Καταρχήν, πού βρήκες τα λεφτά να τ' αγοράσεις, και δεύτερον, ρ ό ζ ;!...
- Ποιος σού 'πε οτι τ' αγόρασα ρε μαλάκα. Το σούφρωσα χθες απο την δικιά μου. Λες να το βάψω πλάκα-πλάκα να μην το πάρει πρέφα;...
- ...
Συνώνυμα: σκουφώνω.
Got a better definition? Add it!
Παθαίνω πλάκα.
Έχω κοπεί, κόπηκα.
- Κόπηκα στα γέλια! Μαλάκα, έχω κοπεί, τι μου λες τώρα;
Got a better definition? Add it!
Όταν κάτι (δοχείο, χώρος, μνήμη, κλπ) είναι πιο γεμάτο απ' όσο παίρνει, δηλαδή παραπάνω κι από τίγκα. Ίσως να πρόκειται για δάνειο από το αγγλικό z-illion που αντιστοιχεί σε πρακτικά αμέτρητο αριθμό εκατομμυρίων.
Άσε μαλάκα Τάκη, το αμάξι είναι ζίγκα. Θα πρέπει να βάλεις τη βαλίτσα στον κώλο σου.
Got a better definition? Add it!