Πρόσωπο, ζώο ή πράγμα που αποδεικνύεται εκ των υστέρων αναξιόπιστο, αναληθές, ψεύτικο και κατώτερο των αρχικών προσδοκιών.
Πρόσωπο, ζώο ή πράγμα που αποδεικνύεται εκ των υστέρων αναξιόπιστο, αναληθές, ψεύτικο και κατώτερο των αρχικών προσδοκιών.
Δες και μούφα
Got a better definition? Add it!
Φυσικά και δε μιλάμε για του πουλιού το γάλα. Μιλάμε για την ανεξίτηλη σφραγίδα κάποιου κοτσιλοβομβαρδιστικού πτηνού. Κάποιου βομβιστή των αιθέρων. Κάποιου φτερωτού χεστικού. Κάποιου ελεύθερου σκοπευτή των αιθέρων. Το κοτσιλόσημο αποτελεί προσφορά του ουράνιου επισκέπτη και αποτελεί πλέον οικόσημο του αποδέκτη του.
Πάντως όπως η τύχη είναι τυφλή έτσι και αυτό χέζει στα τυφλά και εσύ έχεις ραντεβού (με την γκαντεμιά) στα τυφλά. Χέζει από ψηλά, εφαρμόζοντας την ατάκα: Χέσε ψηλά κι αγνάντευε.
Αν τη φας τώρα στο κεφάλι, και το κοιτάξεις απορημένα, τι περιμένεις να σου πει; Λες να παραφράσει τον Καζαντζίδη και να σου πει: «Υπάρχω, κι όσο υπάρχεις θα υπογράφω, σκλάβα την κεφαλή σου θα 'χω και δεν πρόκειται να μην ξαναχεστώ»;
Ρίχνει κατά ριπάς στου κασίδη το κεφάλι κι όποιον πάρει ο χάρος. Μέσω της ρίψης του κοτσιλόσημου, δηλώνει την ύπαρξη του. Παραφράζοντας τον Καρτέσιο, το πουλί είναι σα να λέει: «χέζω άρα υπάρχω». Ο ιπτάμενος κωλανδός δεν κάνει διακρίσεις, ούτε είναι δύσκολος στις επιλογές του αναφορικά με τη ρίψη του αυτοσχέδιου οικοσήμου. Ο ιπτάμενος φίλος χαλαρώνει και αρχίζει να υπογράφει αυτόγραφα στο κεφάλι, στο μηχανάκι (οϊμέ), στο αυτοκίνητο, στο παγκάκι, οπουδήποτε. Τα βομβαρδιστικά βομβαρδίζουν ανηλεώς χωρίς τελεσίγραφα και διαμεσολαβητές.
Τα κοτσιλοβομβαρδιστικά αποκαλούνται επίσης και spitfire (εκ των βρετανικών καταδιωκτικών αεροσκαφών που έδρασαν στο β' παγκόσμιο πόλεμο). Επειδή πολλές φορές ο αποστολέας του κοτσιλόσημου δε διακρίνεται κατά τη ρίψη της κοτσιλοβομβίδας, αποκαλείται ως: στελθ (αόρατος, εκ της τεχνολογίας των μη ορατών πολεμικών αεροσκαφών).
Ο ιπτάμενος φίλος δε χρειάζεται να εμπνευστεί για να δημιουργήσει ούτε τα αυτοσχέδια κονσέρτα του, που τα δίνει σε καλλιτεχνικές γωνιές, στις φυλλωσιές των δέντρων, αλλά ούτε και τα κοτσιλόσημά του που τα μοιράζει απλόχερα. Δημιουργία το να υπογράφει αυτόγραφα του κώλου; Βεβαίως. Μια μορφή δημιουργίας είναι.
Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του κοτσιλόσημου, κατά ISO 9001 καθορίζονται από: το μέγεθος της κωλοτρυπίδας του πτηνού, την πυκνότητά του, την οσμή του, την κατάσταση της υγείας του (μπορεί να 'ναι γριπιασμένο), το σχήμα του, την ώρα παραγωγής του (άλλο πράγμα είναι να 'ναι φρεσκότατο, άρτι αφιχθέν από το φούρνο του, κι άλλο είναι να είναι ξερό και ληγμένο), το ύψος πτήσης, τους ανέμους που πνέουν στην περιοχή.
Το κοτσιλόσημο λειτουργεί ως ρουτινοσπάστης, γιατί ανατρέπει τη στάσιμη ροή των πραγμάτων. Πας για παράδειγμα να αράξεις το αμάξι σου, που το έχεις πλύνει πριν λίγο, κάτω από ένα δέντρο και το πρωί δε βρίσκεις αμάξι. Βόθρο βρίσκεις. Η κοτσιλιά έχει οξύ που οξειδώνει την επιφάνεια και αφήνει στάμπα και μετά πρέπει να βάψεις τον ουρανό, εξαιτίας της φωνής απ' τον ουρανό.
Άλλες φορές πάλι η φάση λειτουργεί ως υποστηρικτικό εργαλείο στο νόμο του Μέρφυ, κάνοντας μια κακή μέρα χειρότερη.
Άλλες φορές πάλι λειτουργεί ως εξισορροπητικός παράγοντας, όταν η τύχη μάς ευνοεί ατέλειωτα. Για παράδειγμα, πάμε και θαυμάζουμε ένα ωραίο τοπίο μαζί με το ταίρι μας, βλέπουμε τον ήλιο να βουτάει στο πέλαγο την ώρα του δειλινού θαυμάζοντας τα μοναδικά χρώματα της πλάσης, κι εκεί που ετοιμαζόμαστε για ζαχαρώματα, έρχεται το κοτσιλοβομβαρδιστικό και πετάει την πινελιά στον πίνακα. Και, ω του θαύματος, αυτή η μικρή πινελιά έρχεται να επιτελέσει ραγδαία αλλαγή στο σκηνικό. Ενώ πριν 1 δευτερόλεπτο είχαμε εικόνες παραδείσου, σε 1 sec, έχουμε σκηνές από την εκδίωξη των πρωτοπλάστων απ' τον παράδεισο, διά της ακούσιας παρεμβάσεως ενός τσιτσιφρίγκου.
Άλλο σκηνικό: Σκέπτεσαι να πας με το νέο αμόρε σου για ένα τρυφερό τετ α τετ, σε ένα υπαίθριο εστιατόριο και να κάτσεις σε ένα κατάμεστο εστιατόριο κάτω από το μοναδικό τραπεζάκι που βρίσκεται κάτω από ένα δέντρο, με πυκνές φυλλωσιές και παχιά σκιά. Και θεωρείς πως οι άλλοι είναι ηλίθιοι που δεν το προτίμησαν. Και ενώ αυτοσυγχαίρεις τον εαυτό σου, σε λίγο αρχίζει να βρέχει μέσα από το sky firewall (τείχος προστασίας από τον ουρανό), όταν ένα σμήνος πουλιών με ελάχιστη διαφορά φάσης το ένα από το άλλο αρχίζουν να βομβαρδίζουν κατά ριπάς το τραπέζι σου όπως οι Αμερικάνοι τη Σερβία. Και βομβαρδίζουν ανεξαιρέτως: κεφάλια, φαγητά, το φως των κεριών, το καινούριο μοντελάκι που αγόρασες από το Κολωνάκι για να κάνεις εντύπωση. Τα βομβαρδιστικά βομβαρδίζουν τα πάντα. Κι εσύ σηκώνεις τη χαρτοπετσέτα ως λευκή σημαία. Αλλά αυτά δεν ξέρουν από διεθνείς συνθήκες. Σε κλάσματα δευτερολέπτου απομυθοποιούνται τα πάντα. Και ρομαντικά σκηνικά και μοντελάκια. Τα πάντα. Τα κοτσιλοβομβαρδιστικά παίζουν με live σενάριο, χωρίς πρόβες και δοκιμές, χωρίς μοντάζ, χωρίς κομμένα πλάνα και σου φτιάχνουν μια ταινία που θα τη ζήλευε κι ο καλύτερος σκηνοθέτης.
Κάποιοι μαζόχες πάλι γουστάρουν να βασανίζονται και κάποιοι θεωρούν τον εαυτό τους γκαντέμη επειδή δεν πέρασαν το βάπτισμα του κοτσιλοχεστικού πυρός.
Κάποιοι άλλοι πάλι λένε: Γούρι... γούρι, και πάνε να παίξουν προπά και λόττο. (Τι κακό κι αυτό να θεωρεί κάποιος κάτι κακό σα γούρι).
Λένε πάλι κάποιοι: αν δεις σκατά στον ύπνο σου, λεφτά θα πάρεις. Το θέμα είναι τι γίνεται αν φας κουτσουλιά στον ξύπνιο σου;
Κάποιοι λένε πάλι, με κοτσίλισε πουλί, ε... σημάδι ήταν πως σήμερα το βράδυ το πουλί μας θα εκπυρσοκροτήσει.
Πολλοί επίσης αντί να κοιτούν την ουσία, το προσεγγίζουν το θέμα φιλολογικά, λέγοντας πως η λέξη κοτσιλιά φανερώνει εκλεπτυσμένη δημιουργία, ενώ η λέξη κουτσουλιά βλαχιά.
-Που λες περνούσα ατάρχα και δεν είχα προσέξει ότι στα σύρματα της ΔΕΗ, την είχε αράξει ένα εκτελεστικό απόσπασμα από περιστέρια. Πριν προλάβω να κάνω κίχ άρχισε τις βολές κατά ρυπάς και μ΄έκανε αγνώριστο.
-Σε βλέπω δόλιε.Το κοστούμι σου έγινε πουά απ' τα κοτσιλόσημα.
Got a better definition? Add it!
Το γνωστό δοχείο που έβαζαν στα παλιά χρόνια κάτω απ' το κρεβάτι για να αντιμετωπίζουν τις ακάλεστες, αιφνίδιες επισκέψεις της νυχτερινής ενούρησης (κυρίως αυτής, γιατί άμα τους ερχόταν να κάνουν το χοντρό τους βραδιάτικα, τότε ίσχυε το «χέσε μέσα» με όλη του τη σημασία).
Αναγκαίο σκεύος υγιεινής τότε που τα σπίτια δεν διέθεταν καμπινέδες. Ευτυχώς οι απολίτιστοι αυτοί καιροί παρήλθαν ανεπιστρεπτί, έπειτα από δικαιωμένους κοινωνικοπολιτικούς αγώνες, λάβαρο και ένδοξο σύμβολο των οποίων υπήρξε ο μπιντές, κι έτσι σήμερα εμείς οι πολιτισμένοι απολαμβάνουμε καμπινέδες με ιλουστρασιόν πλακάκια, επώνυμα είδη υγιεινής, τζακούζι, χαμάμ και τα λοιπά απαραίτητα είδη κάθε αξιοπρεπούς σπα.
Η χρήση του καθικιού έχει περιοριστεί πλέον στα νήπια που βρίσκονται στο μεταβατικό στάδιο από την πάνα προς στη λεκάνη της τουαλέτας και ως τέτοιο αποκαλείται σαχλά και δήθεν ευγενικά «γιο-γιο».
Και τα παλιά χρόνια όμως για λόγους ευπρέπειας, το καθίκι λεγόταν «δοχείο νυκτός». Ευπρέπεια ωστόσο που δεν εμπόδισε τη μεταφορική χρήση της λέξης ως βρισιά. Τόσο κλασική και διαδεδομένη πια που δεν αποτελεί καν αργκό, αλλά δεν παύει, ακόμη και σήμερα, κάτω από ειδικές περιστάσεις να είναι ιδιαιτέρως προσβλητική. Σε υπερθετικό βαθμό, ο βρωμιάρης / -α στους τρόπους και κυρίως στο ήθος αποκαλείται και καθίκι «άπλυτο» ή «λερωμένο».
Άλλη χρήση της λέξης γίνεται, ως παρομοίωση, για τα δεικτικού σχήματος καπέλα και γενικά υπερβολικά αξεσουάρ που κοσμούν το κεφάλι και κάνουν τον φέροντα να παρουσιάζει ένα γελοίο θέαμα. Κατά προέκταση, καθίκια λέμε τα πάσης φύσεως κέρατα (ιδίως τα μεγαλόσχημα που είναι κατασκευασμένα από πολύτιμα μέταλλα και κοτρώνες) που φοράει το παπαδαριό στο κεφάλι, όπως καλυμμαύκια, μήτρες, τιάρες κ.λπ.
Μία ακόμη και σχετικά πιο πρόσφατη χρήση της λέξης γίνεται με χαϊδευτικό ύφος όταν πειράζουμε αθώα κάποιον -και χωρίς προφανή λόγο («είσαι ένα καθίκι εσύ!» π.χ. προς ένα χαριτωμένο παιδάκι), αλλά συνήθως σε περιπτώσεις που ο άκακος μπαγαμπόντης προδίδεται για κάτι ασήμαντο και αστείο συνήθως (βλ. παράδειγμα 4).
Γράφεται και καθήκι, προέρχεται από το κάθημαι ή το καθίζω και συνώνυμό του είναι το αγγειό (μάλλον γιατί αρχικά κατασκευαζόταν από πηλό, ενώ η ίδια λέξη, αγγειό ή 'γγειό, μάλλον περιγράφει και άλλα κεραμικά οικιακά σκεύη). Με τη μεταφορική έννοια, της βρισιάς, σχηματίζεται το αρσενικό ο «καθήκης» αλλά και το λιγότερο συνηθισμένο θηλυκό η «καθηκού».
1 – κυριολεκτικά:
Αγλαΐα, το καθίκι! χέζεται το πιτσιρίκι!
2 – μεταφορικά:
- Αυτοί οι Παπαδοπουτσοπουλέοι είναι σαν την «εταιρεία δολοφόνων» ένα πράμα, το 'χουν πάρει γραμμή να γιατροπορεύουν γερόντια και καλά, αλλά στην ουσία τα ξεπουπουλιάζουν...
- Γνωστό κωλόσογο απ' τα παλιά, από πάππο προς πάππο όλοι τους καθίκια άπλυτα! Απ' όπου και να τους πιάσεις λερώνεσαι!
3 – μεταφορικά (για καπέλο):
- Τι, έτσι θα 'ρθεις στη θάλασσα; μ' αυτό το καθίκι στο κεφάλι; Ρεζίλι θα γίνουμε!
- Καλά εσύ κάτσε παραπέρα και κάνε ότι δεν με ξέρεις!
4 – πειραχτικά-χαιδευτικά:
- Είδες χτες Μαμαλάκη;
- Πφφφ… αμάν με το Μαμαλάκη κι εσύ πια.
- Βρε είχε ένα κατσικάκι στη γάστρα άλλο πράμα σου λέω, μου τρέχανε τα σάλια!
- Αρνάκι ήταν!
- Α ώστε τό 'δες κι εσύ, καθίκι, ε καθίκι!
Got a better definition? Add it!
Η μετοχή μιας εταιρείας, στην χρηματοοικονομική διάλεκτο των αλογομούρηδων της Σοφοκλέους.
Τα «βαριά χαρτιά» (πχ μεγάλες τράπεζες, ΟΤΕ κλπ) υποτίθεται προσδίδουν σταθερότητα σε ένα χαρτοφυλάκιο (γράφε: πίτσες μπλε!) ενώ τα χαρτιά-σαπάκια ενέχουν υψηλότερο ρίσκο αλλά υπόσχονται καλύτερες αποδόσεις (γράφε: σε στέλνουν στο φτωχοκομείο μια ώρα αρχύτερα).
«Ασήμωσε να σε πω τα καλά χαρτιά» (Ρετρό άρθρο του ΒΗΜΑτος, 23 Ιανουαρίου 2000)
« Η οικονομική ευδαιμονία που έφερνε η αύξηση των μετοχών, τους έκανε να ξεχνούν ότι στην πράξη τα χαρτιά που είχαν στα χέρια τους είχαν αξία μόνο αν μετατρέπονταν σε πραγματικό χρήμα. Αλλά για ποιο λόγο να κάνουν κάτι τέτοιο όταν με αυτά τα χαρτιά κέρδιζαν τόσα – εικονικά – χρήματα σε λίγες ημέρες, που η πραγματική τους εργασία δεν μπορούσε να τους τα αποφέρει σε πολύ μεγαλύτερο διάστημα;» (Το ΠΟΝΤΙΚΙ)
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για ποδοσφαιρικό όρο ο οποίος μετακύλησε και στην χρηματιστηριακή ορολογία και υποδηλώνει μετοχές ιδιαίτερα άθλιων εταιρειών, όπως τα αλήστου μνήμης χαρτιά Ιντερσατ, Χαλυβδόφυλλα, Γκάλης, Ippotour, κλπ, τα οποία με την χειραγώγηση των λεγόμενων «λόμπι» έφεραν τρελά αλλά πρόσκαιρα κέρδη στους αλογομούρηδες το 1999. Στη τελευταία ανάλυση, η απονενοημένη επιλογή τους οδήγησαν στην μεγαλύτερη ανακατανομή πλούτου (προς το χειρότερο) στην ιστορία της νεότερης Ελλάδας. Ανεμομαζώματα, δηλαδή, διαβολοσκορπίσματα.
«...η Finansbank ! το σαπάκι των 800 εκ που αγοράστηκε 3,5 δις και τώρα ΒΟΥΛΙΑΖΕΙ την ΕΤΕ...» (από Blog)
«Πάντα στο νου σου νάχεις τα γερά χαρτιά...μην βασιστείς ποτέ σου στα »σαπάκια«.»(από Blog)
«τι εγινε κυριε καραμανλη. τα ζομπυ αρχισαν παλι παιγνιδι στην σοφοκλεους. ολες οι σκατοφυλλαδες αρχισαν να διαφημιζουν τα περιφεριακα χαρτια της πλακας και να καλουν τον λαο να συμμετασχει στο παρτυ...καμμια εκατοστη σαπακια αρχισαν το χορο.υπαρχει εισαγγελεας;» επιτροπη κεφαλαιαγορας;« (από Blog)
Got a better definition? Add it!
Το σαμπουάν, κατά Παπουτσάνη. Ουδέν σχόλιον.
από παλιά διαφήμιση, δεκαετίας 70:
«Ο Παπουτσάνης έχει βγάλει
για όλη σας τη φαμελιά
ένα τεράστιο μπουκάλι
λούσιμο για τα μαλλιά»
...
(για τις ανάγκες της μελωδίας τονίζεται λουσιμό...)
Got a better definition? Add it!
Ως γνωστόν, από τα Ορλωφικά κι έπειτα, όταν τα πράγματα δυσκολεύουν όλοι περιμένουν να έρθει ο Ρώσος να καθαρίσει. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, Ρώσος είναι το το Lada Niva, που λέγεται έτσι από τους περήφανους ιδιοκτήτες του - με κλείσιμο ματιού, για να δηλωθεί ότι πρόκειται για όχημα σκυλί μαύρο που κοστίζει κι ένα κλάσμα της τιμής των άλλων της κατηγορίας του.
Βλ. και παράδειγμα - ανέκδοτο που κυκλοφορεί μεταξύ των ιδιοκτητών LADA.
- Έγινε πάλι ο διαγωνισμός για τα τζιπ και τα off-road σε μια πίστα βουρκολίμνη, λάσπη μέχρι το γόνατο... να δεις τσερόκια, χάμερ, τούρμπο βιτάρα, ό,τι θες... κτήνη!
- Και ποιος κέρδισε;
- Δεν ξέρω, πάντως στο τέλος φέρανε έναν Ρώσο να τα τραβήξει στο δρόμο...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το ηλεκτρικό κατσαβίδι τύπου μπλακεντέκε. Λέγεται τεμπέλης γιατί όχι μόνο εξυπηρετεί αυτούς που πρέπει να βιδώσουν πολλές βίδες σε λίγο χρόνο αλλά και αυτούς που έχουν πολύ χρόνο, λίγες βίδες και μεγάλη τεμπελιά.
Είναι στο κάθισμα του αυτοκινήτου η βάση στήριξης του χεριού του οδηγού. Ανασηκώνεται και χρησιμεύει και ως ντουλαπάκι. Συναντάται στα νεότερα μοντέλα που ακολουθούν το πρότυπο της μερσεντές.
Ρε Μήτσο, άσ' το κατσαβίδι και πιάσε τον τεμπέλη να τελειώνουμε!
- Ρε Κατερίνα, πού στομπούτσο έχεις βάλει τα τσιγάρα;
- Κάτω από τον τεμπέλη αγάπη...
Got a better definition? Add it!
Έκφραση που χρησιμοποιούνε οι μουσικοί για το πάλκο. Είναι αυτοσαρκαστικό αφού στα πατάρια πετάμε ό,τι άχρηστο έχουμε να μην πιάνουν τόπο.
Μπουζουξής: «Α ρε πούστη ζημιά που θα σου κάνω πάνω στο πατάρι! Δεν θα σταυρώνεις πλήχτρο με τις μαλακίες που θα σου λέω!»
Πληκτράς: «Κάτσε καλά ρε Λάκη να βάλουμε καμιά δραχμή στην τζέπη και άσε τις γροθιές.»
Got a better definition? Add it!
Σύνθετη λέξη που εκπροσωπεί το μακρύ και χοντρό παπάρι.
Παλαμάρι = το σχοινί που χρησιμοποιούσαν οι βαρκάρηδες για να δένουν τις βαρκές - εξαιρετικά μακρύ.
Στελιάρι = το ξύλινο μέρος των εργαλείων χειρωνακτικής εργασίας (τσάπα, τσουγκράνα, κασμάς) - εξαιρετικά χοντρό.
- Έχω κόψει τις πολλές τσόντες γιατί βλέπω τους πορνοσταράδες με τα 30-ποντα παλαμοστέλιαρα και κομπλάρω.
Got a better definition? Add it!