Γκαζώνω το αυτοκίνητο ως το τέρμα, έτσι ώστε το πεντάλ του γκαζιού να ακουμπήσει στο πάτο του αμαξιού.
- Άδειος είναι ο δρόμος ρε, σανίδωσε το! –Σανιδωμένο το 'χω αλλά δεν πάει άλλο, 900άρι Fiat είναι, τι περιμένεις;
Γκαζώνω το αυτοκίνητο ως το τέρμα, έτσι ώστε το πεντάλ του γκαζιού να ακουμπήσει στο πάτο του αμαξιού.
- Άδειος είναι ο δρόμος ρε, σανίδωσε το! –Σανιδωμένο το 'χω αλλά δεν πάει άλλο, 900άρι Fiat είναι, τι περιμένεις;
Βλ. και φουλάρω, φέτα, τελικιάζω, πιάνω τελικές, κομμάτια, πηγαίνω, τέζα
Got a better definition? Add it!
Μπερδεγουέη / μπέρδεγουέι / μπερδεγουέι: Μπερδεμένη κατάσταση, που δε βγαίνει άκρη.
- Ε πώς να γράψω καλά ρε μάνα μ' αυτήν την καθηγήτρια. Κάθε φορά που βγαίνω απ' την τάξη μετά το μάθημά της είμαι και πιο μπερδεγουέη!
- Τι μπαγουδέη παιδάκι μου μου λες... κάτσε διάβασε λέω 'γω!
Δες και μπερδεψοκατάσταση.
Got a better definition? Add it!
Γρήγορα και πρόχειρα, όπως κι όπως, πατ κιουτ.
Αν απενεργοποιούσαν και τις νάρκες έτσι τσάτρα πάτρα, την είχαμε κάτσει τη βάρκα!
Got a better definition? Add it!
Γνωστή και σαν μουνοθύελλα και θεομουνία...
Καλά, χθες το βράδυ χτυπήσαμε βόλτα με το Βαγγέλη σε ένα άπαιχτο μαγαζί... σκέτη μουνοπλαγιά σου λέω!!!
Λέξεις για το συνωστισμό αντρών: αρχιδάλωνο, αρχιδαριό, αρχιδόκαμπος, καψιμί, λοσταρία, πουτσοπανήγυρος, πουτσοσπορά, πουτσοχώραφο, σβερκαρία, τίγκα στο αρχίδι, τσατσάρα, ψωλαρία, ψωλοχώρι.
Λέξεις για το συνωστισμό γυναικών: Αιδοίον πέλαγος, ακατάσχετη μουνορραγία, θεομουνία, μουνόβραση, μουνοθύελλα, μουνοκαλύβα, μουνόλακκος, μουνοπλαγιά, μουνοπλημμύρα, μουνώνας, μπαζοκαταιγίδα, μπουλογιόλι, του μουνιού το πανηγύρι, moon storm.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Δηλώνει μια πονηρή πράξη που κάνει κάποιος και ιδιαίτερα την σεξουαλική.
Της αρέσει το σουλουμουτούκουμ τσιτσιρί.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το κουκούλωμα. Όταν μασάμε τα λόγια μας για ένα γεγονός/πρόσωπο/κατάσταση, «το κάνουμε γαργάρα».
- Τα 200 ευρώ που σου είχα δανείσει δεν τα θυμάσαι όμως, ε μαλακάκο; Τα κάναμε γαργάρα τα 200...
Got a better definition? Add it!
Το λήμμα, με την ίδια σημασία, είναι γνωστό και ως τιγκανά, παραπέμποντας στον παλαίμαχο ποδοσφαιριστή.
-Άντε! πέρασε η ώρα και έχω δουλειά αύριο. Τιγκανά, τα λέμε.
Got a better definition? Add it!
Ηρεμώ, έρχομαι στα ίσα μου.
Δεν μπορώ άλλο με την δουλειά, πρέπει να πάρω άδεια να πάω διακοπές να στανιάρω.
Got a better definition? Add it!
Συνεχής απασχόληση με το σεξ.
Όλη μέρα ο νους του είναι στο καυλομαχητό. Κολλημένη πυξίδα.
Got a better definition? Add it!
Δεν έχω γκόμενα και βολεύομαι μόνος.
Από τότε που τα χάλασε με την Καίτη κρατάει την κατάσταση στο χέρι.
Got a better definition? Add it!