Further tags

Παράγεται από την λέξη τσαχπίνης και την πορτογαλική κατάληξη -inio (μετάφραση -ούλης) που δηλώνει καταγωγή ή στυλ βραζιλιάνικο.

Χαρακτηρισμός για ποδοσφαιριστές που, ενώ φαινομενικά μιλάν στο τόπι, επί της ουσίας δεν ανταλλάσσουν ούτε καλημέρα, με τα παρακάτω γνωρίσματα. Η θέση τους βρίσκεται κοντά στη γραμμή του πλαγίου άουτ (σλανγκιστί «ασβέστης»), θεωρούνται διεμβολιστές και ωραίοι ντριπλέρ, και πάντα μα πάντα είναι κάτω του μετρίου και του αναμενόμενου.

Συνήθως κατάγονται από την Βραζιλία, αλλά όχι πάντα. Καθυστερούν όσο δεν πάει άλλο το παιχνίδι της ομάδας τους και, τις περισσότερες φορές, αντί να περνάν τον αντίπαλο τρώνε σαβούρντες περιμένοντας μάταια το κοράκι να σφυρίξει. Δεν δίνουν πάσα ούτε από το δεξί πόδι στο αριστερό. Τα βάζουν με τον κακό προπονητή που δεν τους εμπιστεύεται και οι περισσότεροι λένε για αυτούς «Αν είχε μυαλό αυτός θα έκανε καριέρα».

- Έμαθες τον καινούριο Βραζιλιάνο εξτρέμ που πήρε η ομαδάρα;
- Ναι μωρέ, σιγά τα λάχανα. Άλλος ένας τσαχπίνιο που θα μας ζαλίσει τα ούμπαλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναικείο (ως επί το πλείστον) ένδυμα, συνήθως τσίτι, αγορασμένο από λαϊκή αγορά (κοινώς παζάρι), που προσομοιάζει ελαφρώς με έτερο τσίτι αγορασμένο από τα zara, και επιδεικνύεται με υποβόσκουσα καταναλωτική υπερηφάνεια, λόγω της εξευτελιστικά χαμηλής τιμής του, ακόμη και μετά την ανακάλυψη της τρύπας μεγέθους εικοσάλεπτου κάτω από την αυτοκόλλητη ταμπελίτσα, που βρίσκεται κολλημένη σε ύποπτο σημείο του εν λόγω τσιτίου (είναι δόκιμο τώρα αυτό; anyway...)

- Καλέ τι ωραίο το κρουαζέ σου!
- Σ' αρέζει; Παzara, 5 ευρά τα δύο. Το πήρα και σε σικλαμέν!
- Γουάου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ευμέγεθες πούρο, στην μπρουτάλ αργκό των Ελλήνων πουρο-aficionados.

Από το φισέκι > Τουρκ. fişek (αντιδάνειο εκ του φυσίγγιο).

- Λίλιαν, είσαι να κτυπήσουμε ένα φουσέκι totalmente a mano;
- Γκρρρ, το έπιασα το υπονοούμενο...
- Σε καλό μας, ευθυμήσαμε πάλι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με πάει πλυντήριο, υπέστην δηλαδή την εκδίκηση του Μοντεζούμα.

Και για όποιον δεν κατάλαβε: με πάει τσίρλα, τσιρλιπιπί, τριστλιπιτί, αίμα και πανί πινέλο, τσιλιό, κοπίδι, μίλκο, σερπαντίνα, κομφετί, κόψιμο, τσιμέντο, ξεσπόρι, πρωκτοζούμι, κωλοσφιξούρα, κωλοπιλάλα.

- Εικοσιεννιά κατασκευαστές πλυντηρίων συνιστούν Imodium®!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν αναφερόμεθα σε συγγρουσιακά πανηγύρια και στις μοιραίες συνέπειες αυτών. Κυριολεκτικά, τουλάστιχον.

Συγγρού αποκαλείται πλέον το κόμμα της Νέας Δημοπρασίας, μετά την πρόσφατη μετεγκατάστασή του από την Ρηγίλλης. Quelle déchéance!

- Τρία πουλάκια κάθονται στη Συγγρού. Την ώρα που η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ δείχνει να σηκώνει τα χέρια ψηλά, οι προτάσεις που κομίζει το έτερο κόμμα εξουσίας επιτείνουν την απογοήτευση σε όσους ήλπιζαν ότι η κρίση θα έβαζε επιτέλους ταφόπλακα στη φαυλότητα της μεταπολίτευσης.
(εδώ)

- Οικονομικό κραχ στη Συγγρού. Δυσκολεύεται ακόμη και για την πληρωμή του ενοικίου στον ιδιοκτήτη των νέων της γραφείων και αναζητεί επειγόντως ένα... μνημόνιο με τις τράπεζες
(εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέος (εδώ δε διαφωνούμε με τον προλαλήσαντα)

Η λέξη, ως έκφραση, είναι παραπεμπτική (δλδ λέμε κάτι για να αντιληφθεί ο συνομιλητής μας τι εννοούμε χωρίς να το αναφέρουμε κυριολεκτικά).

Από το λατινικό vilis - vilis - vile (επίθετο τριγενές και δικατάληκτο είναι) = ποταπός, χωρίς αξία, ουτιδανός, διαδεδομένο ανά τη Μεσόγειο με τη συγκεκριμένη σημασία από τους βενετσιάνους εμπόρους και τους οκσιτανούς και καταλανούς ναύτες.

Η λέξη είναι πρακτικά άγνωστη στην κυρίως Ελλάδα. Εν τούτοις έχει χρησιμοποιηθεί όπως θα φανεί από το παράδειγμα που παρατίθεται (παραμύθι)

Ένας καλικάντζαρος ήταν απελπισμένος επειδή η γυναίκα του γεννούσε όλο κόρες. Και ήταν πάλι έγκυος. Πάει λοιπόν στη μαμή και της λέει: Αν μου βγάλεις αρσενικό, θα έχεις ένα πουγκί φλουριά. Αν μου βγάλεις θηλυκό, θα πέσει φωτιά αν σε κάψει! Έχε το νού σου!
Τι να κάνει η μαμή... δεν είχε επιλογή φαίνεται. Ξεγεννάει την καλικατζαρίνα και προς απελπισία και των δυο, το παιδί ήταν πάλι κορίτσι. Φτιάχνουν λοιπόν ένα κέρινο πέος (τοτε δεν υπήρχαν sexshops να το αγοράσουν), το εφαρμόζουν κατάλληλα και παρουσιάζουν στον πανευτυχή καλικάντζαρο το παιδί ως αγόρι. Κάποτε όμως η απάτη απεκαλύφθη. Οπότε ο καλικάντζαρος παίρνει το τεκμήριο της απάτης κι έτρεχε προς το σπίτι της μαμής έξαλλος, ουρλιάζοντας: Κυρά μαμή, κυρά μαμή... ψεύτικο είναι το βιλί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κιβούρι < κιβώριον από το αραβικό / εβραϊκό keber (και όχι μέσω της τουρκικής, διότι ο όρος «κιβώριον» είναι ασφαλώς προγενέστερος του 15ου αι.), που σημαίνει τάφο αγίου στον οποίο γινόταν προσκύνημα. Κιβούρι, ποιητικά πια, σημαίνει τάφος.

Κιβώριον επίσης λέγεται και το παλαιοχριστιανικό αψιδοειδές κάλυμμα της Αγίας Τράπεζας που στηριζόταν πάνω σε τέσσερις κολώνες, επειδή η Αγία Τράπεζα, θεωρητικά τουλάχιστο, στέκεται πάνω σε οστά αγίου, σύμφωνα με το Αποκ. στ΄9 «και είδον υποκάτω του θυσιαστηρίου τας ψυχάς των εσφαγμένων δια τον λόγον του Θεού και την μαρτυρίαν του αρνίου ήν είχον'». Εάν δεν υπάρχουν οστά αγίου, κάθε επίπεδη επιφάνεια μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως Αγία Τράπεζα εφόσον επιστρωθεί με το Ιερό Αντιμνήσιον, ένα ύφασμα κεντημένος με το Πάθος του Ιησού στο οποίο είναι ραμμένα οστά αγίων.

Δυστυχώς το αντικείμενο ήταν πολύ εύθραυστο και σώζεται μόνο ένα γνήσιο, στην περίφημη Καταπολιανή της Παροικίας Πάρου (4-7oς, η οποία είχε χτιστεί πριν ακόμα καθιερωθεί ο πλήρης διαχωρισμός του Ιερού από τον Κυρίως Ναό, πριν δηλαδή σχηματισθεί το Τέμπλο.

Σήμερα υπάρχουν μερικά κιβώρια κατασκευασμένα κατ' αντιγραφή σε διάφορες εκκλησίες.

  1. Θα σε κάνω να σκάψεις το κιβούρι σου με τα ίδια σου τα χέρια.

  2. Θα σου σκάψω το κιβούρι αν το ξανακάνεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το πίσω κινούμενο μέρος του τόρνου όπου προσαρμόζεται το εξάρτημα εκείνο (άκα πόντα - βλ. μύδι 1) στο οποίο τοποθετείται το κέντρο του πίσω μέρους του προς τόρνευση κομματιού.

Το μπροστά μέρος τού προς τόρνευση κομματιού, τοποθετείται σε ένα σταθερό -ως προς την κάθετη και οριζόντια μετακίνηση- περιστρεφόμενο μέρος (άκα τσοκ - βλ. μύδι 1), όπου σφίγγεται και περιστρέφεται κι αυτό, ενώ το εργαλείο κοπής (που τοποθετείται στο εργαλειοφορείο - βλ. μύδι 1), το οποίο συνήθως προωθείτε κάθετα και παράλληλα ως προς το άξονα του κατεργαζόμενου κομματιού, αφαιρεί υλικό και του δίνει το επιθυμητό σχήμα.

- Γιώρη! κότσαρε μια την καινούρια πόντα στην κουκουβάγια.
- Καλά ρε αφεντικό, πότε πρόλαβες και σκάτζαρες πόντες;
- Ε, τι, μαρούλια πεταλώνουμε!

(από PUNKELISD, 14/05/11)Στα αριστερά φαίνεται η πόντα και μέρος της κουκουβάγιας ενώ στα δεξιά διακρίνεται  το τσοκ. Φαίνεται επίσης καθαρά και το εργαλείο κοπής. (από PUNKELISD, 14/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποζύγιο, είτε ως μεταφορικό, είτε ως ζώο ζευγμένο σε μαγκάνι. Γενικότερα γαϊδούρι ή μουλάρι.

Συναφές προς το της Κοινής Ελληνικής κάματος = κόπος, εξ ου και οι νεολογισμοί μεροκάματο, μεροκαματιάρης.

Σημαντική λέξη διότι διατηρεί την αρχαία σημασία του κάμνω = κοπιάζω.

Είκοσι καματερά προικιά κουβαλήσαμε από της νύφης στου γαμπρού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άψογο, σε άριστη κατάσταση, τζιτζί, τζετ, κουφέτο.

Συνήθως για αντικείμενα: μηχανάκια, αμάξια, διαμερίσματα κλπ. Λιγότερο για πρόσωπα, ιδίως για ευειδείς κορασίδες, π.χ. πένα το μουνί.

Παλιότερα (σήμερα αρκετά λιγότερο) λέγαμε στην πένα, προκειμένου για κάποιον υπέρκομψα ντυμένο. Η πρόθεση κάπου χάθηκε στην πορεία (σλανγκική οικονομία) και απέμεινε το σκέτο πένα εν είδει τροπικού επιρρήματος.

Γιατί όμως πένα; Είμαι βέβαιος πως θα υπάρχουν κι άλλες απόψεις, ίσως περισσότερο τεκμηριωμένες, η δική μου ωστόσο είναι πως αναφέρεται στις πένες γραψίματος. Η καλή πένα (Mont Blanc κ.τ.τ.) είναι ένα αντικείμενο πολυτελείας. Παραπέμπει στην καλλιέργεια του κατόχου της, το λεπτουργημένο γούστο του ως φορέα πολιτισμικού κεφαλαίου. Ένα αντικείμενο κύρους. Ο Ουμπέρτο Έκο έχει αναφερθεί συχνά στην απόλαυση από την (υλική) πράξη της γραφής με μια ακριβή πένα, μια αίσθηση στιλπνότητας και πλήρωσης. Κι ο Roland Barthes έχει γράψει πολλά επί του θεμάτου, ο Khan μπορεί να μας διαφωτίσει σχετικά.

  1. Που λες είχα πλύνει χτες το αμαξάκι μου, του περνάω και το κεράκι του, πένα έγινε. Και σήμερα η κωλοβρόχα μου το έκανε μουνί.

  2. Φίλε μου το μοτέρ του είναι πένα. Έχει γράψει ελάχιστα, ο προηγούμενος ιδιοκτήτης μόνο Σ/Κ το έβγαζε για χαλαρή βόλτα με την οικογένειά του.

  3. Μου σκάει χτες η Βάσω πένα, με μινάκι ώς τις αμυγδαλές, τρίπατο γοβίδι και κόκκινο τσιμπουκόχειλο. Να τον βγάλεις έξω να τον χτυπάς στα πλακάκια.

Εκ του λατινικού penna (φτερό) (από Vrastaman, 17/05/11)Η πένα είναι πιο δυνατή από το σπαθί. Αλλά μόνο εάν ανήκει στο Τσακ Νόρρις. (από Vrastaman, 17/05/11)(από Khan, 28/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified