Further tags

Εξαιρετικής αισθητικής καπελάκι που συνηθίζεται στη γείτονα, παλαιότερα δε και εδώ. Κυριολεκτικά και αδιάφορα.

Σλανγκικά, το φέσι έχει περισσότερες από μία έννοιες, τις οποίες και παραθέτω:

  • H εντελώς μάπα ταινία. Όχι αναγκαστικά η πουτοπάει, αν και το συγκεκριμένο είδος είναι σίγουρα ενδεκαδάτο. (Π1)
  • Συνεχίζοντας κινηματογραφικά, η εντελώς τελείως απίθανη σκηνή σε μία ταινία, η οποία μπορεί να είναι, αλλά μπορεί και να μην είναι συνολικά φέσι. Μία μαρβελιά βρίθει φεσιών, ενώ τον χαρακτηρισμό δεν έχουν αποφύγει και όλα σχεδόν τα έργα James Bond (o κόσμος δεν μπορεί να καταλάβει την τέχνη τελικά...), με τη λογική της αναληθοφάνειας και του εντελώς απίθανου, not-in-this-lifetime / not-on-this-planet σεναρίου ή συγκεκριμένης σκηνής πάντα. (Π2)
  • Yet another όρος για τη μέθη, ο οποίος έρχεται να προστεθεί στη μακρά και επαρκώς καταγεγραμμένη λίστα, την οποία δεν επαναλαμβάνω κι όποιος θέλει να πάει κατά 'κει να τη δει. (Π3)
  • Ο δανεισμός, το χρέος. Ακόμα καλύτερα ο δανεισμός που δεν θέλαμε και πολύ να βάλουμε, π.χ. το δανειοδάνειο. Αυτό ίσως έχει και μία λογική εξήγηση, υπό την έννοια ότι, ως Έλληνες, μάλλον δεν τρελλαινόμαστε με την ιδέα του να βάλουμε ένα φέσι και να τριγυρνάμε. Συντάσσεται με το ρήμα «βάζω». (Π4)
  • Η τό(ν)γκα, η οικονομική ψωλιά. Το φέσι αυτού του είδους «φοριέται», ιδίως μετά από κανονιοβολισμούς. (Π5)
  • Εξυπνακίστικος χαρακτηρισμός για την Τουρκία και τους Τούρκους, κάτι σαν να χαρακτηρίζαμε τους Ελβετούς ως γραβιέρες και τους Ιταλούς ως σπαγγέτι. Τέσπα... (Π6)

    Για τις έννοιες αυτές (κι εδώ έγκειται ο ατέρμονος πλούτος της ελληνικής γλώσσης) υπάρχουν και βαθμίδες: από φεσάκι, σε φέσι και τέλος σε φεσάρα, ώστε ο χρήστης να επιλέγει το κατάλληλο μέγεθος για την εκάστοτε περίσταση.

  1. - Πώς περάσατε χθες με το γκομενάκι που γνώρισες στη Φιλοσοφική; Γάμησες;
    - Με γάμησε, δε λες;... Με πήγε σε ένα εστιατόριο με έθνικ λέει κουζίνα, χάλι μαύρο. Και μετά σ' ένα πουτοπάει του ιρανικού κινηματογράφου τώρα ήταν, του ιρακινού ήταν, θα σε γελάσω... Απίστευτο φέσι! Κοιμόμουν κανα μισάωρο και ξυπνούσα για να κλάσω από τις μαλακίες που είχα φάει. Όχι πως θα καταλάβαινα και τίποτε αν ήμουν ξύπνιος δηλαδή...

  2. ... και βουτάει ο James Bond στον αέρα και κυνηγάει σε ελεύθερη πτώση το αεροπλάνο που πέφτει ακυβέρνητο. Το ΠΙΑΝΕΙ, το πιάνει ρε μαλάκα το άτομο, ΜΠΑΙΝΕΙ μέσα, λες και μπαίνει στο σπίτι του χαλαρός και βέβαια το σώζει κιόλας. Και προφανώς ΔΕΝ έχει ιδρώσει, ΔΕΝ έχει τσαλακωθεί και οι σφυγμοί του είναι 60. Ε, αυτό ρε μεγάλε είναι ο ορισμός του φεσιού. Για τους υπόλοιπους μπες στο σλανγκ τζη αρ, τι να λέμε τώρα...

  3. - Και πίνατε 5 ώρες ρε τρισδιάστατε;
    - Γάμησέ τα... Φέσι γίναμε.
    - Τι φέσι; Λιάρδα!
    - Τι λιάρδα; Αλοιφή!
    - Τι αλοιφή; Ντίρλα!
    - ...

  4. ...Το φέσι της πενταετίας ΝΔ-Καραμανλή-Βαλτοπεδινών κλπ θα ξεπεράσει τα 110 δις ευρώ και το χρέος της Ελλάδας θα φθάσει τα 290 δίς δηλαδή 29.000 ευρώ για κάθε ‘Έλληνα. (από εδώ)

  5. - Ρε Βρασίδα, ο Νώντας πού στον πέουλα έχει χαθεί;
    - Καλύτερα που είναι εξαφανισμένος, γιατί άμα τον δω θα του γαμήσω το ταμτιριρί. Βάρεσε κανόνι και μου φόρεσε ένα φέσι, άστα ράστα και φάε πάστα...

  6. «Ηγεμόνας» με φέσι στο Αιγαίο
    Κυρ, 02/22/2009 - 19:13

Το μισό Αιγαίο θέλει στη δικαιοδοσία της η Άγκυρα μέσω μεγάλης αεροναυτικής άσκησης που σχεδιάζει για το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Μαρτίου και στην οποία έχει καλέσει για να συμμετάσχουν τέσσερις ΝΑΤΟϊκές χώρες προκειμένου να «νομιμοποιήσει» τις αξιώσεις της εις βάρος της Ελλάδας. (από εδώ)

Φέσι, το κυριολεκτικόν μετ\' αραβοσίτου. (γουανταφάκ...) (από acg, 29/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι αποκαλείται ο φέρων κολλώδη γέλη στο μαλλί για λόγους κομμωτικού ελέγχου και δεν συμμαζεύεται.

Εκ του gel < Γαλλικό gélatine («ζελές») < Λατινικό gelare («παγώνω») το οποίο συγγενεύει με το Ελληνικό ύαλος («γυαλί»). Ο νεολογισμός γέλη αποτελεί πρόσφατο αντιδάνειο.

Η λέξη gel χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά με κομμωτική έννοια το 1958.

- Εν παραλλήλω λάνσαρε στο σανίδι και τον πρώτο Ιουστινιανό με... τζελαρισμένο μαλλί! Τώρα οι ιστορικοί όλου του κόσμου σηκώνουν τα χέρια ψηλά, αλλά η κυρία Μιμή Ντενίση συνεχίζει απτόητη το ερευνητικό της έργο και βγάζει στη φόρα πτυχές της βυζαντινής ιστορίας που μόνο εκείνη θα μπορούσε να φαντασθεί.
(από εδώ)

- όσο μεγάλο πούτσο και να έχει, ξέρω ότι αν κάνω μαζί του δεσμό σε δέκα το πολύ χρόνια θα έχω φορτωθεί μια επαρχιώτισσα αδερφή στο κανάλι, με προγούλια και τζελαρισμένα καρφάκια στο κεφάλι, να κουνιέται, να προσπαθεί να κάνει την σπουδαία, όπως όλοι οι επαρχιώτες γαμιάδες, πουλάνε αντριλίκι, στην αρχή, επειδή μετά, έχουνε καιρό, να προκαλέσουνε πολλαπλούς εμετούς, με τις εμετικές, εμετικές, εμετικές τους συμπεριφορές...
(από εδώ)

- κι ο φλώρος δεν ήξερα πως είναι πουλί, νόμιζα πως είναι γκομενάκι από τα ΒΠ με τζελαρισμένο μαλλί και ριγέ πουκάμισο! (από εδώ)

Για τζελαρισμένες πιπες (από Vrastaman, 29/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Στένσιλ (stencil) ή στένσιλ γραφίτι είναι η τελευταία λέξη στον σημειολογικό ανταρτοπόλεμο μέσα στις μεγαλουπόλεις της Δύσης, τελευταία δε εξαπλώθηκε και στην Ελλάδα.

Τι είναι και πώς γίνεται

Είναι μια τεχνική graffiti με σπρέι και χαρτόνι που είναι κομμένο σύμφωνα με κάποιο σχέδιο ή κάποια γράμματα (σχηματίζεται έτσι στο χαρτόνι το αρνητικό του σχεδίου, βλ. εικόνα 2). Όταν ο στενσιλάς ψεκάζει με σπρέι πάνω από το χαρτόνι, το χρώμα βάφει τον τοίχο εκεί που το χαρτόνι είναι κομμένο δημιουργώντας έτσι το σχέδιο σε θετικό (εικόνα 1). Πιο πολύπλοκα στένσιλ γίνονται χρησιμοποιώντας περισσότερα χρώματα και χαρτόνια με διαφορετικά σχέδια.

Η δυσκολία στο κόψιμο κάποιου σχεδίου στο χαρτόνι είναι ότι κάποια σημεία του σχεδίου (τα νησιά) είναι απομονωμένα και σύμφωνα με το σχέδιο δεν θα στηρίζονταν κανονικά από πουθενά (π.χ. κόβοντας το όμικρον, πρέπει στο χαρτόνι να μείνει το στρογγυλό κενό στο εσωτερικό του). Το πρόβλημα αυτό λύνεται αφήνοντας μικρά κομμάτια χαρτονιού (τις γέφυρες) που ενώνουν τα απομονωμένα μέρη με το υπόλοιπο μέρος του χαρτονιού (βλ. εικόνα 3).

Πότε γίνεται η εξόρμηση και με ποιον τρόπο

Πιο εύκολα (και με περισσότερο χαβαλέ) γίνεται κατά ομάδες και χρειάζεται συνήθως δύο άτομα τουλάχιστον, το ένα να κρατάει το χαρτόνι σταθερό στον τοίχο και το άλλο να ψεκάζει. Το ψέκασμα πρέπει να γίνει σωστά, έτσι ώστε να μην πέσει πολύ χρώμα που θα αρχίζει να στάζει και θα χαλάσει το σχέδιο. Το κάνουμε τη νύχτα και με προσοχή να μην μας πάρουν πρέφα, αφού το στένσιλ είναι παράνομο. Χρήσιμα είναι τα πλαστικά γάντια μιας χρήσης, αλλιώς τα χέρια θα γίνουν ένα με το χρώμα του σπρέι σε χρόνο μηδέν.

Χαρακτήρας και θέματα

Το stencil στην Ελλάδα είναι γενικά τέχνη του αναρχικού/αντιεξουσιαστικού χώρου και ως τρόπος έκφρασης αντιδρά στη μονοπώληση των δημοσίων χώρων από την διαφημιστική προπαγάνδα. Ειδικά μετά τον εξοστρακισμό της 6ης Δεκεμβρίου του 2008 το στένσιλ έγινε όπλο της νεολαίας ενάντια στην στην κρατική αυθαιρεσία.

Ο γνωστότερος καλλιτέχνης του stencil είναι ο Βρετανός Banksy.

(από άρθρο της «Ελευθεροτυπίας»)
«Δείγματα στένσιλ γκραφίτι έχουν κάνει εσχάτως την εμφάνισή τους σε διάφορα σημεία της Αθήνας, ακολουθώντας κατά πολλούς μια πολύ δημοφιλή σήμερα τάση σε μητροπολιτικά κέντρα όπως το Λονδίνο και η Νέα Υόρκη. Στην Κηφισίας, στο Βύρωνα, στην Κολοκοτρώνη, και βεβαίως στα Εξάρχεια, το εξασκημένο και μη μάτι ανακαλύπτει το αποτέλεσμα που απορρέει από τη χρήση ενός πατρόν κι ενός σπρέι.»

(Από εδώ)
«Ποιος είναι ο Blek le Rat; Ο «μπαμπάς» του στένσιλ, της μαυροντυμένης, μινιμάλ εκδοχής του γκράφιτι. Ένας κατ’ επάγγελμα αρχιτέκτονας που μετέτρεψε μια παλιά τυπογραφική τεχνική, σε τέχνη του δρόμου.»

(Από άρθρο της «Ελευθεροτυπίας»)
«Ανεξάρτητα από το αν είναι τέχνη, διαμαρτυρία ή απλώς ένα «κοιτάξτε, υπάρχω κι εγώ», το στένσιλ γκραφίτι μάς παρέχει μερικές από τις πιο παθιασμένες και ανατρεπτικές εικόνες του καιρού μας. Κομίζει ειδήσεις που μόνο στους τοίχους της πόλης θα μπορούσαν να εμφανιστούν.»

(Από την Βίκιπαιδεία)
«To στένσιλ, στα ελληνικά διατρυτό επειδή φτιάχνεται από ένα διάτρητο πρότυπο, συνήθως από χαρτόνι η άλλα υλικά που διαπερνούνται δύσκολα από χρώμα, χρησιμοποιείται για να δημιουργηθούν συγκεκριμένα σχέδια γκράφιτι (γράμματα,σύμβολα, μορφές, ή σχέδια) κάθε φορά που χρησιμοποιείται (μπορεί να χρησιμοποιηθεί πάνω από μια φορά έχοντας το ίδιο αποτέλεσμα). Η τεχνική στένσιλ στην εικαστική τέχνη αναφέρεται επίσης ως pochoir.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για γυναίκα που πάσχει από ξήρανση κόλπου, δεν παράγει δηλαδή το απαραίτητο για την ερωτική της τέρψη και γ-καύλα μουνόγαλα. Δεν μπορεί καν να ξεροχύσει, καθώς η σεξουαλική επαφή καθίσταται ιδιαίτερα επίπονη.

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες από λειψυδρομούνες:

  1. Οι λόγω ηλικίας ή οργανικής αιτίας [I]ξερομούνες[/i]

Τα ανυδρόμουνα αυτά δεν στερούνται λιμπίντο και αντιμετωπίζουν το πρόβλημα επιτυχώς με την εξωγενή χορήγηση λιπαντικών ουσιών ή, σε περίπτωση εκτάκτου ανάγκης, σάλιου.

  1. Οι εκ πεποιθήσεως [I]παστομούνες[/i]

Οι στεγνομούνες αυτές επιλέγουν για λόγους θρησκευτικούς, ιδεολογικούς, ή και απλώς ξινομουνίασης να παρεμείνουν εσαεί αραχνομούνες. Τα μουνιά τους καταντούν ρημαδιακές νεκρές φύσεις που προκαλούν μηδενικές στύσεις και δεν αξίζουν καν να τα φτύσεις γιατί το σάλιο σου θα σπαταλήσεις.

Εκ των «λειψυδρία» και μουνί.

Hank: - Τι να σου πω σε Λάουρα! Έφτυσα αίμα να πηδήσω το Λίλιαν και τελικά μου βγήκε λειψυδρομούνα!

Λάουρα: - Ρε μαλάκα, το ξερομούνι στο σεξ δεν συνεπάγεται ντε και καλά ότι η κοπέλα είναι λειψυδρομούνα!

Hank: - Μα τι λες, το Λίλιαν είναι σκέτo μουνί-ξηρογραφία!

Λάουρα: - Εγώ άλλα άκουσα από τον Vrastaman! Μπορεί απλώς να μην της κάνεις κούκου ρε αδελφέ! Δεν ξέρεις ότι παρακαλετό μουνί σημαίνει ξινό γαμήσι; Έλα, κερνάω Vin Sec de Château Μουνjί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαμηλοτάτου επιπέδου, της εσχάτης υποστάθμης. Απαντάται στη φράση «λούμπεν προλεταριάτο».

Παράγωγο: λουμπεναριό.

Πάλι με το Βρασίδα και την Κούλα βγήκαμε και καταλήξαμε σε μια παρακμιακή ταβέρνα στις Κουκουβάουνες, που τραγούδαγε ένα σκυλί και η πελατεία ήτανε λες κι είχε βγει από τον Κορυδαλλό. Εντελώς λούμπεν κατάσταση μιλάμε.

Επιστροφή στις κλασικές αξίες "Λούμπεν" των Χατζηφραγκέτα. (από Khan, 19/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μικρό και διακριτικό «δημοσιογραφικό», μαγνητοφωνάκι παλιότερα, voice recorder σήμερα, που χρησιμοποιείται για την καταγραφή στα κρυφά ή και στα φανερά και την τεκμηρίωσή συνομιλιών, συνεντεύξεων, κλπ.

Επαγγελματική αργκό των κοινωνικών επιστημόνων και ερευνητών μάλλον, παρά των ίδιων των δημοσιοκάφρων, καθώς η όχι και τόσο κολακευτική ταύτιση του λειτουργήματος με την κοινή ρουφιανιά ευθύνεται για τον όρο, περισσότερο ίσως από το απλό τεχνικό γεγονός ότι η συσκευή, όπως και ο ρουφιάνος, ακούει, καταγράφει και μετά πάει και τα ξερνάει.

- Μου τα έλεγε πολύ ωραία η κυρία, σε κάποια φάση της λέω «θα μπορούσα να τα καταγράψω αυτά», μου λέει «ναι», βγάζω το ρουφιάνο, και μου αρχίζει αμέσως τα κλισέ και τις μαλακίες...
- Τι περιμένεις από κυράτσες;
- Μπορώ να καταγράψω αυτή σου την άποψη;
- Εεεε, ναι... κοιτάχτε, ο κόσμος φοβάται...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπληρωματικά με τις άλλες σημασίες που καταχωρήθηκαν για το λήμμα, ο ρουφιάνος σημαίνει και το ματάκι της πόρτας του κελιού, το οποίο ο σωφρονιστικός υπάλληλος (δεσμοφύλακας, υβριστ. ανθρωποφύλακας, καρακόλι) μπορεί να χρησιμοποιεί κατά βούληση για να ελέγχει τους κρατουμένους του κελιού. Το ματάκι είναι το όργανό του στην συλλογή πληροφοριών για τον ιδιωτικό (;) χώρο κάποιου ή κάποιων ανθρώπων, εξ ου και ρουφιάνος.

Πηγή: Χρόνης Μίσσιος

- Χαρά στην αισιοδοξία του τον καλλιτέχνη... Έξι μήνες στο κελί μαζί του περάσανε κάπως υποφερτά. Μετά αυτός βγήκε.
- Ζωγράφιζε μέσα;
- Ναι, ναι. Μια φορά θυμάμαι σχεδίασε μια μουνάρα στην μέσα μεριά της πόρτας να μας κλείνει το ένα μάτι και το άλλο ήταν ο ρουφιάνος. Τα καρακόλια δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι σκατά αστείο είχε ξαφνικά η μούρη τους όταν μας τσεκάρανε...

Αρκάς, Κακές παρέες. (από patsis, 02/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Η μπάλα (στρογγυλή, λόγω σχήματος) και θεά (και καλά), λόγω τού ότι, πολλές από τις δραστηριότητες που σχετίζονται μ' αυτήν, έλκουν μετά μανίας ευρείες μάζες του πληθυσμού που εκδηλώνουν για αυτές ακραία συναισθήματα, συναισθήματα που αρμόζουν σε μια οντότητα, με θεία υπόσταση (π.χ: υπερβολική λατρεία και εκτίμηση, πάθιασμα, ιερό φανατισμό για την ομάδα τους, κλπ).

Κάποιες από τις αναφερόμενες δραστηριότητες είναι:

- μανιώδης παρακολούθηση ματς (στην τηλεόραση, στο γήπεδο, κλπ).

- αθλητική ενημέρωση για σχετικά θέματα (διάβασμα εφημερίδων, παρακολούθηση ενημερωτικών εκπομπών στην τηλεόραση, στο ράδιο, κλπ). Να μη χαθεί οξεία.

- παθιασμένη συζήτηση μεταξύ οπαδών για θέματα που αφορούν αθλητικά ματς, σχολιασμός φάσεων, κλπ.

- ένθερμη συμμετοχή σε αθλητικά ματς (σε γειτονιές, σε γήπεδα, κλπ), με στόχο την ατομική και την ομαδική διάκριση.

  1. Μπορεί, βέβαια, να μην είναι ένθερμη οπαδός κάποιας ομάδας, ωστόσο δεν κρύβει ότι τη μαγεύει η στρογγυλή θεά.
    Δες

  2. Γέροι, νέοι, παιδιά, εσχάτως κι εκατομμύρια γυναίκες, κι όμως θα καταφέρουν να βυθιστούν για 30 ημέρες στη μαγεία της στρογγυλής θεάς, αίροντας συνειδητά κάθε χυδαία εμπορευματοποίηση, πιστοί στη φυσική ομαδικότητα και λαϊκότητα του ποδοσφαίρου.
    Δες

  3. - Αύριο είναι το ντέρμπι των αιωνίων.
    -Κατάλαβα. Την ώρα του ματς, θα νεκρώσουν τα πάντα. Η προσοχή του πλήθους θα στραφεί στις κινήσεις της στρογγυλής θεάς.

(από GATZMAN, 03/05/09)(από GATZMAN, 03/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι τελειωμένοι auto-motάκηδες, την καύλα την λένε «στροφιλίκι», τον δε οργασμό φουρκέτα.

Στροφιλίκια αποκαλούνται οι ορεινές και απόκρημνες φιδίσιες διαδρομές. Η δε βασίλισσα του στροφιλικίου είναι η φουρκέτα: η στροφή 180 μοιρών που προκαλεί σε κάθε επιζήσαντα φλοκοπόταμους αδρεναλίνης.

Αατα.

  1. Γρεβενά-Χιονοδρομικό Βασιλίτσας-Κόνιτσα: Αυτή η διαδρομή ρε μάγκες θα μου μείνει αξέχαστη.Η ανάβαση στο Χιονοδρομικό είχε μια τέλεια άσφαλτο και στροφίλικι να σου πέφτουν τα χέρια. Φουρκέτες φουρκέτες φουρκέτες (ό,τι πρέπει για mottard).

(από εδώ)

  1. Στροφιλίκια και μάσα... Τι φαγητό πρέπει να αποτελεί το επιστέγασμα ενός στροφιλικιού;
  • Κρεατικό στα κάρβουνα με τα κλασικά συνοδευτικά (φέτα, πατάτες, τζατζίκι, χωριάτικη κλπ) ή, για το καλοκαίρι, ψαρικά/θαλασσινά: 83%
  • Ιταλική κουζίνα: 5%
  • Διεθνής κουζίνα ή nouvelle cuisine: 3%
  • Βρώμικα (καντίνες, φαστφουντάδικα της κακιάς ώρας): 3%
  • Μαγειρευτό (μουσακάς, μελιτζάνες, γεμιστά, κοκκινιστό...): 3%
  • Χάμπουργκερ από Goody's, McDonald's ή αντίστοιχα μαγαζιά: 2%
  • Γερμανική, σουηδική, γενικά κεντροευρωπαϊκή κουζίνα: 2%
  • Γαλλική κουζίνα: 0%
  • Ιαπωνική, κινέζικη, πολυνησιακή κ.α. εξωτικές κουζίνες ή fusion: 0%
  • Αγγλική κουζίνα (fish'n'chips, kidney pie, χοιρινό βραστό με σάλτσα μέντας - καημένο ζωντανό - κλπ, σερβιρισμένα με χλιαρή μπύρα): 0%

(Από εδώ)

Στροφιλίκια με φουρκέτες on the road to Πάπιγκο (από Vrastaman, 03/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέρα από την ενδελεχή ανάλυση του Κνάσου, σημαίνει και τον πάρα πολύ κακό, αυτόν που έχει μια οποιαδήποτε αρνητική ιδιότητα σε τόσο ακραίο βαθμό, ώστε να θέλουμε να τον / την / το βρίσουμε τόσο άγρια, που θα έπρεπε να κατεβούν πολλά καντήλια από τις χριστοπαναγίες και τα μπινελίκια. Έτσι τελικά λέμε μόνο «ο / η / το θεμουσχώρα με» (οπωσδήποτε με άρθρο και μονολεκτικώς), εννοώντας τις βρισιές που θα εκστομίζαμε και που αποτελούν άρρητα λήμματα. Χρησιμοποιείται και για καταστάσεις ακραίας ξεφτίλας.

  1. Τι μαλακία έκανε πάλι ο θεμουσχώρα με...

  2. Εντάξει, να πάμε με το δικό σου αυτοκίνητο, κι όχι με το δικό μου στην εκδρομή, αλλά είναι και λίγο θεμουσχώρα με!... Θα μας βγάλει μέχρι την Κόρινθο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified