Further tags

«Tο κουλό»: σλανγκιστί είναι η χαζομάρα, η ανοησία και με την ειδική σημασία στο ότι οι πράξεις ή τα λόγια (τέτοια είναι και τα ευφυολογήματα) που τους προσδίδουμε αυτόν τον χαρακτηρισμό είναι παράδοξα, άτοπα, τρελά, δηλ. δεν στέκουν καθόλου με την κοινή λογική (...για αυτό μερικές φορές έχουν κάποια γοητεία!)

Ετυμολογία: από το αρχαίο κύλλος= κεκκαμένος, κυρτομένος (στραβός), χωλός, παράλυτος προέκυψε ο κουλός με τη σημασία αυτού που του λείπει το ένα ή και τα δύο χέρια και μεταφορικά την ανικανότητα που συνεπάγεται αυτή η αναπηρία. Από αυτό, φτάσαμε στο κουλό = το χέρι μειωτικά / υβριστικά και πάλι μεταφορικά με γενίκευση στην περιγραφή του ατόμου (=χαζό, βλαμμένο) και στο νόημα, γενικά, της πράξης: ανοησία / παραδοξότητα αυτού του ορισμού.

Επιπλέον χρησιμοποιείται συχνά για ποικίλες καταστάσεις όταν κάτι μας ξενίζει ή παρουσιάζονται μικροπροβλήματα, χωρίς ειδικό νόημα.

Σχετιζόμενα/ συνώνυμα: κουφό, κουλαμάρα, παλαβομάρα, ζαβός, κουλάδι, κουφαίνω.

Αγγλιστί: lame.

  1. Με χτυπάει ρεύμα η κιθάρα!!! Λιγάκι κουλό; Απ' ό,τι μου είπαν, αυτό είναι παράξενο γιατί δεν περνάει ρεύμα από το καλώδιο προς την κιθάρα και μάλιστα αμφίδρομα. Έχει κάνεις καμιά ιδέα γιατί γίνεται αυτό; Με χτυπάει όταν ακουμπάω τις χορδές και την γέφυρα, όχι δυνατά, αλλά αρκετά για να καθιστά αδύνατο το practice και μερικές φορές πονάει λιγάκι.» (=περίεργο)

  2. Κουλό ανέκδοτο:
    «Σε έναν πεζοδρόμιο κάθονται ένας κουφός, ένας τυφλός και ένας κουτσός.
    Ξαφνικά ο κουφός λέει:
    - Ρε παιδιά, ακούω να έρχεται η αστυνομία.
    Ο τυφλός προσθέτει:
    - Εγώ τη βλέπω κιόλας.
    Και προσθέτει και ο κουτσός:
    - Εγώ λέω να το βάλουμε στα πόδια.»

  3. Κάτω τα κουλά (ή «ξερά») σου από την τούρτα!
    (=χέρια)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ολόιδιος, πανομοιότυπος, ξεπατικωτούρα, σαν αντιγραφή με καρμπόν (το μπλε φύλλο με το μελάνι που βάζαμε κάααποτε ανάμεσα σε δυο σελίδες και ό,τι γράφαμε στην επάνω περνούσε και στην από κάτω). Λέγεται για τα πάντα.

Συνώνυμα: φτυστός, τάλε κουάλε.

  1. Απόδραση καρμπόν
    Δραπέτευσαν ξανά με ελικόπτερο οι Παλαιοκώστας και Ριζάι. Ανθρωποκυνηγητό για τον εντοπισμό των δραπετών του Κορυδαλλού, έχει εξαπολύσει η αστυνομία. Η πανομοιότυπη απόδραση με ελικόπτερο εγείρει σοβαρότατα ερωτήματα.
    (από τον Σκάι)

  2. - Τα έκανα θάλασσα, είπα στη Μαίρη «Γεια σου Κάτια» και με στραβοκοίταξε.
    - Ε δε νομίζω, αφού το ξέρει ότι μοιάζουν πολύ.
    - Μόνο πολύ; Καρμπόν είναι σου λέω...

Got a better definition? Add it!

Published

Κίτρινο σηματάκι με παραμάνα το οποίο χρησιμοποιείται από τους υποψήφιους έφεδρους βαθμοφόρους στο Πυροβολικό πριν γίνουν Δεκανείς ή Λοχίες, που το φορούν κατά τη διάρκεια της δίμηνης εκπαίδευσής τους.

Πρόκειται για «ταμπελάκι» μεγέθους 1cm X 3cm περίπου, χρώματος κίτρινου και το τοποθετούν (με χρήση παραμάνας) σε κάθε πλάι του ώμου τους (εκεί που κανονικά τοποθετούνται τα π.χ. λοχιόσημα).

- Τί έγινε ρε μαλάκα χθές το βράδυ;
- Μαλάκα τα κοπανήσαμε άγρια και κάψαμε τα καναρινόσημα όλοι μας, στο ΚΨΜ με πετρέλαιο... Από αύριο φοράμε λοχιόσημα... Επιτέλους!!! Αναβαθμιζόμαστε!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρακλάδι / μουσική σκηνή της εξ Αμερικής ανεξάρτητης μουσικής, το οποίο εμφανίστηκε στα μέσα της δεκαετίας των 80, αλλά μεσουράνησε κυρίως στις αρχές και τα μέσα της δεκαετίας των 90, σχεδόν ταυτόχρονα με την εμφάνιση του grunge (το οποίο όμως είχε μικρότερη διάρκεια ζωής) και όπως και εκείνο «λάνσαρε» ένα ιδιαίτερο τρόπο ζωής, παράλληλα με τους ξεχωριστούς ήχους που έφερε στο προσκήνιο.

Ετυμολογικά, προκύπτει από τις αγγλικές λέξεις «low fidelity» (χαμηλή πιστότητα, σε αντίθεση με το πολυφορεμένο «hi-fi» - high fidelity). Η μουσική (και οι μουσικοί) χαρακτηρίζονταν από ένα (ανεπιτήδευτο συνήθως) ατημέλητο στυλ, οι κιθάρες ήταν παράφωνες, ο ήχος ακατέργαστος (λιγότερο σκληρός και μελαγχολικός πάντως από το grunge), ενώ κοινός τόπος ήταν και οι κακής ποιότητας ηχογραφήσεις (εξ' ου και lo-fi).

Τα αντιπροσωπευτικά συγκροτήματα πολλά: Pavement, Sebadoh, Dinosaur Jr., Yo La Tengo, Silver Jews, Guided by Voices, Grandaddy και Modest Mouse, μεταξύ άλλων.

Παρόλο που η σκηνή απέκτησε αρκετούς φανατικούς οπαδούς (ακόμα και στη χώρα μας), άρχισε να παρακμάζει μετά το 2000, κυρίως λόγω της διάλυσης πολλών εκ των αντιπροσωπευτικότερων συγκροτημάτων.

Η έννοια «lo-fi» μπορεί άνετα, πέρα από τη μουσική αναφορά της, να αποδώσει έναν χαρακτηρισμό σε ένα πρόσωπο ή κατάσταση, ότι δηλαδή είναι χαμηλής πιστότητας, είτε με τη καλή (εκκεντρικότητα, φρεσκάδα, πρωτοτυπία, κάτι πέρα από τα συνηθισμένα), είτε με την κακή έννοια (κυριολεκτικά). Επιβάλλεται ιδιαίτερη προσοχή στη χρήση, όσο και στη κατανόηση, η οποία πάντα πρέπει να βασίζεται και στα συμφραζόμενα.

  1. - ...και μετά το Μέγαρο, πήρα τηλέφωνο το Μαράκι και πήγαμε Decadence...
    - Σπεκ, Ιεροκλή είσαι και πολύ lo-fi τύπος μιλάμε...

  2. - Ρε θυμάσαι το παλιό στερεοφωνικό στο σπίτι των γονιών μου που ακούγαμε Floyd; Το δώσανε σε παλιατζή...
    - Καλά κάνανε στη τελική, μετά από τόσα χρόνια θα έβαζες πάνω βινύλιο και θα το χαράκωνε.... από hi-fi που ήταν κάποτε, κατάντησε lo-fi...
    - Χεχε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κοινή Φέτα, την οποία όλοι γνωρίζουμε με αυτό το όνομα, στην Β. Ελλάδα αποκαλείται αποκλειστικώς τυρί.

- Τι να έχει το τόστ;
- Εεεε... τυρί, γαλοπούλα... εεε... όχι φέτα... τυρί είπα!
- Ε τυρί έβαλα ρε φίλε!
- Φέτα είναι αυτό.
- Αυτό είναι τυρί. Το άλλο το κίτρινο είναι κασέρι. Λέγε τι θες;
- Να πάω στη μαμά μου που με καταλαβαίνει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πινακίδα κυκλοφορίας του αυτοκινήτου ή της μοτοσυκλέτας.

- Δεν οδηγούσα εκείνη τη στιγμή ρε συ, ήμουνα παρκαρισμένος και έβαζα τα εργαλεία στο πορτ-μπαγκάζ.
- Και απ' όλον τον κόσμο εσένα διάλεξε για εξακρίβωση;
- Αυτός μάλλον είδε απ' τα σακβουαγιάζ να εξέχουν σωλήνες και λοστάρια, είδε που δεν είχα τσίγκο στ' αμάξι, σου λέει τι είναι αυτός. Μετά έμαθα ότι από πάνω είχε το πολιτικό γραφείο ένας υπουργός, έδεσε το γλυκό, τρομοκράτης ο κύριος!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο,τιδήποτε είναι ακριβό. Συναντάται στην Κρήτη.

  1. - Πόσο το πήρες ρε το κινητό;
    - 400 ευρώ.
    - Λάμπα, μαλάκα..
    - Ε ναι, αλλά το είχα ανάγκη...

  2. - ... Και ζητάμε το λογαριασμό και μας καθίζει τη λάμπα...
    - Ε ναι ρε, σ' το 'χα πει, το μαγαζί είναι για να πηγαίνεις μόνο αν είναι να σε κεράσουν.

  3. - Πόσο κάνει αυτό αδερφέ;
    - 12 ευρώ.
    - Πολύ λάμπα αδερφάκι μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αμάξι χαμηλωμένο μέχρι αηδίας. Ανήκει σχεδόν πάντα σε κάγκουρα / κάβουρα. Διαθέτει κατά κανόνα πειραγμένο μοτέρ, εξάτμιση-μπουρί της σόμπας, φιμάτο τζάμι, αυτοκόλλητο με άλιεν ή αράχνη ή σκορπιό κ.ο.κ. Και μόνο του ωστόσο το χαμήλωμα αρκεί για να μεταβάλλει ένα τετράτροχο σε ερπετό και τον ιδιοκτήτη του σε κάβουρα.

Χαμηλωματάκι (έτσι το λένε τρυφερά οι κάγκουρες μτξ τους) γίνεται α) με κατάλληλη ρύθμιση των αναρτήσεων (ελληνικά: αμορτισέρ), β) με προσθήκη υπερμεγέθους πλαστικής ποδιάς περιμετρικά του αμαξίου, στο επίπεδο των τροχών, γ) και με τους δύο ανωτέρω τρόπους (συνηθέστερο).

Λέμε «ερπετό» γιατί, αν δεις το αμαξάκι να σκάει από μακριά, θα νομίσεις προς στιγμήν ότι δεν τσουλάει αλλά σέρνεται, ότι δεν έχει ρόδες κι έτς, αλλά είναι σαν τα Συγκρουόμενα στα Πάρκα της Σελήνης. Η ερπετοποίηση προσφέρει και καλά μεγαλύτερη σταθερότητα σε ψηλές ταχύτητες και κάνει το αμαξάκι να «μπαίνει» καλύτερα σε στροφές, πιο στριφτερό δλδ.

- Μία που το πήρες φίλε το punto και μία που το 'κανες ερπετό. Σσσωραίος τώρα, φτιάχτηκες κανονικά... Πάμε να το μοστράρουμε σε καμιά γκόμενα;
- Ποιος τις γαμάει ρε τις ψώλες; Εγώ ζω για τις διακοσάρες αγόρι μου...
- Αυτά είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. (η περισσότερο γνωστή σημασία)
    Κόκες, πρέζες και σχετικά παράγωγα. Σε αντίθεση πάντα με το χασίς που είναι σε στερεή μορφή (πρεσαρισμένο / πατικωμένο / σοκολάτα) ή χόρτο.

  2. (η λιγότερο γνωστή σημασία)
    Μποντιμπιλντεράδικα συμπληρώματα διατροφής σε μορφή σκόνης, που διαλύονται σε νερό, γάλα ή χυμό. Οι πιο γνωστές σκόνες είναι οι περιβόητες πρωτεΐνες, που διακρίνονται βασικά σε «όγκου» (περιέχουν πολλούς υδατάνθρακες, τη λεγόμενη σαβούρα), «γράμμωσης» (οι λεγόμενες καθαρές), «ενδιάμεσες» (ή «ογκογράμμωσης», με λίγους υδατάνθρακες). Υπάρχουν κι άλλες σκόνες: κρεατίνες, γλουταμίνες και άλλες ειδικές «φόρμουλες», σχεδόν όλα με την κλασική κατάληξη -ίνη.

Οι σκόνες αυτές είναι κατά βάση ακίνδυνες, εκτός βέβαια κι αν κάποιος αρχίσει να καταπίνει καθημερινά υπερποσότητες, οπότε θα πάει μάλλον για μια ξεγυρισμένη πλύση στομάχου. Οι σκόνες, καθ' όλα νόμιμες και εγκεκριμένες από ΕΟΦ κι έτσι, προσφέρουν μεγάλα περιθώρια κέρδους στον έμπορα, σε αντίθεση με τα πολύ πιο αποτελεσματικά και πολύ πιο επικίνδυνα steroids. Αυτά τα παίρνει κανείς στην ξεφτίλα, π.χ. μια ενεσούλα τέστο θα σου κοστίσει το πολύ 2,5-3 ευρώ.

Καμιά φορά, σπάνια πλέον, παίζει να σου πασάρει κανείς και μουφάτζικες σκόνες, που αντί για πρωτεΐνη είναι τίγκα στη ζάχαρη (παρόμοιοι τρόποι νοθείας εφαρμόζονται ως γνωστόν και στις πρέζες / κόκες). Τότε λέμε ότι πιάστηκες μαλάκας, διότι σου πούλησαν αλεύρια.

  1. «Ο Γουίλι ο μαύρος θερμαστής από το Τζιμπουτί»

Στίχοι: Καββαδίας Νίκος
Μουσική: Μικρούτσικος Θάνος
Πρώτη εκτέλεση: Βασίλης Παπακωνσταντίνου

Ο Γουίλι ο μαύρος θερμαστής από το Τζιμπουτί
όταν από τη βάρδια του τη βραδινή σχολούσε
στην κάμαρά μου ερχότανε γελώντας να με βρει
κι ώρες πολλές για πράγματα περίεργα μου μιλούσε

Μου 'λεγε πώς καπνίζουνε στο Αλγέρι το χασίς
και στο Άντεν πώς χορεύοντας πίνουν την άσπρη σκόνη
κι έπειτα πώς φωνάζουνε και πώς μονολογούν
όταν η ζάλη μ' όνειρα περίεργα τους κυκλώνει

Μου 'λεγε ακόμα ότι είδε αυτός μια νύχτα που 'χε πιει
πως πάνω σ' άτι εκάλπαζε στην πλάτη της θαλάσσης
και πίσωθε του ετρέχανε γοργόνες με φτερά
σαν πάμε στ' Άντεν μου 'λεγε κι εσύ θα δοκιμάσεις

Εγώ γλυκά του χάριζα και λάμες ξυραφιών
και του 'λεγα πως το χασίς τον άνθρωπο σκοτώνει
και τότε αυτός συνήθιζε γελώντας τρανταχτά
με το 'να χέρι του ψηλά πολύ να με σηκώνει

Μες στο τεράστιο σώμα του είχε μια αθώα καρδιά
κάποια νυχτιά μέσα στο μπαρ Ρετζίνα στη Μαρσίλια
για να φυλάξει εμένα από έναν Ισπανό
έφαγε αυτός μια αδειανή στην κεφαλή μποτίλια

Μια μέρα τον αφήσαμε στεγνό απ' τον πυρετό
πέρα στην ʼπω Ανατολή να φλέγεται να λιώνει
θεέ των μαύρων, τον καλό συγχώρεσε Γουίλ
και δώσ' του εκεί που βρίσκεται λίγη απ' την άσπρη σκόνη

  1. - Τι έγινε μητσάκο, πώς πάμε; Πρηζόμαστε, πρηζόμαστε;
    - Το κατά δύναμιν φίλος... Τώρα μόλις πήγα και πήρα μια πρωτεΐνη, καινούρια μάρκα... Για να δούμε πως θα μας πάει...
    - Είσαι αδιόρθωτος αγόρι μου. Εφτακόσα ευρά παίρνεις όλα κι όλα, και πας και τ' ακουμπάς σε σκόνες και μαλακίες. Έτσι το μόνο που πρήζεται είναι η τσέπη του κωλοέμπορα, όχι εσύ...
    - Καλά, μην το λες, έχω δει διαφορά σε σχέση με πριν...
    - Τι διαφορά και αρχίδια με τη ρίγανη μου λες ρε μητσάκο... Αφού σου 'χω πει, δε θέλει κόπο, θέλει τρόπο... Βάλε λίγο φαρμακάκι καημένε κι έχεις τουμπανιάσει πριν το πάρεις χαμπάρι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πρόσθεση σιλικόνης στο γυναικείο στήθος. Από το σιλικονίτσα. Χρησιμοποιείται ως πιο κομψός όρος όταν θέλουμε να ρωτήσουμε με τρόπο αν η συνομιλήτριά μας έχει κάνει προσθετική στήθους.

- Κονίτσα;
- Τι κονίτσα;
- Σιλικονίτσα;
- Όχι παιδί μου! Κληρονομικό χάρισμα. Όλες στην οικογένεια έτσι είμαστε.

δείτε το video που ακολουθεί.

(από john386, 24/05/09)

βλ. και κονάτο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified