Further tags

Είθισται να λέμε ότι κάποιος ή κάτι είναι αμφιβόλου ποιότητας, χαρακτήρα, προέλευσης κλπ. Για συντομία και από μαγκιά όμως, λέμε «αμφιβόλου» σκέτο, πράγμα που καθιστά την έκφραση ειρωνικότερη.

  1. - Έχεις φάει ποτέ σουβλάκι από κει;
    - Μπα, μου κάνει λίγο αμφιβόλου...

  2. - Γαμώ του άντρες ο Λεфτέρης.
    - Μμ, τον κόβω για αμφιβόλου...

  3. Τι είναι όλ' αυτά; Πάλι σήκωσες το ντέλι της γειτονιάς; Σου έχω πει εξακόσιες φορές ότι είναι αμφιβόλου αυτά που πουλάει!

Η Αγγελική Αμφιβόλου-Αβυσσαλέου (από Vrastaman, 30/11/10)

βλ. και γενική αντί ονομαστικής

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το λουρί που φοράνε οι «φιλόζωοι» στο λαιμό των σκυλιών τους για να τα ελέγχουν, προκαλώντας τους πονόλαιμο και παροδική υποξεία όταν τα τραβούν από την αλυσίδα. Ενίοτε το λουρί αυτό εσωτερικά φέρει καρφιά και τραυματίζει σοβαρά το ζώο (δυστυχώς όχι το δίποδο).

  2. Το λαστιχάκι που βρίσκεται μέσα στο κουτί του φίλτρου αέρα των κινητήρων αυτοκινήτων και μοτοσυκλετών, με σκοπό να καθορίζει κατά κάποιο τρόπο την ποσότητα εισαγωγής αέρα και κατά συνέπεια την περιεκτικότητά του προς καύση μείγματος.

  1. Γερμανική έρευνα απέδειξε ότι 46 στους 50 σκύλους που φορούσαν πνίχτη είχαν τραυματιστεί στο λαιμό, στην τραχεία ή στην πλάτη, ενώ 35 στους 50 θα υπέφεραν για όλη τους τη ζωή από χρόνιες τραχείτιδες, αναπνευστικά προβλήματα και άλλα σοβαρά θέματα υγείας.

Αναφερόμενοι σε παλιές και «απαρχαιωμένες» μεθόδους εκπαίδευσης και συγκεκριμένα στη χρήση του πνίχτη, η πλειονότητα των ειδικών του χώρου (εκπαιδευτές, κτηνίατροι, εκτροφείς) τονίζουν ομόφωνα ότι πρόκειται για τη χειρότερη μέθοδο εκπαίδευσης που θα μπορούσε να υπάρχει. Ο πνίχτης δεν είναι παρά ένα εργαλείο τιμωρίας και βασανισμού των ζώων και αποδεικνύει μόνο την αδυναμία των εκπαιδευτών να διδάξουν και να επικοινωνήσουν με τους σκύλους.

...από ιστότοπο.

2..α. ο πνιχτης παντως δεν ειναι ουτε το ενα σωληνακι ουτε το αλλο.ο πνιχτης ειναι αυτη η λαστιχενια εισοδος του αερα στο φιλτροκουτι, μην πας να το βγαλεις γιατι μετα δεν θα θα μπερδευτει το ιντζεκτιον επειδη δεν θα ρεει γραμικα και ομοιομορφα ο αερας μεσα στο φιλτροκουτι....

β. Εχεις τσεκαρει μεσα στο φιλτροκουτι ενα σωληνα 1 εκατοστο διαμετρο περιπου , αυτο νομιζω λεγεται πνίχτης (οχι μοντελοπνιχτης! :D ), και αυτο ειναι που ρυθμιζει κατα ενα μεγαλο ποσσοστο την εισροη αερα στο φιλτροκουτι σου.

....από μοτοφόρουμς...

(από perkins, 01/12/10)(από perkins, 01/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το κάγκανος (ξερός / κατάξερος / κατάλληλος προς καύση) που είναι λέξη Ομηρική, η οποία διασώζεται στα βλάχικα (παρεμπιπτόντως «γκαγκάνι» αποκαλούν οι βλάχοι το γαϊδουράγκαθο).

«… ΠΕΡΙ ΔΕ ΞΥΛΑ ΚΑΓΚΑΝΑ ΘΗΚΑΝ ΑΥΑ ΠΑΛΑΙ ΠΕΡΙΚΗΛΑ ΝΕΟΝ ΚΕΚΕΑΣΜΕΝΑ ΧΑΛΚΩ ΚΑΙ ΔΑΙΔΑΣ ΜΕΤΕΜΙΣΓΟΝ...»
Οδύσσεια σ 309

«…ΥΠΟ ΔΕ ΞΥΛΑ ΚΑΓΚΑΝΑ ΚΕΙΤΑΙ ΩΣ ΤΟΥ ΚΑΛΑ ΡΕΕΘΡΑ ΠΥΡΙ ΦΛΕΞΕΤΟ ΖΕΕ Δ ΥΔΩΡ…» Ιλιάδα Φ 364

Γκάγκανο σημαίνει:

  1. ξερό / κατάξερο / στεγνό ξύλο / κούτσουρο / λιανόκλαδο που χρησιμοποιείται για προσάναμμα.

  2. Όταν μιλάμε για φαγητό (κυρίως ψητό κρέας): το καμένο, το υπερβολικά ψημένο, αυτό που έχει τόσο στεγνώσει απ’ το ψήσιμο που δεν τρώγεται.

  3. Το λιοπύρι, τον καύσωνα, το καταμεσήμερο καλοκαιριάτικα, το μέρος που ενώ καίει ο τόπος απ’ τη ζέστη δεν προσφέρει σκιά.

  4. Όταν μιλάμε για πρόσωπα στην έκφραση «Έχω γίνει γκάγκανο!» σημαίνει πως έχω μαυρίσει υπερβολικά από τον ήλιο / την ηλιοθεραπεία, έχω γίνει κατάμαυρος / αράπης (, βλ σχόλια των Bubis, Ο ΑΛΛΟΣ).

  5. Σαν βρισιά με την έννοια του κούτσουρου σημαίνει: βλάκας, χαζός, αλλά χρησιμοποιείται παρομοίως και σαν ουσιαστικό με την έννοια της βλακείας, της λόξας, της ιδιοτροπίας.

  6. Το αρσενικό, γκάγκανος, εκτός από το κατάμαυρος (υπάρχουν και τα μαυρογκάγκανος και καραγκάγκανος, υπερ-υπερθετικός) εκτοξεύεται υποτιμητικά σαν χλεύη ή και βρισιά προς μαυριδερούς ή και μαύρους, οπότε και είναι καθαρά ρατσιστικό και σημαίνει όλα όσα υποτιμητικά αποδίδονται σε μαύρους και γύφτους από τους ντεμέκ ανώτερους λευκούς (πχ. βρώμικος, μπασκλασαρία, ανίκανος).

Προσοχή: το θηλυκό με την έννοια «μαυρισμένη» καλύπτεται από το γκάγκανο.

  1. Η γκαγκάνα σαν λέξη υπάρχει και σημαίνει:
  • το σαγόνι (κυριολεκτικά ζώου, αλλά και για άτομα με ασυνήθιστα μεγάλη γνάθο),
  • τη μεγάλη γαμψή μύτη,
  • το μεγάλο κεφάλι,
  • την πολύ ψηλή και άχαρη / άσχημη γυναίκα.

    1. Το ρήμα γκαγκανιάζω σημαίνει εκτός από «μαυρίζω» (μπορεί κι απ’ το κακό μου) και ξεραίνομαι / σταφιδιάζω / στεγνώνω από τη δίψα.
  1. - Τι ‘ναι αυτό το γκάγκανο μωρή; - Σουβλάκι. - Να το βάλεις ξανά στον πάτο σου. Γαμώ το σενιάν μου, γαμώ.

  2. Το άμοιρο το ζωντανό είναι δεμένο εκεί, στο γκάγκανο παρατημένο.

  3. - Μωρή, βάλε ταν-ταν κι έχεις γίνει γκάγκανο!! - Μωρό μου, πόσο με νοιάζεσαι!! Χύσε λίγο πάνω μου που με φτιάχνει. Έεελαα!! Ξες εσύ!!

5α. – Μπλα, μπλα, μπλα, … μπλι, μπλα, μπλο… – Σκάσε πια βρε γκάγκανο!!! Μας έπρηξες τ’ αρχίδια.

5β. ...Ποτέ δεν είχα το γκάγκανο να μετράω τα posts μου. Τελευταία όμως με έχει πιάσει συγγραφικός οίστρος… (από μπλογκ)

  1. …Μην ακούω για Γκοβού και Μπουμσόνγκ. Για τα μπάζα κι οι δύο τους. Μισό Σαλπι δεν κάνει ο γκάγκανος ο Γκοβού κι όσο για τον κίλερ, πιο σοφτ κι από βούτυρο είναι…» (από μπλογκ)

7β. – Είδες τη γκαγκάνα της; - Πρώτ’ αυτή έστριψε τη γωνία κι έπειτα η υπόλοιπη Σούλα. - Γουστάρησα ξαφνικά Αλμοδόβαρ. - Αν δε γούσταρα τη Ρόσσυ θα ‘λεγα πως τουκανίζεις.

  1. – Σιγά, θα νταλακιάσεις!! - Άσε ρε και γκαγκανιάσαμε τόσες ώρες στη βάρκα. - Καλά, γιατί, δεν είχατε νερό; - Το μαλάκα τον Χρήστο ρώτα, που πήρε τσίπουρο αντί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην ναυτική ορολογία ο μπουλμές είναι ο τοίχος μέσα στο πλοίο.

Χτύπαγα το κεφάλι μου στον μπουλμέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην ναυτική ορολογία, το μπουγέλο αναφέρεται στον κουβά.

Πάρε το μπουγελάκι σου και σ' άλλη παραλία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιστορική αναδρομή.
Κολυνός (Kolynos) ήταν η μάρκα της πρώτης οδοντόκρεμας που κυκλοφόρησε ευρέως στην ελληνική αγορά, και επίσης του πρώτου προϊόντος σε συσκευασία σωληνάριου που κυκλοφόρησε ευρέως στην χώρα μας.

Φαινόμενο κολυνός.
Η κολυνός ήταν το πρώτο generic προϊόν στην ελληνική αγορά. Δλδ, ένα προϊόν που ουσιαστικά ορίζει μια κατηγορία προϊόντων. Για παράδειγμα σκεφτείτε την κόκα κόλα (παραγγέλετε κοκα κόλα, αλλά μπορεί να έλθει pepsi ή sinalco cola), ή τον νες (τον ζεστό στιγμιαίο καφέ, για τον οποίο κανένας δεν εγγυάται ότι δεν φτιάχτηκε με jacobs), ή τα προϊόντα της bic, που όλα δημιούργησαν οικογένειες προϊόντων (πλην του καλτσόν) κ.λ.π. Στην περίπτωση της κολυνός βέβαια, έχουμε το εξής μοναδικό φαινόμενο: όχι μόνο η συγκεκριμένη μάρκα έφτασε να σημαίνει όλες τις οδοντόκρεμες, αλλά και οτιδήποτε πουλιόταν σε σωληνάριο.

Κολυνός και σλανγκ.
Αυτό ακριβώς το φαινόμενο (το οποίο βέβαια πέθανε στις αρχές της δεκαετίας του '80), παρουσιάζει ένα έντονο σλανγκ ενδιαφέρον.

Οπότε, όταν η γιαγιά σας, ή ο παππούς σας λέει, δώσε μου τον κολυνό, εννοεί σίγουρα κάτι που είναι σε σωληνάριο. Τώρα για το τι είναι αυτό θα σας γελάσω. Μπορεί να είναι:
- η οδοντόκρεμα (που σίγουρα δεν είναι μάρκας κολυνός), η κρέμα ξυρίσματος του παππού σας (πιθανόν να είναι και μάρκας κολυνός, γιατί κυκλοφορεί ακόμα)
-η κρέμα της μάνας σας
-τσιμεντόστοκος σε σωληνάριο.

Αξιοσημείωτο επίσης είναι ότι η κολυνός είναι ερμαφρόδιτη όσον αφορά το γένος, αφού πλειστάκις (χρόνια ήθελα να χρησιμοποιήσω αυτό το επίρρημα και δεν κόλλαγε) χρησιμοποιείται και το αρσενικό «ο κολυνός», «τον κολυνό».

από το διαδίκτυο:

... Φαντασθείτε τι ισχυρό μπραντνέϊμ ήταν, αφού όταν έπεσε το 60 στην αγορά και η Κολγκέιτ, ο κόσμος την ζήταγε στα περίπτερα «Μια κολυνός« ...

...καλα δε ξερεις τη Κολυνος που ειχαν οι παππουδες μας κ φτιαχνανε σαπουναδα στο...

...Και η γιαγιά μας η μακαρίτισσα μάς έλεγε «πήγαινε, χαρά μου, να μου πάρεις μία Κολυνός απ’ το μπακάλη» και με τον όρο «Κολυνός» (Kolynos) εννοούσε μία οποιαδήποτε οδοντόκρεμα, όχι απαραίτητα τη συγκεκριμένη μάρκα...

(από GATZMAN, 02/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χαλάκι στη πόρτα εισόδου κατοικίας όπου σκουπίζουν και καθαρίζουν τις σόλες των υποδημάτων τους οι εισερχόμενοι.

Χρησιμοποιείται εναλλακτικά, για ποικιλία, αντί των συνώνυμων του: πατάκι, ταπέτο εξώπορτας, τσουλάκι.

Έτσι ακριβώς λέγεται και στη Τουρκία.

- Πριν μπεις, σκούπισε σε παρακαλώ τα πόδια σου στο πασπάς.

(από iwn, 06/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο ίδιο νοηματικό πλαίσιο με τον υφιστάμενο ορισμό, κροκοδειλάκια είναι οι απολήξεις καλωδίων με δαγκάνες που τους επιτρέπουν να γαντζώνονται σε πόλους μπαταρίας, σε άλλα καλώδια κλπ.

Κροκοδειλάκια, έτσι σκέτα, είναι ειδικά τα καλώδια με τέτοιες απολήξεις που χρησιμοποιούνται για να πάρουμε ρεύμα από άλλο αυτοκίνητο, αν έχει μείνει το δικό μας από μπαταρία.

Αυτονόητη η προέλευση από τις δαγκάνες του κροκόδειλου.

  1. Από εδώ:

Χρειάστηκε να βγάλω τους πόλους της μπαταρίας για check-up της μπαταρίας και μάλλον επειδή έβαλα πρώτα τον αρνητικό πόλο(-) κ μετά τον θετικό(+),μου ξανακλείδωσε το κοντέρ στα 999999. Αυτό το φαινόμενο είναι ΑΙΣΧΟΣ! Δεν γίνεται με το παραμικρό να κλειδώνει το κοντέρ. Το ίδιο έπαθα τις προάλλες με την μπαταρία που με άφησε κ επίσης απ' ό,τι έμαθα μπορεί να συμβεί με δανεισμό από άλλο όχημα (κροκοδειλάκια) κ τώρα βγάζοντας απλά τους πόλους!

  1. Από εδώ:

Οπότε αν δεν σκάσω τα 70 ευρώ για να κάνω αυτήν την μετατροπούλα, δεν πρόκειται να μπορέσω να φορτίσω την μπαταρία χωρίς να την βγάλω, σωστά; Αφού η μπαταρία χρειάζεται οπωσδήποτε βγάλσιμο στην περίπτωσή μου, τότε απλά αγοράζω τον φορτιστή, βγάζω την μπαταρία, την συνδέω στο φορτιστή με τα κροκοδειλάκια και τελείωσα, έτσι;

  1. Απόσπασμα εμπορικού καταλόγου από εδώ - τα καλώδια δεν αφορούν μπαταρίες αυτοκινήτου:

ΣΕΤ 10 ΚΑΛΩΔΙΩΝ ΜΕ ΚΡΟΚΟΔΕΙΛΑΚΙΑ 5 ΧΡΩΜΑΤΑ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα αυλάκια στο πέλμα του λάστιχου (αυτοκινήτου, πούλμαν, κλπ). Λέγονται έτσι λόγω του σχεδίου που σχηματίζουν, που θυμίζει και καλούα μπακλαβά.

Ο όρος αυτός προέρχεται από τους παλιούς συνεργατζήδες.

Είδη μπακλαβά: ψαροκόκκαλο και «καράφλα». Ένα πέλμα λέγεται καραφλό αν δεν έχει μαμίσιο ψηλό μπακλαβά, ή αν αυτός έχει φθαρεί από την πολλή χρήση.

  1. Τον χειμωνα βαζουμε λαστιχα με «μπακλαβα» κατα προτιμηση «ψαροκοκκαλο». το καλοκαιρι βαζουμε καραφλα.
    (από το νέτι)

  2. το ζήτημα είναι αν το πέλμα (ο «μπακλαβάς» για τους παλιούς) του ελαστικού είναι καθαρό για να μπορεί να γραπώσει στην επιφάνεια στην οποία κινείται.
    (από το νέτι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μονάδα (και αντικείμενο) μέτρησης της σάλτας. Όπως θερμόμετρο, βαρόμετρο, υγρόμετρο, σλανγκόμετρο και άλλα εις -όμετρο. Επίσης, χαρακτηρισμός προσώπου.

Το αντικείμενο: ακαθορίστου σχήματος και υφής όμετρο, με το οποίο μετράται ο βαθμός τρέλας που επικρατεί σε μια συγκεκριμένη περίσταση ή που χαρακτηρίζει ένα συγκεκριμένο άτομο. Νομίζω ότι ο Νταλής έχει ζωγραφίσει κάτι τέτοια (μη με πιστέψετε περδικαλώ).

Το καλολογικό επίθετο, ή μάλλον κατηγορούμενο: τρελόμετρο χαρακτηρίζεται αυτός που συμπεριφέρεται ωσάν τρελός, που είναι εντελώς τελείως καμένος, μπλε, τρελοκομείο. Συνώνυμο στο θηλυκό: τρελοκαμπέρω.

  1. - Πώς περάσατε χθες στο σπίτι του Σάκη;
    - Έχασες! Τα άτομα είναι εντελώς τελείως καμένα, το τρελόμετρο χτύπησε κόκκινο...

  2. - Πώς τα πάει ο Μάριος με την 4873265η γκόμενά του;
    - Γάμησέ τα, πάλι με τρελόμετρο τά 'φτιαξε, δεν σώζεται ο τύπος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified