Με την έννοια του «καταφέρνω» λέγεται και για ομάδες και αποτελέσματα παιχνιδιών.
- Λες να το μπαλέψουμε το παιχνίδι την Κυριακή; Θα παίξει ο Ιωνικός εναντίoν της Barcelona, αλλά δεν τη μπαλεύει με την καμία.
%
Με την έννοια του «καταφέρνω» λέγεται και για ομάδες και αποτελέσματα παιχνιδιών.
- Λες να το μπαλέψουμε το παιχνίδι την Κυριακή; Θα παίξει ο Ιωνικός εναντίoν της Barcelona, αλλά δεν τη μπαλεύει με την καμία.
%
Σχετικά: παλεύεται, αντιπαλευόν, το, απαλεψιά, -ιές, την παλεύω, δεν την παλεύω κάστανο, δεν την παλεύω
Got a better definition? Add it!
Κάνω σεξ. Λέγεται ειδικά εάν περηφανευόμαστε σε φίλο - πολύ γαμημένα σωβινιστική η ελληνική τελικά...
- Σκόραρες ρε χθες;
- Χατ-τρικ!
- (Καλά, χέσε μας ρε παίχτη...)
Got a better definition? Add it!
Κάνω πλάκα / μπαλαμουτιάζω κάποιον. Τελευταία έχει περιπέσει σε αχρηστία, γιατί ο ελληνάρας ανακάλυψε πως η πρόταση «με δουλεύεις ρε μαλάκα;» υποδηλώνει πως ο συγκεκριμένος ελληνάρας είναι δυνητικά δουλέψιμος, δηλαδή δυνητικά κορόιδο (το οποίο ο ελληνάρας δεν μπορεί να πιστέψει δι' εαυτόν φυσικά!)
Με δουλεύεις ρε μαλάκα;
Δες και δουλεύω κάποιον ψιλό γαζί.
Got a better definition? Add it!
Ο αυνανισμός, η μαλακία.
Το πολύ το τίκι τάκα κάνει το παιδί μαλάκα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο υπερβολικά σεξουαλικά διεγερμένος.
Πολύ γκόμενα σου λέω. Πύρκαυλος έγινα μόλις την είδα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Με την έννοια του «καταφέρνω», χρησιμοποιείται υποτιμητικά προς παίκτες αθλημάτων στο γήπεδο, κυρίως σε αγώνες ποδοσφαίρου και μπάσκετ.
-Αφού δεν την μπαλεύεις ρε μαλάκα, πήγαινε σπιτάκι σου και άσε τη μπάλα γι αυτούς που ξέρουν!!
Σχετικά: παλεύεται, αντιπαλευόν, το, απαλεψιά, -ιές, την παλεύω, δεν την παλεύω κάστανο, δεν την παλεύω
Got a better definition? Add it!
Καταφέρνω, τα φέρνω βόλτα, αντέχω. Προέρχεται από τον συνδυασμό μπάλας και παλεύω. Χρησιμοποιείται και σαν ειρωνικό σχόλιο προς του Θεσσαλονικείς που προφέρουν έντονα το «π» και ακούγεται σαν «μπ».
- Ρε φίλε σου λέω δεν τη μπαλεύω άλλο εδώ!
Σχετικά: παλεύεται, αντιπαλευόν, το, απαλεψιά, -ιές, την παλεύω, δεν την παλεύω κάστανο, δεν την παλεύω
Got a better definition? Add it!
Εντελώς (παραλλαγή: ντιπ-για-ντιπ.)
Είσαι ντιπ-για-ντιπ μαλάκας;
Βλ. και μπίτι, μπήτι
Got a better definition? Add it!
Βγαίνω εκτος εαυτού, τρελαίνομαι. Ελεεινή slang μεσων '80 -και αυτή με αρκετή πέραση στις σχετικές άθλιες βιντεοταινίες...
- Δε μπορώ ρε μάγκα άλλο αυτή τη δουλειά, φλιπάρω κάθε που μπαίνει πελάτης!
Got a better definition? Add it!
Γαμιέμαι, έχω σεξουαλικές σχέσεις με κάποιο άτομο.
- Το πνίγεις το λαγουδάκι βλέπω...
Got a better definition? Add it!