Further tags

  1. Μπομπάρισμα καλείται η πράξη νόθευσης αλκοολούχων ποτών, κυρίως χυμών Σκωτίας, με σκοπό τη μετατροπή τους σε μπόμπες.

Το μπομπάρισμα ως τακτική αποφέρει μεν βραχυπρόθεσμα κέρδη στον επίδοξο βομβιστή (ή καλύτερα μπομπιστή) μπάρμαν ή ιδιοκτήτη μπαρακίου, αλλά μακροπρόθεσμα θα έχει μάλλον αρνητικά αποτελέσματα στον τζίρο, καθ' ότι οι θαμώνες μία την πατάνε, δύο την πατάνε, την τρίτη δεν ξαναπατάνε. Ή τουλάχιστον δεν θα 'πρεπε να ξαναπατάνε αν ήξεραν τι 'ναι καλό για το συκώτι, το στομάχι και το επόμενο πρωϊνό.

Το μπομπάρισμα συχνά δεν περιορίζεται μόνο στα αποστάγματα βύνης. Ακόμη και οι λεγόμενες βαρελίσιες μπύρες –το κατ'εξοχήν νούμερο ένα καταναλωτικό προϊόν, κατάλληλο για όλα τα γούστα, τα κοινωνικά στρώματα και όλες τις ηλικίες άνω των 18– μπομπάρονται για λόγους οικονομίας, με αποτέλεσμα, όπως είχε πει κι ένας σοφός άνθρωπος, «τι πράγμα 'ν' αυτό ρε φίλε, μία πίνεις, πέντε κατουράς».

Εννοείται φυσικά πως η τιμή δεν διαφοροποιείται μεταξύ του μπομπαρισμένου και του καθαρού. Αλλά λόγω κάποιου μυστήριου μηχανισμού, ενίοτε ο καταναλωτής καταφέρνει από 'να σημείο και μετά να αναγνωρίζει τη διαφορά στη γεύση και στο πρωϊνό ξύπνημα. Οι χρόνιοι καμένοι και κατεστραμμένοι εξαιρούνται του φαινομένου αυτού.

  1. Ως μπομπάρισμα αποκαλείται γενικά η νόθευση, ή (σε καθαρά ιδεολογικό επίπεδο) η παραπληροφόρηση, η πλύση εγκεφάλου κλπ. (Βλ. παραδείγματα 3 και 4).

Παράγωγα: μπομπαρισμένος, , -ο. Ρήμα: μπομπάρω, ενίοτε δε και μπομπαρίζω.

  1. Το έχεις ψάξει, στην νέα σου δουλειά, αν έχουν όλοι κανονικές άδειες λειτουργίας; και τα ποτά καθαρά ή μπομπαρισμένα; και σε τι τιμές; (Εδώ)

  2. Ο αντίπαλος. Το κόκκινο, το απλό, δεν μπορώ να το πιώ. Μου φαίνεται γρέντζο, νομίζω πως κατεβάζω και καρφιά στο λαιμό. Το μαύρο (12) είναι αξιοπρεπές, αλλά πολύ συνηθισμένο σαν μπομπαρισμένο ειδικά σε τσιφτεντελάδικα (20/30). Το πράσινο (15) δεν το ’χω δοκιμάσει, αλλά το Gold, το 18, είναι ένα από τα αγαπημένα μου. Μου το κάνει δώρο κάθε χρόνο ο φίλος μου ο ζωγράφος και το απολαμβάνω. Νέκταρ. Συστήνεται ανεπιφύλακτα. (27/30) (αν το βρείτε γύρω στα 52-55 ευρώ είναι μια καλή τιμή, πάρτε το). (Εκεί)

  3. ΔΗΜΗΤΡΗ(ΑΝΥΠΟΤΑΚΤΕ),ΚΑΙ «ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΕ», ΠΟΛΥ ΚΑΛΑ ΤΑ ΤΟΥΣ ΤΑ ΛΕΤΕ!!!
    ΤΕΤΟΙΟ ΜΠΟΜΠΑΡΙΣΜΑ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΥΤΕ ΣΤΟΝ ΥΙΟ ΜΟΥ ΔΕΝ ΘΑ ΚΑΤΑΦΕΡΝΑ ΝΑ ΤΟΥ ΚΑΝΩ.
    ΑΥΤΟΙ ΞΥΠΝΟΥΣΑΝ, ΚΟΙΜΟΝΤΟΥΣΑΝ, ΤΗΝ ING ΕΙΧΑΝ ΣΑ ΘΕΟ ΤΟΥΣ.
    ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ, ΑΣΦΑΛΙΣΤΕΣ ΕΙΜΑΣΤΕ ΓΙΑ ΤΑ ΜΠΑΖΑ. ΟΙ ΕΤΑΙΡΙΕΣ ΜΑΣ ΘΑ ΚΛΕΙΣΟΥΝ, ΘΑ ΜΕΙΝΟΥΜΕ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ, ΚΑΙ ΤΕΤΟΙΑ.
    ΤΩΡΑ ΠΑΛΗΚΑΡΑΚΙΑ ΤΗΣ «ΦΑΚΗΣ» ΤΙ ΛΕΤΕ;
    ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΟΛΟΣΣΟΣ ΣΑΣ ΝΑ ΣΑΣ ΣΩΣΕΙ;
    ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΜΟΥ ΞΕΡΕΤΕ ΤΙ ΛΕΝΕ;
    «ΙΔΟΥ Η ΡΟΔΟΣ ΙΔΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΠΗΔΗΜΑ» (Παρακεί)

  4. Γεροντική τρόμπα και άγιος ο θεός των αφισών υπέρ του χουντόδουλα. Α! Ρε αποτυχημένοι τρόμπες, που θα μιλήσετε για σωστό μπομπάρισμα.
    ΟΥΣΤ. (Παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επαγγελματική αργκό που υποδηλώνει ότι ένα ανταλλακτικό ή εξάρτημα είναι της πλάκας.

Ειδικά τα τελευταία χρόνια που όλα είναι κινέζικα και ιμιτασιόν, και άρα αμφιλεγόμενης ποιότητος, χρησιμοποιείται ακόμα πιο πολύ αφού συνήθως τα παίρνεις στο χέρι.

Η ρίζα βρίσκεται στα παιχνίδια που πουλούσαν στα πανηγύρια τα οποία χάλαγαν την επόμενη μέρα, εξ ου και η έκφραση της Κυριακής χαρά και της Δευτέρας λύπη.

— Φτού σου Ιούδα, γαμώ τα είδωλα μου γαμώ μέσα, πάλι χτύπησε έμβολο...
— Ε, με τα πανηγυριώτικα που πας και παίρνεις τι περιμένεις; Μόνο μαμά ανταλλακτικά από δω και πέρα.

Made in China (από notheitis, 24/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εργαλείο, εξάρτημα, πράγμα γενικώς που το παίρνεις για καλό και σου βγαίνει άχρηστο.

Ο όρος επειδή τέτοια πουλάνε την Πρωτοχρονιά στα πανηγύρια και στα σταντ των πλανόδιων μικροπωλητών.

Συνώνυμο: πανηγυριώτικα, πανηγυρτζίδικα, κατά τον ορισμό του notheitis.

-Σου άρεσε το ραδιοκασετόφωνο που σου έφερα δώρο στα γενέθλιά σου;
-Τι να μου άρεσε... Αυτό ήταν αγιοβασιλιάτικο! Με το που πήγα να πατήσω το κουμπί μου έμεινε στο χέρι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανώμαλα παραθετικά του κακός, που προέρχονται από λογοπαίγνιο με τη λέξη «χοίρος» και τα παραθετικά «χειρότερος, χείριστος».

Η έννοια είναι ακριβώς αυτή που καταλαβαίνετε: «πιο γουρούνι», «το απόλυτο γουρούνι». Πβ. και την έκφραση «το μη χοίρων βέλτιστον» (= αυτό που δεν αρμόζει στα γουρούνια είναι το καλύτερο).

Το α΄ συνθετικό «χοιρο-/-χοιρο» μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πλείστες όσες λέξεις, λογοπαίζοντας και με τη λέξη «χειρ-χειρός», π.χ. «χοιρόγραφο», «χοιροτεχνία», «εργόχοιρο», «χοιρούργος», «αυτόχοιρας» (όπου παίζουμε κατά τα γνωστά προπαροξύτονας εις -ας, π.χ. άνθρωπας, έμπορας κ.λ.π.), «χοιραφετημένος», «χοιραφέτηση», «εκεχοιρία»...

  1. Από εδώ:
    «Ήρθε ο καιρός να πάρω το αίμα μου πίσω. Τώρα αρχίζει ο αιώνας μου. Ο χοιρότερος αιών»

  2. (διάλογος σε εταιρεία εκτροφής χοίρων):
    - Άκου, αύξηση από μένα δεν παίρνεις! Βάλ' το καλά στο μυαλό σου! Και τώρα δίνε του!
    - Κύριε διευθυντά, ένα έχω να σας πω: είστε χοιρότερος και από τους χοίρους σας!

Θέλεις και λεζάντα, μωράκι μου; (από Αλάριχος Τεκέλογλου, 24/05/10)(από jesus, 24/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κάλαθος αχρήστων.

Χρησιμοποιείται όταν δεν θέλουμε να πούμε ξεκάθαρα ότι το αίτημα του ενδιαφερόμενου μας προκαλεί παντελή αδιαφορία, δίνοντας έτσι μια επίφαση επιμελούς καταχώρησης.

- Ναι, ναι κύριε Απιθανόπουλε, ο κ. Τμηματάρχης έχει επιληφθεί προσωπικά. Ναι, θα σας καλέσουμε εμείς.
(κλακ!)
- Χρήστο, στείλ' το παιδί μου στον στρογγυλό ντοσιέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα δίχτυα του ποδοσφαιρικού τέρματος.

Λέγονται έτσι από τους προπονητές της κερκίδας και άλλους ειδήμονες της στρογγυλής θεάς λόγω της ομοιότητας που έχει το σχήμα του πλεχτού με το κόψιμο του μπακλαβά στο ταψί.

  1. (Γεωργίου - Μητσικώστας)

...Μπέκαμ ρε, Μπέκαμ. Διαβήτης ο άνθρωπος και η μπάλα στο μπακλαβωτό. Είναι να μη σου φύγει το σκαλπ; Γεωργίου σπήκινγκ...

  1. Τον πούστη τον Νικοπολίδη έχει κατεβάσει τα ρολά, δε μπαίνει με τίποτα το τόπι στο μπακλαβωτό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Tο σουτιέν. Θήκη των μασταριώνε. Βυζοθήκη, βυζοσακούλα, βυζομπαλοσακούλα, βυζοσυσκευασία, μασταροσυσκευασία.

- Ανανία, το φελέκι σου, που είναι η μασταροθήκη μου;
- Δίπλα στη νουαζέτα χρυσή μου, δίπλα στο ντίλντο μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ασανσέρ, στη νηπιακή σλανγκ, εκ της συντομογραφίας «κατ/νος» («κατειλημμένος»).

Είναι τρισάθλιο, αλλά είμαι σίγουρος ότι πολλοί «εκεί έξω» (τι αμερικλανιά, αλήθεια!) θα έχουν χρησιμοποιήσει αυτό τον όρο.

  1. - Όταν ήμουν πολύ μικρός, έβλεπα το »κατ/νος« στο ασανσέρ και πάντα αναρωτιόμουν ποιός άθλιος λέγεται «Κατίνος» ... :lol: :lol: :lol: :lol:
    - Η σαπίλα πάει σύγνεφο (προσοχή στο -γν- :p ) από μικρή ηλικία. :oops:
    - Κλασσικα, αυτο ελεγα και εγω, αν και ηξερα οτι δεν λεει κατινος :rolleyes: (εδώ)

  2. Μαμά, πάτα το κουμπάκι να έρθει ο Κατίνος!

Κατίνος σε κάθε περίπτωση. Προσωπική φαβορίτα το δείπνο με τα κεριά. (από Galadriel, 02/06/10)

βλ. και ΣΧΗΣ, Κώνος, Θεσνίκη (Θεσσαλονίκη) κά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κωλόχαρτο με την κυριολεκτική σημασία του, αυτή του χαρτιού υγείας (άκου... «υγείας»). Προέρχεται από το πάτος (κώλος) και χαρτί.

Για περισσότερες λεπτομέρειες βλ. και τον ορισμό του Προφήτη, εξαιρώντας όμως την εξής έννοια: «Σε κάποιες περιπτώσεις χρησιμοποιείται και για έγγραφα ή βιβλία που μας είναι εντελώς άχρηστα (πτυχία, δημόσια έγγραφα, σχολικά συγγράμματα κ.ά.)».

Στην μη σλανγκική διάλεκτο, πατόχαρτο λέγεται το γυαλόχαρτο αντοχής για τρίψιμο ντουβαριών.

Πού πας ρε Καραμήτρο με το πατόχαρτο στην εξάρτυση;
— Έχω περίπολο και φάγαμε χτες κάτι γκοτζίλες... Καταλαβαίνεις.

ο μίτος της Αριάδνης (από perkins, 29/05/10)

Ακόμη: σκατόχαρτο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσιβί αποκαλείται και το βιογραφικό σημείωμα, εκ του Curriculum Vitae => CV => τσιβί.

  1. Θα κάτσω σπίτι σήμερα να ετοιμάσω το τσιβί μου.

  2. Ένα καλό τσιβί δεν είναι πάντα αρκετό για να σου εξασφαλίσει σήμερα μια θέση εργασίας.

  3. Η προθεσμία κατάθεσης των τσιβιών των υποψηφίων λήγει στις 30/06.

Πρβλ. και κουκουρίκουλουμ βιτάε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified