Further tags

Το σημείο που αράζει, που ακουμπά, που βολεύεται ο κώλος. Πιθανώς κατά το αραξοβόλι.

Προτιμώ την γραφή -κωλ- αντί του -κολ- ή -kohl-.

Από εδώ:

Και κάπου έχουμε τρελαθεί , πριν λίγο καιρό αγόρασα αερόστρωμα κατά των κατακλίσεων για ολόκληρο κρεβάτι με απόδειξη και εγγύηση αντί 140 € *, τι σόι προσφορά είναι το διαφημιζόμενο με 340 € , έχει χρυσές γιρλάντες στο αραξοκόλι ;

Σ.σ. Το αερόστρωμα είναι «... ένα ειδικό στρώμα που λειτουργεί μόνο με αντλία, η οποία ουσιαστικά, αφού ρυθμιστεί, το φουσκώνει και το ξεφουσκώνει. Προλαμβάνει τα έλκη κατάκλισης, καθώς ο αέρας εναλλάσσεται τμηματικά μέσα στους αεροθαλάμους. Έτσι, κανένα σημείο το σώματος δεν πιέζεται συνεχόμενα αλλά αερίζεται και δεν ιδρώνει». Πηγή εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published

Είναι ο «προβολέας παρακολουθήσεως», ο προβολέας δηλαδή που εκπέμπει ισχυρή και συγκεντρωμένη δέσμη φωτός. Χρησιμοποιείται σε διάφορες σκηνές θεαμάτων (θέατρο, συναυλίες, τσίρκα κλπ) για να φωτίζει ένα συγκεκριμένο κομμάτι της παράστασης, δίνοντάς του έμφαση, ιδίως κάποιον πρωταγωνιστή.

  1. Από εδώ:

Όταν πρωτοήρθε το «Holiday on Ice» στην Αθήνα δούλεψα ως μεταφράστρια του αρχιφωτιστή. Κάποια στιγμή άρχισα να χειρίζομαι η ίδια το κεντρικό «κανόνι». Φώτιζα τους πρωταγωνιστές. Μαγεία!

  1. Από εδώ (εμπορικός κατάλογος):

Προβολέας παρακολουθήσεως (κανόνι) 2000W, 5,5° - 12°, 1 με condenser φακό & ρυθμιστή Focus & Zoom (soft & hard), διακόπτη on-off, ίριδα, Shutter 4 μαχαιριών, [...]

(από patsis, 08/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο καφές στα καλιαρντά. Μάλλον λόγω του ότι εννοείται ο καφές που όλοι ονομάζουν «τουρκικό», ενώ εμείς τον λέμε ελληνικό (βλ. λίνκι για την πιθανή του προέλευση).

Άμα τελείωνε ο αγώνας στο γήπεδο και μετά, μερικοί φίλαθλοι πηγαίνανε για τουρκόσουπα ή πίνανε κάνα ουζάκι και περίμεναν να νυχτώσει. (Αποκατέ).

Diedwste! (από Khan, 02/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπιχλιμπίδι, το κρεματζόλι, το διακοσμητικό εξάρτημα στα καλιαρντά. Από το ιταλικό arlecchino.

Μου λέει έτσι κι έτσι. Θα ψωνίσεις τα κραγιονάκια σου, τις μπογίτσες σου, θα φορτωθείς τα μπουτ αρλεκίνια, και θα βγεις αύριο βράδυ μαζί μου στην πιάτσα, αρτίστ. –Μήπως πρέπει να κοτσάρω και μουτζαντίβαρα; τη ρωτάω. Γιατί δε γουστάρω. Εκείνη είχε φουσκώσει τα βυζιά της με το γνωστό σύστημα και μάζευε πελατάκια. Ζήτω η σιλικόνη! (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κανάτα που χρησιμοποιούμε για νερό ή κρασί.

Γέμισε το μαστραπά νερό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το εισήγαγε μια που πουλούσε χαλιά στην τηλιόραση, Μοιραράκη αϊ θίνκ, για να περιγράψει μια απόχρωση του κόκκινου και του μπορντώ ίσως.

Σας παρουσιάζω τώρα μια υπέροχη μπουχάρα, μπορδοροδοκόκκινη...

(από bright, 23/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως γαμπάγαλο χαρακτηρίζεται ο μυς ο οποίος εκφύεται από τα οστά της κνήμης και της περόνης και καταφύεται στην ποδοκνημική άρθρωση.

Ετυμολογικά η λέξη προέρχεται από την ένωση των ουσιαστικών γάμπα και αστράγαλος.

Χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει την περίπτωση που η γάμπα ενός ατόμου δεν ξεχωρίζει από τον αστράγαλο. Εξού και γαμπάγαλο.

Θεωρείται ιδιαίτερα αντισεξουαλικό γνώρισμα (ειδικά στις γυναίκες). Το γαμπάγαλο εμφανίζεται συχνά στα παχύσαρκα άτομα, χωρίς ωστόσο αυτό να αποτελεί κανόνα. Εμπειρικές μελέτες έχουν συνδέσει την ύπαρξη του γαμπάγαλου σε άτομα που δεν γυμνάζονται ή/και κάνουν καθιστική ζωή και ταυτόχρονα ανθυγιεινή διατροφή.

  1. Δικέ μου τώρα κατάλαβα γιατί η Διώνη δεν φοράει ποτέ σαγιονάρα αλλά πάντα παπούτσια. Έχει γαμπάγαλο.

  2. - Ωραίο το γκομενάκι, τι λες και συ;
    - Δεν έχεις άδικο μινάρα μου, αλλά με χαλάνε τα πόδια της. Έχει γαμπάγαλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα μεσσηνιακά ως μπιντόνα (θηλυκό) εννοούμε τον ντενεκέ, το δοχείο στο οποίο αποθηκεύουμε προϊόντα όπως λάδι, ελιές κ.α. Επίσης παλιές μπιντόνες χρησιμοποιούνται ενίοτε από οικοδόμους για μεταφορά λάσπης, νερού και για άλλες χαμαλοδουλειές.

Μεταφορικά, μπιντόνας (αρσενικό) χαρακτηρίζεται ο χαζός, ο βλάκας.

  1. - Ο μπαρμπακώστας από τα Φουρτζοκρέμμυδα θέλει να στείλει 20 μπιντόνες λάδι για τα παιδιά του στην Αθήνα. Πόσα να του πάρω;
    - Είναι καλός άνθρωπος ο μπαρμπακωστας, πάρτου ενα 50αρι κει χάμου μωρέ, καλά είναι.

  2. - Γαβρίλο, πήγαινε μεχρι την πομόνα, πρόσεξε το λουρί που γυρνάει, πίσω από την πόρτα, κοίτα πρώτα μην έχει λουμώξει κανα φίδι, έχω δυο μπιντόνες. Φέρτες να τις γεμίσουμε νερό, να πάμε να ποτίσουμε τις κολοκυθιές, γιατί θα ξεραθούν οι κακομοίρες.

  3. Ρε τι μπιντόνας είναι αυτός; ΕναΝ καφέ σου ειπαμε να φτιάξεις, και τον έκανες νερόπλυμα κι αυτόν. Σάμπως δε κάνεις για τίποτα μου φαίνεται.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χασισλανγκιά για μπάσταρδη ποικιλία φούντας από σπόρους σκανκ που καλλιεργείται στην ελληνική και αλβανική ύπαιθρο ανεξέλεγκτα και χωρίς προδιαγραφές πχοιότητας.

Οι γευσιγνώστες χασίστες και φουντικοί, όταν ακούν σκανόφουντα κρατάν μικρά καλάθια, γιατί συχνά έτσι πλασάρονται στην αγορά μπαμπάνες αίσχιστου είδους τ. Albanian Haze. Άλλωστε τι να κλάσει ή όποια σκανόφουντα μπροστά σε παραdédéγμένα Προϊόντα Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης από την Καλαμάτα, τον Ψηλορείτης, τον Ταΰγετο...

Α, και όποιον δεν το το γνωρίζει, σχεδόν το σύνολο των δασικών πυρκαγιώνε μετά τα ενενήνταζ οφείλεται σε κάψιμο χασισοφυτειώνε. Κοινό μυστικό της αστυνομίας και των δασικών υπηρεσιώνε.

1.
Το sage πάει σε όλα τα πεδία
Πίνω σκανόφουντα από την Αλβανία
Ελά να σε κεράσω ένα μικρο γαρότσι
Ελα να συζητήσουμε για τη Τζένη Μπότση

2.
Πριν μια βδομαδα ομως , μολις ειχα σβησει το τσιγαρο μου με την σκανοφουντα (ενα περιεργο σαν σκανκ-ελληνικο που το φερνουν απο ...

3.
- το μόνο πιο γελοίο στον κοσμό απο το κάπνισμα είναι το χασίς και τα ναρκωτικά
- ασε ρε..σε τα μας ρε; αφου σε εχω πετυχει να αρραζεις πανω πλατεια με σκανκοφουντα..ελα τωρα...

4. αντι για φινγκερ φουντς και τετοια new age sex and the city παπαριες ψωνισε σκανκοφουντα και πιτσες να ντερλικοσετε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως χρησιμοποιούμε τον όρο για να χαρακτηρίσουμε τον ήχο μιας μηχανής ή ακόμη και την μηχανή. Ο ξηροκάμπανος αυτός ήχος ακούγεται κατά το πάτημα του συμπλέκτη της μηχανής. Ο λόγος που οι μη ξηροκάμπανοι συμπλέκτες δεν... ξυπνάνε πεθαμένους, είναι γιατί όλο το σύστημα είναι μέσα σε λουτρό λαδιού, σε αντίθεση με τους ξηροκάμπανους.

Οι γνώστες του είδους ξέρουν ποιο είδος μηχανής πλησιάζει με το άκουσμα του ήχου.

Άκου ρε φίλε ήχος, τελικά την ducati την αναγνωρίζω από χιλιόμετρα.
Εγώ έχω γεννηθεί να καβαλάω μόνο ξηροκάμπανα, καυλώνω μόνο και μόνο από τον ήχο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified