Further tags

«έγινε αλιμούρα»
Περιγράφει μια κατάσταση μαζικής υστερίας.

  1. Πήγα να πάρω εισιτήρια για τον τελικό του Champions League, περίμεναν 5000 άτομα και μόλις άνοιξε το γκισέ έγινε αλιμούρα.

  2. Κάποιος στην πλατεία Ομονοίας, Δευτέρα πρωί, πήγε και σκόρπισε στον αέρα 1 εκ.ευρω σε πενηντάρικα και όπως καταλαβαίνεις έγινε αλιμούρα.

Got a better definition? Add it!

Published

Αποσπώ τιμαλφή ή άλλα είδη των οποίων η αξία καθορίζεται από τις εκάστοτε περιστάσεις με την απειλή όπλου, κέρατου, γροθιάς κτλ από άτομο, συνήθως στο δρόμο.

- Άσε ρε φ'λαράκ', με φερμάρανε οι μπαοκτσίδες το μπουφάν. Τι θα πω τη μάνα μου τώρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από την ιταλική λέξη fermare και σημαίνει σταθεροποιώ. Χρησιμοποιείται όπως το εφαρμόζω.

- Άσε, μας έπιασε ντίρλα ένας τροχονόμος και μας τον φέρμαρε..

Got a better definition? Add it!

Published

Ποδοσφαιρικό, εμπνευσμένο από την ξερή. Ο άσχετος αμυντικός.

- Καλό το σέντερ μπακ του Πανακρατηριακού;
- Μπά, δεν κόβει μπάλα ούτε με βαλέ...

Got a better definition? Add it!

Published

Άριστη κατάσταση, του κουτιού.

- Είναι καλό το μηχανάκι του φίλου σου;
- Μόνο καλό, χαρτί σου λέω. Ούτε καινούργιο δεν ήταν έτσι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πίνω χωρίς μέτρο (χρησιμοποιείται για όλων των ειδών τις ουσίες).

-Δε ξαναβγαίνω με το μαλάκα! Κάθε φορά πίνει τον κώλο του και μετά τον κουβαλάω σπίτι!

Got a better definition? Add it!

Published

(γίνομαι)

Γίνομαι μούσκεμα, γίνομαι λούτσα. Βρέχομαι πολύ, ως το κόκκαλο.

Και εκεί που είχα βγει όλο χαρά με το κοντομάνικο και χωρίς ομπρέλα, πιάνει μια μπόρα και έγινα παπί.

βλ. και τσουπλί

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωστός και ως κρατήρας. Με αυτήν την έννοια αναφερόμαστε σε μια λακκούβα - τρύπα που διακρίνεται και από το φεγγάρι πάνω στους ελληνικούς δρόμους.

-Ρε Μάκη, πού είναι η ρόδα σου;
-Άσε ρε Τάκη, πέρασα πάνω από έναν τάφο και την άφησα μέσα...

βλ. και κολύμπα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βιάζω κάποια συσκευή (της οποίας η λειτουργία δεν ανταποκρίνεται στις επιθυμίες μου) ώστε να την κάνω να δουλέψει, αντί να κάτσω μισό λεπτό να σκεφτώ τι μπορεί να πάει στραβά.

Εκ του Κ.Δ.Ο.Α. (Κτηνώδης Δύναμη, Ογκώδης Άγνοια).

- Άλλαξε cd ρε...
- Δεν ανοίγει το πορτάκι.
- Άλλαξε ρε λέμε!
- Δεν ανοίγει το πορτάκι λέμε! (ΜΠΑΜ! Του το δίνει στο χέρι.)
- Είδες που άνοιξε;
- Το κδόασες ρε αρχιμαλάκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παίζω μάγκας και νταής σε κάποιον, παριστάνω τον άγριο και κάνω τσαμπουκά. Χρησιμοποιείται όμως και την περίπτωση που κάποιος το θεωρεί τον εαυτό του πολύ έξυπνο.

- Καλά, είδες το ξύλο που έφαγε χτες ο Μάνος;
- Να μάθει να μην πουλάει μαγκιά στα μικρά! Αλλά πού να το ξέρει πως ο Πετράκης έχει μεγάλο αδερφό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified