Πούτσος + ψωμί = πουτσόψωμο.
Λαϊκιστί και τρεντουλιστί, η λουκανικόπιτα.
- Να σου βάλω παιδί μου τίποτα να φας;
- Όχι, ρε γιαγιά, έφαγα ένα πουτσόψωμο το πρωί και δεν πεινάω...
Πούτσος + ψωμί = πουτσόψωμο.
Λαϊκιστί και τρεντουλιστί, η λουκανικόπιτα.
- Να σου βάλω παιδί μου τίποτα να φας;
- Όχι, ρε γιαγιά, έφαγα ένα πουτσόψωμο το πρωί και δεν πεινάω...
Got a better definition? Add it!
Ενίοτε τα ρούχα που φοράνε τα ξέκωλα.
Τη μέρα που χωρίσαμε, φόρεσα ένα ξέκωλο και πήγα αδιάφορη στο μπαράκι που συχνάζαμε... έτριβε τα μάτια του!!
Got a better definition? Add it!
Το τηλεχειριστήριο.
Ψάχνω πάλι το κοτόλι. Πάλι τό 'βαλες πάνω στην τηλεόραση;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
«Ο-πού-τσαρος και η μοίρα του»
Λόγω μεγέθους τον φοβούνται οι γυναίκες.
- Μαλάκα με την κρεατόβεργα που έχει ο Ανδρέας, όπου τσάρος και η μοίρα του!
Got a better definition? Add it!
Λέγεται για αυτοκίνητα με κίνηση στους πίσω τροχούς ή για γκόμενα με μεγάλο και κουνιστό κώλο.
Τσέκαρε την πισωκούνα!
Got a better definition? Add it!
Η γραβάτα.
- Είναι να πάω σε γάμο και πρέπει να φορέσω πουτσοδείκτη.
Got a better definition? Add it!
Η ζώνη ή το λάστιχο που χρησιμοποιείται για να σφίξει το μπράτσο να πεταχτούν οι φλέβες.
Σφίξε το πρεζολάστιχο να βρω καμιά φλέβα γιατί κάηκαν όλες.
Got a better definition? Add it!
Όταν κάτι μας ξενερώνει.
- Παιδιά πάμε μετά για γλυκό; - Μπα... Ξενερουά...
- Πώς ήταν η ταινία που είδες; - Τίποτα μωρέ... Ξενερουά λίγο αλλά εντάξει...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αναφέρεται σε κάτι το οποίο είναι γνήσιο και δεν έχει υποστεί μεταγενέστερες μεταβολές. Χρησιμοποιείται κυρίως σε μηχανολογικές συζητήσεις.
Το αυτοκίνητο το έχω μαμά ακόμα, αλλά σκοπεύω να το αγριέψω.
Πωλούνται εξατμίσεις μαμίσιες.
Δες και σετ α λα μαμά.
Got a better definition? Add it!
Το αποπάτημα, το σκατό, η κουράδα.
Στα κρητικά το κοπάδι προβάτων.
βλέπε και:
-ξεκουραδώνω: κλέβω από κάποιον το κουράδι του, το κοπάδι με τα πρόβατά του.
-μεγαλοκουραδάρης: ο τσέλιγκας, αυτός που έχει πολλά πρόβατα.
Πολλές παρεξηγήσεις έχουν γίνει -κατά το παρεθόν κυρίως- εξαιτίας αυτής της σύγχισης. Χαρακτηριστικό περιστατικό περιγράφεται στο θεατρικό έργο του Δ. Βυζάντιου Βαβυλωνία, όπου ένας στερεοελλαδίτης πυροβολεί έναν Κρητικό επειδή ο τελευταίος τον κατηγόρησε ότι κατά την τελευταία επανάσταση οι συντοπίτες τού πρώτου κατέβηκαν στην Κρήτη και του έφαγαν τα κουράδια του (=τα πρόβατά του).
- Στον γάμο μου θα φάμε το κουράδι μου!
- Τώρα ποιο από τα δύο, για να δω αν θα έρθω ή όχι!
Got a better definition? Add it!