Further tags

Μπαμπαδίστικη λέξη για την τηλεόραση. Παρόμοια λέξη: το κουτί.

Χρονολογείται από τη δεκαετία '70. Εκείνα τα χρόνια οι τηλεοράσεις ήταν πράγματι σαν κουτιά, ξύλινα ή τύπου, με μια μικρή οθόνη που εξέπεμπε, κατά τη γνώμη όσων την χαρακτήριζαν έτσι, μόνο πράγματα που αποβλακώναν τον κόσμο και τον καθιστούσαν χαζό. Πού να ήξεραν ότι οι Πανθέοι και το Λούνα Παρκ έχουν γίνει καλτ παρελθόν και πως μια μέρα θα βλέπανε κει το Ερωτοδικείο, την κυρία Λουκά, τη Στέλλα Μπεζεντάκου κλπ (πού τα θυμήθηκες ρε φίλε...).

(ατάκα δεκαετίας 70-80)
- Βασιλάκηηηηη! Κλείσε το χαζοκούτι και πήγαινε στο δωμάτιό σου να διαβάσεις, ΑΚΟΥΣ;;;;;;;

(από ironick, 28/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Οδυνηρή επαφή βλάχου σε θάλασσα με οκτάποδι.
  2. Δηλώνει και γκαντεμοκατάσταση. Αναποδιά.
  1. - Τι ιν τούτ' ρε παιδιά στο ποδ' μ;
    - Χταπόδι μπάρμπα. Μπράβο, πιάστο.
    - Το φοβαμ' βρε παιδι 'μ τουτ'. Πουτάνα θάλασσα που σε γαμούν τα ψάρια και βγάζεις χταπόδια...

  2. Τι έγκυος;... Όχι ρε Λίτσα... τι θα πω στην γυναίκα μου; Πουτάνα θάλασσα που σε γαμούν τα ψάρια και βγάζεις χταπόδια...

Όχι πουτάνες στην πλατεία. Όχι σκουπίδια σε θάλασσες και ακτές. (από Galadriel, 28/02/09)(από Jonas, 15/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι που υπολειτουργεί, δεν έχει οργάνωση, και έχει γενικά τα χάλια του. Συνήθως το λέμε για τις (Ελληνικές) δημόσιες υπηρεσίες.

- Σταύρο εσύ θα στείλεις το παιδί σου σε φροντιστήριο;
- Εμ γίνεται κι αλλιώς; Αφού ξέρεις ότι η παιδεία στην Ελλάδα είναι μπουρδέλο... πού να τα βγάλει πέρα χωρίς αυτό.

(από joe909, 01/08/11)

Βλ. και σχετικό λήμμα τριμπούρδελο. Σε άλλες γλώσσες: casìno (ιταλικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σπίτι πολύ ακατάστατο και βρώμικο. Μπορούμε να το πούμε και για κάποιο χώρο ή για περιοχή.

1.Ρε φίλε κάνε μια φασίνα, συγγνώμη που θα σου το πω, αλλά το δωμάτιό σου είναι μπουρδέλο!

  1. - Τι θα 'λεγες να νοίκιαζες ένα σπίτι στον Ταύρο; Ίσως σου ερχόταν φθηνά.
    - Μπα, με τίποτα. Δε γουστάρω να ζήσω εκεί, η περιοχή είναι πολύ μπουρδέλο.

(από Khan, 26/01/14)

Σε άλλες γλώσσες: casìno (ιταλικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην κυριολεξία, το γόνιμο χώμα, η κοπριά.

Λέγεται μεταφορικά για το αυτοκίνητο που είναι χρέπι, κουβάς, σαράβαλο που δεν παίρνει από επισκευή, σουλούπωμα ή μάζεμα, και αξίζει το βάρος του σε κοπριά.

(Σε αντιπροσωπεία αυτοκινήτων)

- Πόσα πιάνει να αφήσω Lada Samara ρε λεβέντη για ανταλλαγή;
- Περίπου 100 ευρώ και να δούμε.
- Τι είπες ρε φίλε; '92 μοντέλο καταλυτικό είναι. Μόνο 100; Με σφάζεις!
- Το αυτοκίνητο είναι φουσκή κύριε μου. Ένας τόνος φουσκή κάνει 100 άντε 150.

(από slangprof, 01/12/08)(από slangprof, 01/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πατέντα ή συσκευή η οποία το πάλαι ποτέ χρησιμοποιούνταν για το καβούρδισμα του καφέ. Προφανώς ήταν ευτελής ή απλώς έκανε πολύ θόρυβο.

Την σήμερον παρομοιάζουμε με καβουρδιστήρι οποιοδήποτε όχημα ή αντικείμενο είναι ευτελές ή πολυκαιρισμένο ή σαραβαλιασμένο ή απλά μας ενοχλεί επειδή χωρίς ιδιαίτερο λόγο δεν το χωνεύουμε εμείς καθόλου. Το λέμε για αυτοκίνητα, μηχανάκια, κομπιούτορες, κλπ

  1. (βλ. φωτο 1)
    Καβούρδισμα και άλεσμα (κόψιμο) του καφέ: παίρνανε λίγο σιτάρι, το καθαρίζανε και παίρνανε και λίγο άκοπο καφέ. Είχανε και ένα καβουρδιστήρι. Το καβουρδιστήρι είχε μια μακριά λεπτή βέργα σαν σούβλα και επάνω στη βέργα ο φαναρτζής είχε φτιάξει ένα στρογγυλό τσίγκινο κουτάκι με πορτάκι, όπου έμπαινε το σιτάρι και ύστερα ο καφές. Στη συνέχεια βάζανε σε ένα μέρος φωτιά και στήριζαν το καβουρδιστήρι λίγο πιο ψηλά από τη φωτιά. Ύστερα το γύριζαν σιγά-σιγά μέχρι να πάρει χρώμα. Έπειτα το βάζανε σε ένα μήλο και το έκοβαν ψιλό-ψιλό.

(από το διαδίκτυο. Ο ποιγητής εννοεί μήλο ή μύλο; να γιατί χρειάζεται το τελικό -ν. Θα καταλαβαίναμε αν είναι ανορθόγραφος ή αν πρόκειται πράγματι περί μήλου...)

  1. ...αν θέλεις να πάρεις ένα καβουρδιστήρι που να βουίζει σα τζετ σε απογείωση, να χαλάει και να θέλει επισκευές και αναβαθμίσεις κάθε τόσο και να ζεσταίνει το δωμάτιο σε θερμοκρασίες κλιβάνου μόνο για να γλυτώσεις 150 ευρώ, είσαι άξιος της μοίρας σου...
    (από το διαδίκτυο)

  2. - Άσε τι έπαθα... ήρθε ο Λάκης να με πάρει από το σπίτι να βγούμε, πρώτη φορά με το αυτοκίνητό του. Φιλενάδα φρίκαρα... Έσκασε μύτη με ένα καβουρδιστήρι που δεν ήξερα πού να κρυφτώ να μη με βλέπει η γειτονιά... Ένα σου λέω, γύρω από το λεβιέ δεν είχε τίποτα, έβλεπες την άσφαλτο... Και κρύοοοοοο!
    - Σιγά μωρή Λίτσα, πότε μας έγινες εσύ αριστοκράτισσα και δεν το ξέραμε; Μια χαρά είναι το παιδί, άσε που μπορεί να είναι και φραγκάτος και να 'χει το σαράβαλο για την καύλα του και νά 'ναι και φτιαγμένο μωρή άσχετη που έβγαλες αμέσως συμπέρασμα, μωρή μπουζουκομούνω και συ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το συριστικό αυτό επιφώνημα πάντα συνοδεύεται με λοξό τίναγμα της κεφαλής και μειδίαμα, αποτελεί δε το ύστατο όπλο debate κάθε λεβέντη με άποψη.

Υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες τσσς:

1. Αυτοεγκωμιαστικό τσσς

Αφού εκστομίσει κάποια κοινότυπη και καμαρωτή παπαριά, ο ξερόλας συνομιλητής προσθέτει με έπαρση «τσσς, τι είπα πάλι ο μεγάλος!». Σε περίπτωση το εκστομίζει ρουμάνος, το κάνουμε γαργάρα και σφίγγουμε τα δόντια, ένεκα και η οικονομική κρίσις. Αντίθετα, τον πλακώνουμε στις φάπες.

2. Απαξιωτικό τσσς

Αντιμέτωπος με μια τεκμηριωμένη άποψη την οποία δεν μπορεί να αποκρούσει με λογικά επιχειρήματα, ο νεοέλληνας νταλάρας κάνει τσσς και το γυρίζει σε ad hominem άδειασμα, όπως: «τσσς, αυτά τα λένε τα αμερικανάκια!». Καθώς κάθε λογικός διάλογος με τέτοια σούργελα είναι ανέφικτος, η ενδεικνυόμενη ανταπόκριση είναι επίσης «τσσς!» - με φειδώ όμως στα iterations, προς αποφυγήν αέναης κυκλικότητας!

Οι γνώμες διίστανται για την ορθογραφία του όρου, καθώς τρεντογλωσσούδεσ και ασιγματικοί προκρίνουν το τσσσ.

Τέλος υπάρχει και ο συγγενικός ήχος μμμ!, κατά το «Μμμ τι μας λες καλέ» που χρησιμοποιείται κυρίως από γυναίκες, αγελάδες και μητροσεξουαλικούς.

«Τι ξινός άνθρωπος ... τσ τσσς» (από φορουμ)

«εντάξει κορίτσια νομίζω ότι δουλευόμαστε είμαι από τις 6 και κάτι μέσα και δεν έχω βρει καμμία σας Παρασκευή βράδυ... τσσσ τσσσ, μα όλες γκόμενους έχετε κι είστε τόσο απασχολημένες ... τσσσ τσσς» (Παράπονο από forum. ΥΓ: τσσς, αν το τυπάκι αυτό ποτέ πηδήσει, εμένα να μου κάνετε piercing τη μύτη!)

« θα γίνω και πολύ άτομο!! Τσσς (...) Το αποφάσισα. Είδα ότι δεν έχει προκοπή το άθλημα και το γυρνάω στο πουλ μουρ(Από forum)

βλ. και τσ-ξςςςς!..., πς / πςςς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που φέρνει κλάσιμο. Το λέμε κυρίως για τροφές όπως η αγκινάρα, το σταφύλι, τα όσπρια, το μπρόκολο κι άλλα.

- Α δε μπορώ άλλο τον Τάκη, κάθε φορά που πρόκειται να πάω σπίτι του θέλει να μου μαγειρέψει εκπληξούλες και φτιάχνει όλο κάτι κλαστικά και μετά θέλει και να γαμηθούμε, ε όχι ρε φίλε, δεν έχει, μέχρι να το καταλάβεις δεν έχει κοκό.
- Τι αχάριστη και στριμένη που είσαι ρε πούστη μου, δε σου φτάνει που έχεις βρει τον τέλειο γκόμενο, το μπρόκολο σε χάλασε μωρή λινάτσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

στειλιάρι, στυλιάρι

  1. Κομμάτι ξύλο.
  2. Mεταφορικά: ο αγράμματος άνθρωπος.
  1. Θ' αρπάξω το στειλιάρι και θα δεις!
  2. Καλά είσαι τελείως στειλιάρι; Δεν καταλαβαίνεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος εκρηκτικού που κάνει μεγάλο θόρυβο όταν σκάει. Συνήθως το ρίχνουν το Πάσχα, ή όταν θέλει κάποιος να πανηγυρίσει, π.χ. για ένα γκολ.

- Ρε συ, Μπάτσοι! Κρύψε γρήγορα τις γουρούνες μην τις δουν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified