Further tags

Εκτός των γνωστών ερμηνειών, η λέξη έχει τις επιπλέον χρήσεις:

  1. Τεμάχιο δόσης ηρωίνης, λόγω περιτυλίγματος (βλ. «πίνω ένα χαρτί») αν και σήμερα συνήθως το «τζί» (=gram.) πουλιέται σε ασημόχαρτο, αλλά και αυτούσιο ποτισμένο χαρτί σε ψυχωσιομιμητικά φάρμακα (βλ. «έφαγα ένα χαρτί»=LSD, goof balls, βενζοδιαζεπίνες κλπ).

  2. Επίσημο έγγραφο (βλ. γραφειοκρατική απειλητική έκφραση «θα σε τυλίξω σε μια κόλλα χαρτί», δηλ. θα σε εμπλέξω στα γρανάζια της δημόσιας διοίκησης-δικαιοσύνης κι άντε μετά να αποδείξεις ότι δεν είσαι ελέφαντας, «έχω χαρτιά με βουλοκέρια», δηλ. είμαι νόμιμος τιτλούχος, «κάνε τα χαρτιά σου», δηλ. κάνε επίσημα μια αίτηση, καθώς και την εύστοχη κρητική παροιμία «τα ζώα τα δένουν με σχοινιά-τους ανθρώπους με χαρτιά» που δηλώνει την δεσμευτικότητα των νομικών εγγράφων).

  3. Τραπουλόχαρτο και μετωνυμικώς η χαρτοπαιξία. Προ αιώνος, η τράπουλα (ιταλ. Trappola = παγίδα, σήμερα carte da gioco / ναπολιτάνικα: piacentine) λέγονταν «χαρτάκια». Βλ. έκφραση «έχω καλό χαρτί», «δώσ' μου χαρτί», «θα παίξω το τελευταίο μου χαρτί» (δηλ. τελική κι αποφασιστική ενέργεια για την έκβαση ενός αγώνα) κ.α.

  4. Κωλόχαρτο. Συγκεκριμένα, όταν κάποιος παράτολμος (όχι τολμηρός) καθ’ έξιν κλανιάρης το παραξηλώσει, οι παριστάμενοι φωνάζουν: «Χαρτί! Δώστε του χαρτί!» (δηλαδή θα χεστείς!) Ανάλογη σημασία, έχει και η ιαχή αγανακτήσεως «σκίσου πούστη!» (= ξεκωλιάστηκες πια)...

  1. - Ψψψτ φιλαράκι! Θες γυναίκα;
    - Όχι!
    - Γουστάρεις να ποιείς κανα χαρτί; -Άσε με ήσυχο ρε φίλε...
    - Κοίτα ’δω, έχω ένα ρολόι χρυσό, ένα πενηντάρικο, το θες;
    - Μη μου γίνεσαι παλτό ρε φίλε! Ξεκουβάλα τ’ άκουσες;
    - Καλά ρε φίλε, πώς κάνεις έτσι; Το ψωμάκι μας πα’ να βγάλουμε...

  2. - Θα σου δείξε εγώ! Θα πάω σε δικηγόρο! Έχω χαρτιά εγώ!
    - Θα μου κλάσεις μια μάντρα λιμουζίνες...

  3. - Μπα-μπα; Τί βλέπω; Χαρτάκι-χαρτάκι; Το στρώσαμε βλέπω...
    - Ουστ από δω βρε κατσικοπόδαρε κι έχω φύλλο σήμερα!

  4. - Ωχ! Μεγάλε, μας την πέσανε... Πού είναι η τουαλέτα;
    - Από κει, αλλά νομίζω δεν έχει χαρτί.
    - Και τώρα;
    - Έχει κονφετί στο πάνω ντουλάπι, αν δε βαριέσαι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρερμηνεία από μεγάλους σε ηλικία για το σημαντικότερο εξάρτημα ενός τρακτέρ. Είναι το εξάρτημα που δίνει κίνηση (συνήθως είναι στο πίσω μέρος) σε όσα μηχανήματα την χρειάζονται.

Όταν ήρθαν τα πρώτα τρακτέρ στην Ελλάδα και οι αντιπρόσωποι των εταιριών 'κάναν τις επιδείξεις τους, ονόμαζαν το εξάρτημα αυτό Power take off. Δεν ήθελε πολύ οι γέροι που δεν ήξεραν από Εγγλέζικα να του δώσουν αυτήν την ονομασία που παραπέμπει σε Ρώσσο επιστήμονα!!!

Πριν περίπου 5 χρόνια με παίρνει τηλέφωνο ο παππούς μου για να τον βοηθήσω σε μία αβαρία του τρακτέρ. «Έσπασε το Παρτικόφ», μου λέει, «Έλα να με βοηθήσεις να το αλλάξουμε»! Ενώ έβγαλα όλες τις βίδες, το αναθεματισμένο δεν έβγαινε με την καμία. Παίρνω το manual του τρακτέρ και ψάχνω να βρω «Partikof»: στην θέση αυτού βρήκα το «Power take off».

-Βάλε λίγο γράσο στο Παρτικόφ, από χθες όλο θόρυβο κάνει.

(από Παπα-Άρης, 26/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πρώτο τραπέζι πίστα. Λέγεται και έτσι διότι ακουμπάς το πόδι σου στη πίστα και φαίνεται η κάλτσα.

- Φίλε μας βρήκες καλό τραπέζι;

- Τι να σου λέω τώρα ρε φίλε σε έφτιαξα πρώτο μάγκα. Το καλτσάτο σου ΄χω!

Βλ. επίσης πρώτο τραπέζι κάλτσα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρατσιστική ονομασία είδους φυσιγγίων κυνηγετικής καραμπίνας που προορίζονται αποκλειστικά για «κατ' οίκον» χρήση κατά διαρρηκτών.

Τα αλβανόσκαγια αποτελούνται συνήθως από διάφανο πλαστικό φυσίγγιο με περίπου 2-3 σκάγια. Αρκετά δηλαδή για να τσαλακώσουν τον διαρρήκτη χωρίς να τον σκοτώσουν.

Πληροφορήθηκα για την ύπαρξη των αλβανόσκαγιων από συνάδελφο που έπεσε θύμα διάρρηξης και αποφάσισε να με μισή καρδιά αγοράσει καραμπίνα για αυτοάμυνα (βλ. παράδειγμα).

Πραγματική συζήτηση σε κατάστημα με κυνηγετικά είδη:

- Καλημέρα σας, θα ήθελα να αγοράσω μια κυνηγετική καραμπίνα.
- Τι ακριβώς κυνηγάτε, πουλιά, λαγούς, αγριογούρουνα;
- Εμμ, εεε, να σάς πω, δεν είμαι και πολύ έμπειρος κυνηγός ξέρετε..
- Κατάλαβα, το θες για το σπίτι. Σου πω...θα πάρεις μια επαναληπτική χράπα-χρούπα που δεν μπλοκάρει κιόλας. Και μερικά αλβανόσκαγια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαρέλα στην διάλεκτο των μπετατζήδων (προφανώς λόγω της ομοιότητας του πίσω μέρους της με κρασοβάρελο) είναι η μπετονιέρα (το φορτηγό).

  1. από VHF:
    - Βαρέλα 2, πού είσαι;
    - Ξεφορτώνω, σε κανα μισάωρο θα 'μαι βάση.
    - Ωραίος, ξαναγεμίζεις και φεύγεις για Κονταξάκη.
    - Έγινε....

  2. - Σε τι κατάσταση βρισκόμαστε;
    - Δύο βαρέλες είναι οφ, τρεις στο εργοτάξιο του Θεοχαράκη, δύο στου Παπαδόπουλου και άλλες δύο σταντμπάϊ.
    - Σκατά... Πάρε τη μία με το που τελειώσει από Θεοχαράκη, να φύγει για Τερζόπουλο, και οι άλλες δύο φορτώνουν αμέσως για Φερτίδη. Συνεννοήσου και ενημέρωσε με.

(από Fotis Nitsiopoulos, 21/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Καθαρό» για την πιάτσα των αυτοκινήτων και των μηχανών, σημαίνει ότι ένα μεταχειρισμένο είναι σε καλή κατάσταση, δηλαδή δεν θα «κουράσει» τον επίδοξο αγοραστή με απρόσμενες εκπλήξεις. Με λίγα λόγια, αυτός που το είχε δεν του έχει γαμήσει την πίστη. Του έκανε τα σέρβις του, και το δούλευε σωστά.

Ο όρος προέρχεται από το ότι η μηχανή είναι καθαρή (ανέγγιχτη), δηλαδή δεν ανοίχτηκε ποτέ ο κινητήρας για επισκευή ή για πείραγμα. Ειδικότερα για τα αυτοκίνητα μπορεί να αναφέρεται και στο σασί (δηλαδή το αυτοκίνητο δεν είχε κάποιο γερό τράκο). Εξωτερικά, ένα μεταχειρισμένο μπορεί να φαίνεται τέλειο, αλλά μηχανικά ποτέ δεν ξέρεις. Μόνο μια έμπειρη μηχανικάντζα μπορεί να σε διαβεβαιώσει ότι το μεταχειρισμένο είναι «καθαρό».

- Γεια σας, ωραίο το ΚΤΜ, πόσο πάει;
- 7200, και είναι καθαρό. Τρεισήμισι χιλιάδες χιλιόμετρα έχει. Καινούριο πάει 9.300.
- Πριόνι, και καθαρό; Τι μας λες;
- Σου λέω, το τυπάκι το είχε τρεις μήνες. Κατά λάθος το πήρε. Το πουλάει για να πάρει αυτοκίνητο. Τι να σου λέω! - Θα το πάω σε δικό μου μηχανικό να μου βάλει τζίφρα ότι είναι καθαρό. Αν ναι, αύριο έχεις τον παρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τις γνωστές χειροπέδες, δεσμευτικές ή κόσμημα, απο το τούρκικο kelepce.

...τα χέρια μου στον κελεπτσέ , κι ο νους μου στην αγάπη ...

(στίχος απο το γνωστό άσμα «Δεν ξανακάνω φυλακή με τον Καπετανάκη»)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από την προφανή σημασία του κλασικού χορού, προφερόμενο λανθασμένα κυρίως από μεταφορείς, αποθηκάριους αλλά και λαζογερμανούς, αναφέρεται στην κατασκευή όπου στοιβάζονται και μεταφέρονται εμπορεύματα, γνωστή ανά τον κόσμο ως παλέτα, από το γαλλικό palette.

Επίσης το συναντούμε ως παλέτο ή και μπαλέτα.

- Αρχηγέ, πού να αφήσω το μπαλέτο με τα κεραμίδια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο συνήθης ορισμός αφορά την τσάπα, ίσως το πιο απλό εργαλείο σκαλίσματος η οποία όμως απογυμνώνει το χωράφι από κάθε λογής παράσιτο, αγριόχορτο κ.ο.κ.

Κατά το Καρδαμυλίτικο ιδίωμα άποψη, περιγράφει επίσης κάποιον ή κάτι το «γυμνό». Συνώνυμο με το «λαμνί», επίσης Καρδαμυλίτικης προελεύσεως.

- Γιάδε κατηβαίνω που λες στο Γιόσωνα και τους βλέπω να κολυμπούνε λαμνί..
- Λαμνί; τί είν αυτό;
- Εεε, δικέλλι βρε γιε μου..
- Αααα, λαμνί θα πει δικέλλι δηλαδή;
- Εαμέ.
- Kαι τι είπαμε ότι θα πει δικέλλι;
- Ε, άμε στο διάλο... άμ' εν ήξέρεις και το δικέλλι... πα' στο διάλο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη προέρχεται από τα γαλλικά (marqué(e) που σημαίνει σηματοδοτημένο, κατηγοριοποιημένο, ταμπελαρισμένο). Στην ανωτάτη ελληνική μαστορική σλανγκ μαρκέ σημαίνει «για τον συγκεκριμένο τύπο». Ο χαρακτηρισμός μαρκέ πάει συνήθως σε εργαλεία και ανταλλακτικά. Κάποιες φορές (λανθασμένα κττμγ) υπονοεί και το «κατά παραγγελία» (custom made).

Όπως λέει και ο σύντροφος Μαρξ, σκοπός κάθε εταιρείας είναι η μεγιστοποίηση του κέρδους, και ύστερα όλα τα άλλα. Οπότε οι μεγάλες εταιρείες θέλοντας να βγάλουν και από την μύγα ξίγκι, πατεντάρουν μηχανισμούς και εξαρτήματα των τελικών βιομηχανικών ή καταναλωτικών προϊόντων τους. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα, όταν αυτά τα μηχανήματα χαλάνε, ή όταν χρειάζονται συντήρηση, να αναγκάζουν τον ιδιοκτήτη να απευθύνεται στην ίδια εταιρεία (ή στο συμβεβλημένο συνεργείο, που ο μηχανικός του ακολουθεί συγκεκριμένα σεμινάρια και ο ιδιοκτήτης του πληρώνει νταβατζιλίκι στην μαμά εταιρεία). Άρα κονομάνε και από εκεί. Βεβαίως οι εταιρείες ισχυρίζονται ότι το κάνουν αυτό για την ασφάλεια του τελικού χρήστη, ώστε να μην ανοίγονται τα μηχανήματα από άσχετους και άλλα τέτοια φίδια...

Ένα παράδειγμα για να γινόμαστε πιο κατανοητοί: Τα μεγάλα επαγγελματικά εργαλεία της γερμανικής BOSCH (κομπρεσέρ π.χ.), για να τα λύσεις, έχουν γύρω στις δέκα ασφάλειες, που συγκρατούν τα εξαρτήματα μεταξύ τους. Κάποιες από αυτές είναι επίτηδες καλυμμένες ή περιπλεγμένες, δυσκολεύοντας ή καθιστώντας αδύνατον για κάποιον να τις απασφαλίσει (με τα κανονικά εργαλεία). Η BOSCH βέβαια παράγει και πουλάει (ακριβά) στα συμβεβλημένα συνεργεία, ένα εργαλείο (μαρκέ), ακριβώς για την αφαίρεση αυτών των ασφαλειών.

-Μάστορα, ψάχνω ένα εργαλείο για αυτό εδώ το παξιμάδι.
-Για δώσ' το εδώ. (βάζει γυαλάκι πρεσβυωπίας) Μπα δεν το 'χουμε. Είναι μαρκέ. Νομίζω ότι έχω δει ξανά τέτοια τετράγωνα μπουλόνια. Πρέπει να είναι από εξωλέμβια.
-Δίκιο έχεις, αλλά που θα βρω;
-Θα πάρεις τηλέφωνο στην εταιρεία από όπου την πήρες, και ή θα σου το πουλήσουν, ή θα σε στείλουν σε κάποιο συνεργείο εξειδικευμένο. Το μόνο που μπορώ να κάνω, είναι αφότου τα βγάλεις, να έρθεις εδώ και αν δεν είναι μαρκέ και τα μπουλόνια, να σου δώσω κάποια συνηθισμένα, να μην παιδευτείς την επόμενη φορά.
-Μερσί αφεντικό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified