Further tags

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες κακαράντζας:

Α. Ζωικής προέλευσης

Πρόκειται για τα σφαιρικά χέσματα κατσικιδίων ή λαγών που πολλοί αγαθιάρηδες βορειοευρωπαίοι παραθεριστές συχνά γεύονται, θεωρώντας ότι πρόκειται για κάποιο καρπό της Ελληνικής γης.

Β. Ανθρώπινης προέλευσης

Πρόκειται για κεφτεδάκι μύξας που πλάθει ο κακαδέμπορας με τον δείκτη και τον αντίχειρά του. Στα πρώιμα στάδια μυξαρίσματος, η κακαράντζα είναι πρασινωπή, κολλώδης και φέρει χαρακτηριστική εσάνς μπίχλας. Μετά από αρκετή επεξεργασία, παγιώνεται και αποκτά την φαιοπράσινη πολυμερή υφή ενός μικρoύ μετεωρίτη. Μερικοί τις τρώνε.

Πολλοί τολμηροί ανασκαφείς δεν αρκούνται στην μυτόγκα τους. Αξιοποιούν υλικά από άλλα απόκρυφα σημεία του σώματος, παράγοντας τετηγμένα σφαιρίδια τύρου, περιοδικού σπληναντέρου, καρκαμάντζας, ταρζανιδίου, κ.α. Οι πραγματικοί connoisseurs ανατρέχουν στην αφαλοκρηπίδα για τον περιζήτητο για τις πλούσιες ουρδικές του ουσίες ομφάλιο βρώμο.

Πιθανώς εκ του κάκαδο < καίω.

- Κάτω υπήρχαν αρκετές φρέσκες κακαράτζες, απόδειξη ότι εδώ την νύκτα βοσκά κάποιος λαγός.
(από εδώ)

- Πολλές φορές το γάλα, το γιαούρτι και το τυρί μυρίζει άσχημα και τούτο οφείλεται και στην κακαράντζα ή κακαρέντζα, που είναι το αποπάτημα των γιδιών και προβάτων. Οι βοσκοί αρμέγουν τα γιδοπρόβατά τους δυο - τρεις φορές το εικοσιτετράωρο και μια από αυτές πέφτει το πολύ πρωί, πριν φέξει. Έτσι, πάνω στον κουβά που αρμέγουν, πολλές φορές αποπατούν τα ζωντανά τους.
(από εδώ)

- Οι καλά επεξεργασμένες κακαράντζες εκσφενδονίζονται σε ανυποψίαστο στόχο με χαρακτηριστικό τίναγμα των δακτύλων. Μερικές βρωμαντικές ψυχές προτιμούν να τις φυλάνε στην πολύ προσωπική τους συλλογή εκπλήξεων και μεζέδων. 'Αλλοι τις τρώνε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τεχνικούρα χρησιμοποιείται για να δηλώσει την υπερβολική χρήση τεχνικής ορολογίας και επαγγελματικής-τεχνικής ιδιολέκτου αναφορικά με θέματα που ενώ θα μπορούσαν να εξηγηθούν ή να περιγραφούν με πιο απλό και κατανοητό απ' όλους τρόπο, εν τέλει απλά αφήνουν το κοινό με ερωτηματικά πάνω από το κεφάλι τους. Επίσης, η τεχνικούρα χρησιμοποιείται αναφορικά με θέματα που απαιτούν εξειδικευμένες γνώσεις, τις οποίες και κατέχει ο εκάστοτε ειδικός του τομέα. Τέλος, παρατηρείται η χρήση του όρου ως επιθετικός προσδιορισμός αποκλειστικά αρσενικού γένους για ανθρώπους που συγκεντρώνουν τα παραπάνω χαρακτηριστικά.

Η τεχνικούρα είναι παρεμφερής και εν μέρει συνώνυμη της μπολικούρας, με μία όμως ειδοποιό διαφορά: Η τεχνικούρα είναι εξεζητημένη μεν, αλλά δεν ξεφεύγει ποτέ (ή μάλλον σχεδόν ποτέ) από το συγκείμενο, οπότε με αυτή την έννοια δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανούσια. Αυτό όμως δεν κρύβει τα ενίοτε άκρως ελεεινά κίνητρα του τεχνικούρα, τα οποία δεν είναι τίποτε άλλο από την επίδειξη γνώσεων, την τεχνοκρατική του ποζεριά και εν τέλει το ατελείωτο ψώνιο του.

Βέβαια, υπάρχει και το σπάνιο είδος ανθρώπων οι οποίοι παρουσιάζουν μία εμφανή και ειλικρινή αδυναμία να εκφραστούν με οποιοδήποτε άλλο τρόπο. Αυτούς τους άδολους τεχνικούρες η κοινωνία θα πρέπει να τους αγκαλιάσει με συμπόνια και κατανόηση... χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι με αυτό τον τρόπο θα γίνουν πιο δημοφιλείς.

Τελικά, όπως είχε πει και ο τρισμέγιστος Μπουκόφσκι, «μεγαλοφυΐα είναι να λες εξαιρετικά δύσκολα πράγματα με εξαιρετικά απλό τρόπο», δήλωση με την οποία θα συμφωνήσει ο κάθε μαθητής, φοιτητής, αναγνώστης, ερευνητής, και γενικά ο κάθε ένας από εμάς που αναγκάζεται να ζητήσει την βοήθεια ειδικών για να αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα που προέκυψε...

  1. Πάω που λες να πάρω ένα λάπτοπ και έρχεται ο πωλητής και μ' αρχίζει στις τεχνικούρες... Κάτι επεξεργαστής Intel Menlow Atom Z530 (1.6 GHz) με 512KB L2 cache στα 533 MHz οθόνη 13,4'' WXGA TFT LCD, Glare Type με LED backlight και ανάλυση 1366 x 768 μνήμη 2048MB (1 x 2048MB) DDR2 και σκληρό 250 GB SATA και τα' καψα όλα... Ευτυχώς που μία πελάτισσα τον διέκοψε να τον ρωτήσει κάτι και την έκανα μ' ελαφρά πηδηματάκια...

  2. Ρε συ, τι λέει πάλι εδώ; Δεν βγάζω άκρη με αυτές τις τεχνικούρες. Τ' είναι ο παλινδρομικός αναδευτήρας 4000/356 στα 500 rpm;
    — Εμ αφού πας και ψωνίζεις κινέζικα...

  3. — Πώς τον βλέπεις σαν κιθαρίστα;
    — Καλός είναι μωρέ, αλλά και μπολικούρας και τεχνικούρας. Χίλιες φορές John Lee. Παίζει μία νότα και σε στέλνει καρφί στο μπαρ για ένα ακόμη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γνωστό τοις πάσι ταμπόν, ήτοι το μακρόστενο εκείνο ματζαφλάρι (βαμβακερό ή από συνθετική μετάξη) που τοποθετούν τα θήλεα στον κόλπο τους κατά τη διάρκεια της εμμήνου ρύσεως, της περιόδου, όταν έρχονται οι Ρώσοι, όταν κάνει ντου ο Κόκκινος Στρατός, τις «δύσκολες μέρες του μήνα» (αυτό το τελευταίο κάργα politicalljy correct). Απορροφά αίματα και λοιπά υγρά.

Τίγκα σεξιστικός και πολιτικώς μη ορθός (άρα και κάργα σλανγκιάρικος) όρος, χρησιμοποιείται mostly από λαϊκάντζες, βαρύμαγκες, φορτηγατζήδες και λοιπά μπρουτάλ αρσενικά παλαιάς κοπής, που τους τρέχει η τέστο απ' τα μπατζάκια... Οι εν λόγω αγκαούγκες αποφεύγουν όπως ο διάολος το λιβάνι να προφέρουν λέξεις όπως «ταμπόν», «περίοδος», «σερβιέτα» και λοιπά κλασικά γυναικεία, φοβούμενοι μήπως δώσουν την εντύπωση πως ξέρουν κάτι παραπάνω. Πιστεύουν –έστω σε ένα βαθύτερο επίπεδο συνείδησης– πως άντρες και γυναίκες είναι δυο κόσμοι χωριστοί, πως ο συγχρωτισμός των φύλων και η μεταξύ τους επικοινωνία, είναι πράγματα περιττά, αν όχι επικίνδυνα. Μια αταβιστική νοοτροπία: αρκεί να θυμηθούμε στο σχολείο τι κράξιμο έτρωγαν όσοι έκαναν πολύ παρέα με τα κορίτσια. Στο βάθος όλων των ανδρικών φόβων βρίσκεται ο ευνουχισμός, που ελλοχεύει ως κίνδυνος όταν οι επαφές με το αντίθετο φύλο δεν περιορίζονται στις απαραίτητες γενετήσιες... Για να μην ξεχνάμε και το φόβο του Αρχέγονου Μουνιού που απειλεί να επανενσωματώσει όλα τα δημιουργήματά του δια της κατάποσης, επαναφέροντάς τα στην απόλυτη ανυπαρξία... Εξ ου λοιπόν και όλα τα αρσενικής προελεύσεως σλανγκικά μειωτικά ισοδύναμα: «μουνί» αντί «αιδοίο», μουνοβούλωμα αντί ταμπόν, περιοδόβρακο ή περιοδόπανο για τη σερβιέτα κ.ο.κ. Δαιδαλώδη και άκρως ερεθιστικά θέματα, επί μακρόν αντικείμενα διαπραγμάτευσης σε πολλαπλά επίπεδα: κοινωνιολογίας-ανθρωπολογίας, κοινωνιοβιολογίας, ψυχολογίας-ψυχανάλυσης, γλωσσολογίας, λογοτεχνικής θεωρίας, gender studies, cultural studies κλπ.

Να μη συγχέεται το μουνοβούλωμα με το πορδοβούλωμα.

Εξελιγμένη μορφή μουνοβουλώματος είναι η κατά poniroskylo μουνόκουπα.

Βούλωμα-ταμπόν, μπορεί να μπει και στον πρωκτό, όταν σ' έχει πιάσει κόψιμο και πας κάθε τρεις και λίγο στην τουαλέτα για γκραφίτι. Το χρησιμοποιούν καμιά φορά οι μητέρες για παιδιά μικρής ηλικίας, όχι βέβαια στο Πρωκτικό Στάδιο, συνήθως σε παιδιά του δημοτικού. Τότε δεν γίνεται προφάνουσλυ λόγος για μουνοβούλωμα, αλλά για κολοκυθοβούλωμα, κατά τον παλαιό χρήστη ronso... Οπωσδήποτε θα υπάρχουν κι άλλες ονομασίες...

(στο μπαρ, συνομιλία σερβιτόρου και σερβιτόρας)
— Κώστα, πλληζ, κάλυψε για λίγο και τα δικά μου τραπέζια... Είναι η ώρα να πάω ν' αλλάξω ταμπόν... Στο 'χα πει κι από πριν, κάθε 8 ώρες το αλλάζω...
— Τώρα βρήκες ρε ούζο να πας ν' αλλάξεις μουνοβούλωμα, τώρα που έχει πέσει τέτοιο τρελό χώσιμο; Άϊντε τράβα και σβέλτα, μην κάνεις δέκα ώρες πάνω απ' τη χέστρα, θα σε καταπιεί στο τέλος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πίτσα αποκαλείται ένα πατημένο ζώο πάνω στην άσφαλτο. Είναι πολύ συχνό το φαινόμενο να συναντούμε πολύχρωμες, ανάγλυφες, ανώμαλες επιφάνειες πάνω στο δρόμο, με κόκκινο ξεραμένο αίμα δίκην σάλτσας περιχυμένο πάνω και γύρω από το νεκρό ζώο που έχει απλώσει σαν φύλλο από τις ρόδες του οχήματος που πέρασαν από πάνω του.

Οι συνηθέστερες πίτσες που συναντά ένας οδηγός στους ελληνικούς δρόμους ποικίλλουν ανάλογα με την γεωγραφική περιοχή και την χρονική περίοδο, αλλά ανάμεσά τους οπωσδήποτε ξεχωρίζουν η πίτσα-σκύλος, η πίτσα-γάτα, η πίτσα-ασβός, η πίτσα-λαγός, η πίτσα-σκαντζόχοιρος και η πίτσα-φίδι. Υπάρχουν ακόμη η οικογενειακού μεγέθους πίτσα-ζαρκάδι και πίτσα-αρκούδα, ενώ συχνά κάνει την εμφάνιση της και η ατομική πίτσα-σαύρα.

— Πρόσεξε μη πατήσεις την πίτσα μπροστά!
— Την είδα.

πίτσα-αρουραίος (από allivegp, 20/08/09)πίτσα-λαγός... (από BuBis, 21/08/09)μια πίτσα περιστέρι με απ\'όλα... (από BuBis, 21/08/09)(από Vrastaman, 23/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μονότονο μουσικό κομμάτι, συνήθως house/electro/techno κλπ. Ο ρυθμός του δεν αλλάζει καθόλου και σου σπάει τα νεύρα/φέρνει πονοκέφαλο.

Μαλάκα τι αρρώστια είναι αυτή;
— Γιατί ρε, ωραίο τραγούδι δεν είναι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι κυλόττες και τα σλιπάκια που δεν θεωρείς τόσο σέξι όσο τα άλλα που έχεις. Τα κοινολάκια τα φοράς στη δουλειά ή όπου αλλού κρίνεις ότι δεν πρόκειται να τα χαρεί κανείς.

Πηγή: Λύο Καλοβυρνάς, Πλαθολόγιο Λέξεων, Intro, 2007.

Με φρίκη η Κική διαπίστωσε ότι όλα τα καλά της κυλοτάκια ήταν για πλύσιμο και θ' αναγκαζόταν να φορέσει κοινολάκι στο ραντεβού της με τον ενδιαφέροντα τύπο που γνώρισε προχθές.

βλ. και περιοδόβρακο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τηλεφωνική συσκευή που είναι προγραμματισμένη να χτυπά ακριβώς δύο λεπτά αφότου μπεις να κάνεις μπάνιο. Το υδρολέφωνο είναι επίσης προγραμματισμένο να σταματήσει να χτυπά μόλις το σηκώσεις, ενώ στάζεις νερά παντού και κινδυνεύεις από πνευμονία.

Πηγή: Λύο Καλοβυρνάς, Πλαθολόγιο Λέξεων, Intro, 2006.

- Προσπαθούσα όλο το απόγευμα να σε βρω και δεν μπορούσα!
- Α, εσύ ήσουν στο υδρολέφωνο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πλαστικές σακούλες με χερούλια από σκληρό πλαστικό, ειδικά κατασκευασμένο να σου κόβει τα χέρια όπως κι αν προσπαθήσεις να τις πιάσεις. Οι σακούλες αυτές είναι συνήθως μεγάλου μεγέθους ώστε να βάζεις πολλά και βαριά πράγματα και έτσι να διευκολύνεται η κατακρεούργηση του χεριού σου.

Πηγή: Λύο Καλοβυρνάς, Πλαθολόγιο Λέξεων, Intro, 2006.

«Αχ, μόνο χερουλομάχαιρα έχετε; Αφήστε, θα το πάρω αγκαλιά.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πιο γλυκιά, πιο όμορφη, πιο τρυφερή λέξη στον κόσμο, διαθέτει και τη «σκοτεινή» σλανγκική πλευρά της. Καθεμιά από τις ποικίλες τούτες σλανγκικές χρήσεις παραπέμπει / εστιάζει σε κάποιο / κάποια από τα ιδιαίτερα γνωρίσματα της βιολογικής μητέρας, π.χ. την εμπειρία της, τον εποπτικό της ρόλο, την υπεύθυνη θέση της, τον προστατευτισμό της, την αυθεντικότητά της.

  1. Χαρακτηρισμός προσώπου ιδιαίτερα επιδέξιου / ικανού / έμπειρου σε κάποιον τομέα. Κάθε σχετική του προσπάθεια στέφεται κατά κανόνα με αξιοσημείωτη επιτυχία. Συνώνυμο: μάστορας.

    • Ο Κωστάκης είναι μανούλα στα ηλεκτρολογικά.
    • Η Αννούλα είναι μανούλα στα τσιμπουκώματα εν κινήσει. Εγώ οδηγούσα κι αυτή ρούφαγε.
    • Ο χρήστης Khan φαίνεται μανούλα σε θέματα μεσαιωνικής σχολαστικής φιλοσοφίας.
  2. Πρόσωπο που μεριμνά για άλλους, έχει την ευθύνη των πράξεών τους, τους εποπτεύει, τους επιβλέπει.

    α. Στα πλοία του Πολεμικού μας Ναυτικού, μάνα του πλοίου είναι ο Ύπαρχος, ο δεύτερος και λεγόμενος. Όπως η κλασική μητερούλα, ο ύπαρχος αναφέρει στον πατέρα του πλοίου (καπετάνιος) τις μαλακίες που έκαναν τα παιδιά (το υπόλοιπο πλήρωμα). Όχι όλες βέβαια, μόνο τις πιο σοβαρές, αυτές που δεν κουκουλώνονται με τίποτις.

    β. Στον Στρατό Ξηράς, ο επιλοχίας είναι η μάνα του λόχου.

  3. Σε διάφορα παίγνια, τυχερά και μη, μάνα είναι παίχτης επιφορτισμένος με ιδιαίτερο ρόλο, συχνά προνομιακό.

    α. Στο μπλακ-τζακ η μάνα είναι αυτός που μοιράζει τα φύλλα στους άλλους παίκτες, ενώ η ίδια τραβάει φύλλο τελευταία. Για να «καεί» η μάνα, πρέπει κάποιος παίχτης να έχει μεγαλύτερο φύλλο απ' αυτήν. Αν έχει το ίδιο φύλλο, η μάνα κερδίζει και διατηρεί τη θέση της.

    β. Σε πολλά παιδικά παιχνίδια, όπως το «αλάτι ψιλό - αλάτι χοντρό», «πινακωτή-πινακωτή» κ.α. Βλ. αναλυτικά εδώ και εδώ.

  4. Ειδικά στο τάβλι, μάνα είναι η πρώτη θέση όπου τοποθετούμε αρχικά όλα τα πούλια. Συνεκδοχικά είναι και τα ίδια τα πούλια που βρίσκονται εκεί. Στις πόρτες (παιχνίδι που οι παραδοσιακοί ταβλαδόροι περιφρονούν λόγω της απλότητάς του και μετά βίας το κατατάσσουν στις του ταβλίου παραλλαγές) δεν υπάρχει μάνα.

  5. Το εργοστάσιο κατασκευής ενός μηχανήματος, συνεκδοχικά τα ίδια τα μηχανήματα στην αρχική τους μορφή, χωρίς κάποια μεταγενέστερη προσθήκη / τροποποίηση / μετατροπή (βλ. και σχετικό λήμμα μαμίσιο). Συνώνυμο: κούτα, της κούτας.

    Τίποτα ρε σου λέω δεν έχω πειράξει, το μηχανάκι είναι μαμά, όπως το πήρα, της κούτας.

Ενδιαφέρον γραμματικό φαινόμενο είναι, εν προκειμένω, η χρήση του ουσιαστικού (μάνα) ως επιθέτου (μανίσιο / μαμίσιο), όταν πρόκειται να δηλωθεί η προέλευση, η καταγωγή. Π.χ. πήρα μηχανάκι Ιαπωνία αντί πήρα γιαπωνέζικο μηχανάκι.

  1. - Που λες αγόρι, μάνα η Αμαλίτσα στο τσιμπούκι. Μιλάμε η γυναίκα έχει αναγάγει το προφορικό σε επιστήμη, διδάκτορας πεολειχίας κι έτς. Στεγνό τον βάζει στο στόμα, στεγνό στον βγάζει. Ούτε σταγόνα δεν πάει χαμένη.

  2. - Ο πουσταράς ο ύπαρχος μ' έχει πάει γαμιώντας τώρα τελευταία. Μιλάμε για τρελό χώσιμο..
    - Εμ, η μάνα του πλοίου είναι, τη δουλειά του κάνει ο άνθρωπας.
    - Να μου το θυμηθείς, μάνα-ξεμάνα, θα του γαμήσω τη μάνα εγώ αυτού του καριόλη κάποτε.

  3. Άντε βρε μαλάκα, πήρες εργολαβία τη μάνα. Χάσε καμιά φορά να κάνει και κανάς άλλος...

  4. - Ντορτάκια! Σου πλακώνω τη μάνα καριόλη, τέλος! - Μάθε πρώτα να μετράς ρε καραγκιόζη, με ντόρτια χτυπάς την παραμαμά...
    - Στ' αρχίδια μου! Τι μάνα, τι παραμάνα, το ίδιο κάνει. Σ' έχω σκίσει ούτως ή άλλως.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ένας πολύ σεξιστικός τρόπος για να χαρακτηρίσει κάποιος την γυναίκα. Κατ' επέκταση και κάθε παθητικό ερωμένο /-η. Σχηματίζεται κατά τα σταχτοδοχείο, πτυελοδοχείο, τεφροδοχείο, ουροδοχείο, και γενικώς τα δοχεία όπου τοποθετούνται απερριμμένα υλικά. Μεγεθυντικό: τράπεζα σπέρματος. Συχνά, ο όρος χρησιμοποιείται για να καυτηριαστεί μια φαλλοκρατική συμπεριφορά, σε εκφράσεις του στυλ «με έκανε να αισθάνομαι σπερματοδοχείο». Αλλά και αντιστρόφως την παρτόλα.

  2. Κυριολεκτικά, είναι το μπροστινό μέρος του προφυλακτικού, το ειδικά διαμορφωμένο ώστε να δέχεται το σπέρμα. Όταν το φοράμε, είναι καλό να το πιέζουμε με τον αντίχειρα και τον δείκτη, ώστε να μην παγιδεύεται εκεί αέρας και μετά σπάσει και ψαχνόμαστε.

  3. Ενώ θα περίμενε κανείς να χαρακτηρίζει κυρίως το αιδοίο, χρησιμοποιείται συχνότατα για το στόμα. Σπανιότερα για τον πρωκτό. Δεν έχω ακούσει να χρησιμοποιείται για τα ρουθούνια ή τα αυτιά.

  4. Η πατσαβούρα γκόμενα /-ος, που χρησιμεύει μόνο για εκτόνωση και όχι για ευχαρίστηση. Σεξιστική χρήση του όρου.

  5. Επίσης, χρησιμοποιείται η έκφραση «μπερδεύω το σταχτοδοχείο με το σπερματοδοχείο» ως συνώνυμο του μπερδεύω την βούρτσα με την πούτσα ή του «μπερδεύω την Πούτση με την Βούρτση».

  6. Οποιοδήποτε αντικείμενο θέλουμε να βρίσουμε ως άχρηστο.

Στο Δ.Π. υπό Bubis.

  1. α) Μετα απο ωριμη σκεψη νομιζω πως οι ελληνιδες πρεπει να χρησιμοποιουνται μονο ως σπερματοδοχειο για πιπες. Από εδώ.

β) Από μικρή, κάθε φορά που σοβάρευε ο δεσμός και αρχίζαμε τις κουβέντες για το μέλλον, για γάμους, δαχτυλίδια και τα σχετικά, άρχιζα να βλέπω τα βράδια τον ίδιο εφιάλτη ξανά και ξανά.
Πέφταμε στο κρεβάτι, γινόταν η τυπική διαδικασία που με έκανε να αισθάνομαι αυτό που λέω εγώ σπερματοδοχείο, γινόμουν ράκος γιατί αυτός γύρναγε και κοιμόταν, εγώ ήθελα να μείνω μόνη μου, στο γάμο δεν μπορείς να απαιτήσεις από τον άντρα σου να φύγει από το σπίτι μετά το πήδημα, οπότε σηκωνόμουν, αφού πρώτα προσπαθούσα να ηρεμήσω και να μη σκέφτομαι άσχημα πράγματα, όμως το σπέρμα γλίστραγε ανάμεσα στα πόδια μου και με εξόργιζε που είχα μετατραπεί σε ένα απλό έπιπλο για αυτόν, ένα κομοδίνο, που δεν έκανε προσπάθεια να με γοητεύσει, που είχα μείνει ένα κέλυφος χωρίς ψυχή και μυαλό και οι κουβέντες όλες ήταν πότε θα φάμε, θα βγούμε, τι έχει η τηλεόραση και να φανταστείς πως δεν τα είχα στ’ αλήθεια ζήσει όλα αυτά.
Από εδώ.

γ) Για ποια φοινικικότητα, τουρκικότητα και αραβικότητα μιλάς; Η Κύπρος δεν είναι ένα πολυεθνικό σπερματοδοχείο αλλά ένα Ελληνικό νησί που δέχτηκε πολλούς κατακτητές.
Από εδώ.

  1. Κράτα το προφυλακτικό από μπροστά όταν το βάζεις, κλείνοντας με τα δάχτυλα το σπερματοδοχείο ώστε να φύγει ο αέρας.
    Από εδώ.

  2. α) ΜΟΥ ΕΛΕΓΕ ΟΤΙ ΘΑ ΕΙΜΑΙ ΤΟ ΣΠΕΡΜΑΤΟΔΟΧΕΙΟ ΤΟΥ ΕΝΩ Η ΠΙΕΣΗ ΤΗΣ ΠΟΥΤΣΑΣ ΤΟΥ ΣΤΟ ΛΑΡΥΓΓΙ ΜΟΥ ΓΙΝΟΤΑΝ ΟΛΟΕΝΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ.ΤΩΡΑ ΘΑ ΧΥΣΩ ΡΕ ΓΑΜΙΟΛΑ ΜΟΥ ΛΕΕΙ ΚΑΙ ΘΑ ΤΑ ΚΑΤΑΠΙΕΙΣ ΟΛΑ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΑ ΕΓΩ ΑΛΛΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΗΘΕΛΑ. Από εδώ (για ενήλικες).

β) Ο πρωκτός ως σπερματοδοχείο.
- Ο πρωκτός χωράει αρκετούς χυμούς και η πολλάπλη εκσπερμάτωση είναι κάτι που μπορεί να τον μετατρέψει σε δοχείο σπέρματος. Είναι κάτι που μου αρέσει και θα ήθελα να ακούσω γνώμες...

- Δε μπορώ να καταλάβω... γνώμες πάνω σε τι; Πάνω στο αν χωράει πολλούς χυμούς; Πάνω στο αν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως σπερματοδοχείο; Τι ακριβώς να πούμε πάνω σ' αυτό; Ο καθένας τον διαχειρίζεται όπως θέλει.
Από εδώ (για ενήλικες).

  1. Γιατί να θυσιάσει κι άλλο χρόνο για μια πατσαβούρα, ένα σπερματοδοχείο ; Από εδώ.

  2. Ανώνυμε δε καταλαβαίνω τι ακριβώς εννοείς, το κείμενο και η ιδέα είναι δικά μου, όπως και δικό μου είναι το blog στο οποίο καλα θα κάνεις να μην ξανααφήσεις τα υπονοούμενά σου, εκτός και αν μας εξηγήσεις τι εννοεί το σπερματοδοχείο που χρησιμοποιείς για εγκέφαλο. Καλημέρα και ευχαριστώ που με διαβάζεις :D
    Από εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified