Further tags

Επίσης:

  1. Είδος καρυοθραύστη με δαγκάνες που θυμίζουν κροκόδειλο.

  2. Όπως αναφέρθηκε σε σχόλια, το κροκοδειλάκι είναι το σήμα της εταιρείας ρουχισμού Lacoste, οπότε συνεκδοχικά είναι και το ρούχο Λακόστ ή και αυτός που το φοράει. Σε μια κάπως παρωχημένη εποχή η Λακοστιά ήταν, (όπως γνωρίζουμε όλοι- δεν φιλοδοξώ να κομίσω μαλάκα εις σλανγκρ), το σύμβολο τον καπιταληστών. Οπότε σε κάποια μακρινή εποχή τα φοράγανε όντως άνθρωποι που ήθελαν να επιδείξουν τον πλούτο και την κοινωνική τους θέση, καθώς ήταν και ακριβούτσικα. Στα νάιντηζ θεωρείτο συνώνυμο του φλωροτρέντουλα, όπως παρατηρεί ο JohnBlack. Στην εποχή μας, νομίζω, ότι μερικές κατηγορίες κροκοδειλακίων είναι οι παρακάτω (μη εξαντλητική λίστα): α) Βλάχος που δεν έχει πάρει χαμπάρι ότι τα κροκοδειλάκια δεν σημαίνουν πια αυτό που σήμαιναν κάποτε. β) Διανοούμενος που θέλει να απενοχοποιήσει την επίδειξη της καλής οικονομικο-κοινωνικής του θέσης (προφ, άργησε να το κάνει). γ) Για να μην περιπέσουμε σε ερμηνίτιδα, κάποιος που όντως του αρέσει η ποιότητα των Λακόστ, που στο κάτω κάτω 'ν'ν' κακά.... Στην ναϊντίλα υπήρχαν και αστεϊσμοί για κροκοδειλάκια-μαϊμούδες, του στυλ κροκοδειλάκι με δυο ουρές, κροκοδειλάκι με κλειστό στόμα κ.ο.κ.

  1. - Ρε Μήτσο τσίμπα λίγο το κροκοδειλάκι να σπάσουμε κανά καρύδι.
    - Δεν σου φτάνει η γυναίκα σου;

  2. Τι θέλει να παραστήσει δηλαδή ο βέλτσουλας με το κροκοδειλάκι;

(από Khan, 15/12/10)Κροκοδειλάκι εν καιρώ κρίσεως. (από Khan, 20/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Αναφερόμενος στην επαγγελματική αργκό, είναι ένα κομμάτι καλώδιο περίπου 20 με 30 εκατοστά που έχει κολλημένα με καλάι συνήθως 60 μόλυβδο και 40 κασσίτερο σαν κράμα μαθές, δυο ελατηριωτούς ακροδέκτες που ομοιάζουν με κροκόδειλο και ιδιαίτερως στα σαγόνια του.

Η χρησιμότητά αυτού του εργαλείου στους ηλεκτρονικούς και ηλεκτρολόγους είναι να επιτυγχάνουν μια λυόμενη ηλεκτρολογική σύνδεση χάριν δοκιμών.

Ο όρος αναφέρεται και σε ένα ανυψωτικό υδραυλικό μηχάνημα που λέγεται και γρύλος και χρησιμεύει στην ανύψωση των οχημάτων.

- Παναγιωτάκη, πιάσε ρε αυτό το κροκοδειλάκι.
Ο Παναγής το πιάνει και κοιτά τον μάστορα για περαιτέρω οδηγίες
Και ο μάστορας λέει: - Α εντάξει, δεν είναι αυτό με τα 3000 volt.

(από ο αυτοκτονημενος, 15/12/10)(από ο αυτοκτονημενος, 15/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται απ’ το πολυσήμαντο çelik (βλαστός / μπόλι από φυτό / πετώ βλαστάρι / κλαδί - βέργα για στερεό φύτεμα / ατσάλι).

Σημαίνει:

  1. βέργα, μπόλι, κλαδάκι αλλά κυρίως ατσάλι (και ατσαλόπλακα). Εξού η τσιλικόβεργα, η τσιλίκα/τσαλίκα και οι τσιλιγκίριδες/τσιλιγκιρίδες (συχνό σύγχρονο επώνυμο το Τσιλιγκιρίδης) ήταν οι μάστορες που έβαφαν κι επεξεργάζονταν το ατσάλι,

  2. όταν μιλάμε για τη σωματική υγεία κάποιου: ατσαλένια και δηλώνει πως ο εν λόγω είναι υγιέστατος / τετράγερος / ρωμαλέος (απ' το τούρκικο çelik gibi),

  3. το παραδοσιακό παιδικό παιχνίδι (κατά τόπους: τσαλίκα τσουμάκα –έτσι το έλεγα εγώ- ή τσελίκ τσομάκ ή τσιλίκα ή τσάλτικα ή τσελίκι) που παίζεται με δυο ξύλινες βέργες τη μια (τσαλίκα) μακρύτερη της άλλης που είναι μυτερή στις άκρες (τσιλίκι) με σκοπό χτυπώντας το τσιλίκι με την τσαλίκα μια ομάδα παιδιών να το στείλει μακρύτερα απ’ την άλλη. (απ’ το τούρκικο παιχνίδι çelik çomak), (μέχρις εδώ, τίποτε το σλαγκικό),

  4. όταν μιλάμε για πράγματα: το γερό, το ανθεκτικό, που δουλεύει άψογα,

  5. το άκαμπτο πέος εν στύση.

  6. Προφανώς, η φράση: «άδειο το μουνί, να παίξει την τσιλίκα» εννοεί στην κυριολεξία πως το μουνί όταν είναι άδειο θα κάνει παιχνίδι με την ψωλή (άδειο: ελεύθερο από ..δουλειά –«δεν αδειάζω» λέμε όταν δεν ευκαιρούμε να κάνουμε κάτι-) . Και παίρνει την κυρίως χρήση της με την ειρωνική έννοια «Δεν μπορώ να ασχοληθώ μ' αυτό τώρα», «άλλη δουλειά / άλλο χαβά δε είχα...», «αυτό μου έλειπε τώρα» που αναφέρεται εδώ, βλ και σχόλιο.

  1. «Μη σε γελάει το μάχιμο αμάξωμα, το μοτέρ είναι τσιλίκι».

2 & 5
-Μα πιο πολύ με τα γεράματα με πειράζει που δε σηκώνεται να κάνω πράξη.
-Σοβαρά; Τι λες ρε συ!! Εμένα, τσιλίκι!!
-Σώπα ρε!! Μεταξύ μας τώρα!!
-Εε!! Δεν ήμαστε μωρά!! Ρώτα και την κυρά!! (sic)

  1. «…Μα την αλήθεια, όμως κόρη μου, δε μου αρέσει, αν όχι για τίποτε άλλο παρά μόνο γιατί είναι στρατιωτικός : όλοι τους είναι φωνακλάδες, μα ψάξε τους και δε θα βρεις ούτε ένανε χωρίς κάποιο κρυφό κουσούρι ή κάτι άλλο• που τους εμποδίζει να την έχουνε τσιλίκι. Και το χειρότερο, δε μ’ αρέσει γιατί κρέμονται τα κωλιά του : μόλο που μπορεί να είχε πέραση αν έλλειπαν οι άλλοι άντρες, πάλι δε θα ’ταν ο άντρας που θα διάλεγα...» (από μεταφρασμένο θεατρικό)

  2. Το παράδειγμα εδώ είναι άψογο. (Το λήμμα το ανέβασα μόνο και μόνο για την κατανόηση μέσω του 5 που θεώρησα πως έλειπε).

Κυνήγι της μπάλιζας (φαλαρίδας) από μονόξυλο στην αποξηραμένη σήμερα, Λίμνα. Διακρίνεται το τσιλίκι, το ξύλο με το οποίο ωθούσαν τη βάρκα στα ρηχά νερά. (από sstteffannoss, 14/12/10)"Οι πιτσιρίκοι". Το ξυλίκι ακούγεται στο 0:16-0:17, αλλά και σε άλλα σημεία του τραγουδιού (από GATZMAN, 15/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χύμα, ανοργάνωτα, ασύντακτα. Χαρακτηρισμός προσώπου ή κατάστασης. Για πρόσωπο συνώνυμο είναι και ο σκόρπιος.

Από το τουρκικό salma που, μεταξύ άλλων, σημαίνει απελευθερώνω και, ιδίως, αφήνω ζώο ελεύθερο να βοσκήσει.

Υπάρχει και άλλη, μη σλανγκ, χρήση. Αυτή για το αυτοφυές χορτάρι που κόβεται και δίνεται αποξηραμένο σαν ζωοτροφή.

Βλ. και άρτσι μπούρτσι και λουλάς, χύμα, χυμαδιό, χημείο.

Ακουσμένο στην κεντροδυτική Μακεδονία.

Το λήμμα σαλματζής μάλλον ετυμολογείται από εδώ.

  1. - Πώς και δεν ξαναβγήκε ο δήμαρχος ρε συ;
    - Αυτοί ξεκινήσανε με το σκεπτικό ότι θα βγουν από την πρώτη Κυριακή. Μετά φάγανε την κρυάδα και βρέθηκαν χωρίς σχέδιο. Άσε που όσοι από το ψηφοδέλτιο εξασφάλισαν θέση μετά σταμάτησαν τον αγώνα και δεν βγήκε ο δήμαρχος να τους τεντώσει, να τους βάλει να τρέξουν για την δεύτερη Κυριακή. Άσε, γενικά όλη η παράταξη ήταν λίγο σάλμα.

  2. Από εδώ:

Τώρα από άποψη διατροφής. Όσο έχει χόρτο έξω στη φύση πρωϊ-μεσημέρι βράδυ θερίζω με το χέρι και τρώνε φρέσκο χορτάρι με απίστευτη ποικιλία. Και όπως έγραψα σε άλλη ενότητα ρίχνω και λίγο σάλμα το βράδυ.

(από electron, 23/12/10)αστα χύμα σάλμα!!!!!!! (από electron, 23/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρωμόγκαζο λέγεται το όχημα που είναι φτιαγμένο για γκάζια, για ταχύτητα και επιταχύνσεις. Για σπορ οδήγηση, για την καύλα του πράγματος, για διαδρομές με αδρεναλίνη.

Για παράδειγμα, μπορεί η BMW X5 να έχει μεγαλύτερη τελική από ένα πειραγμένο Peugeot 106 αλλά το πρώτο είναι οικογενειακό και φτιαγμένο για άνεση ενώ το δεύτερο είναι βρωμόγκαζο.

Λέγεται και για ανθρώπους που έχουν την ανάλογη νοοτροπία, τόσο στο γένος που αντιστοιχεί («αυτός είναι βρωμόγκαζος») όσο και στο ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο («αυτός είναι βρωμόγκαζο»).

Γιατί βρωμιά; Γιατί ακριβώς δεν είναι καθωσπρέπει. Αλλά και γιατί ο ιδιοκτήτης το έχει το μεράκι και θα το πειράξει το όχημα, χωρίς καθαρές λύσεις. Θα προτιμήσει την ταχύτητα από την αξιοπιστία και την ασφάλεια. Και κυριολεκτικά θα λερώσει τα χέρια του, ιδίως στις μηχανές.

  1. Από εδώ:

ακόμα και εγώ που πήρα Ε 92 αξίας 45000 με αυτά τα λεφτά τι λέτε δεν έπερνα οποιοδήποτε βρωμόγκαζο γούσταρα;;Υπάρχουν όμως και άλλα ζητούμενα και όχι μόνο το γκάζι....

  1. Από εδώ:

ανταλλακτικα υπαρχουν ακομα και aftermarket δηλαδη βελτιωσης κλπ, το wr του φιλου σου λογικα θα εχει κολλησει μετα απο 2 χρονια και θα θες ανοιγμα-επισκευη...πολυ βρωμογκαζο παντως το εργαλειο!

  1. Από εδώ:

Σε τετραθέσιο γύρω στα 12,000 θα πήγαινα για Ibiza. Αγοράζεις ένα VW στα μισά λεφτά, αλλά το συντηρείς όσο και ένα VW -> το συνεργείο γδέρνει. Επίσης, ΠΟΛΥ ΚΑΛΟ είναι το Skoda το fabia, και έχει και βρωμόγκαζο κινητήρα.

  1. Από εδώ:

αν και γυναικα οδηγος ειμαι λιγο βρωμογκαζο γι αυτο αναζηταω αμαξι που να ειναι αξιοπιστο τουλαχιστον στα κρατηματα του. πιστευω οτι ειναι καλη επιλογη. οδηγουσα για 7 χρονια ενα accent και μου εβγαλε την ψυχη αναποδα, ξερω οτι δεν υπαρχει συγκριση μεταξυ τους αλλα αμα καεις στο χυλο....

  1. Από εδώ:

Και τώρα ένα Quiz; Ποιός Μέγας μάστορας στην κατασκευή κάθε είδους ψαροντούφεκου,γνωστός στο forum, ήτανε τουλάχιστον στα νιάτα του από όσο ξέρω βρωμόγκαζος με δίχρονα;

  1. Από εδώ:

που τα θημηθηκες φιλε μου θυμαμε πριν να μην ειναι 20 χρονια!!!εναν ιταλο που το ειχε ερθη για διακοπες και καναμε κοντρες..εγω με dr 600 dakar ρε παιδια ωραια χρονια!!!!τοτες φλεπαμε xl 185s και λεγαμε πω ! πω! πω! ρε παιδια τι βρωμογκαζο ειναι ετουτο! !!!!!τωρα δυστηχος χαθικαν ολες οι αξιες........... τωρα βλεπεις gsxr 1000 και λες σιγα ρε φιλε το γκαζι....

Got a better definition? Add it!

Published

Χαρακτηρισμός. Ανθρώπων, καταστάσεων και πραγμάτων - με αυτήν την σειρά από την σλανγκ προς την λιγότερο σλανγκ χρήση του. Κάποιος ή κάτι που δεν υπάρχει και μας προσβάλλει, μας ενοχλεί, μας ανατρέπει τα σχέδια ή την αντίληψή μας για τις συγκεκριμένες περιστάσεις. Πιο απλά: η μούφα, το ψεύτικο, το μουσαντένιο, το στημένο, η απάτη. Το αναντίστοιχο με τους παράγοντες που το αποτελούν ή το παράγουν. Η ανειλικρίνεια εκφρασμένη με πράξη και όχι με λόγια, όπως κανονικά παρουσιάζεται το ψέμα. Το αδύνατο, το απίθανο.

Υπερθετικός βαθμός: το ψέμα το ίδιο. Αυτή είναι πιο παγιωμένη και σαφώς πιο αξιοσημείωτη βερσιόν του λήμματος.

Βλ. και την αμερικανιά των μαύρων are you for real;

α1. Από εδώ:

Πολύ ψέμα το αποτέλεσμα.... Έλεος... Εντάξει, είμαι κωλόφαρδος τι να πω... Με απίστευτη άνεση έβλεπα τον αγώνα και δεν κατάλαβα πότε και γιατί από 1-4 πήγε 4-4... Έλεος...

  1. Από εδώ:

Πήγα και είδα την αγάπη μου την Jolie στο «wanted». Τι να λέμε...ΘΕΑ και τέλειος κώλος. Κατά τα άλλα η ταινία είχε μέσα πολύ ψέμα :(

  1. Από εδώ:

Το γκολ δεν ήταν οφσάιντ, έτσι με φάνηκε. Πολύ ψέμα το πέναλτι. Μπράβο στα καμάρια της Ωκεανίας που ζόρισαν τους πολυδιαφημισμένους, σαλιάρηδες Ιταλούς και θύμισαν λίγους από τους ομοεθνείς τους στο ράγκμπι.

  1. Από εδώ:

Όσο για την Τιτανομαχία, τι να πει κανείς. Μια μαλακία και μισή. Επίσης ήταν η πρώτη τρισδιάστατη ταινία που έβλεπα, και αν ήξερα ότι ήταν τέτοια τεράστια η διαφορά στην εικόνα, το πολύ να έδινα ένα πενηντάλεπτο παραπάνω, όχι περισσότερα. Ακούς εκεί 12 ευρώ, το ψέμα το ίδιο.

  1. Από εδώ:

Etsi opws exei ginei to 8ema asxeta me tin timi pou 8a exoun tetoia epoxi ta vista, pali oi misoi apo mas 8a to exoun peiratiko(pio polu apo tous misous sumfena me tis dimoskopiseis) kai oi ypoloipoi original. Alla aftes den einai times einai to psema to idio.

  1. - Έλα, μόνος του είναι στην βάση. Έλα, μην τον φοβάσαι, 20 health έχει με πιστολάκι. Φά' τον να τελειώνουμ-
    - ΤΙ ΚΑΝΕΙ ΡΕ ΤΟ ΨΕΜΑ ΤΟ ΙΔΙΟ; Headshot από του διαόλου τη μάνα με πιστολάκι; Σταδιάλα, πάω σπίτι, νουμπάδες γαμώτ' ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρόφημα νες καφέ φραπέ που έχει τοποθετηθεί στον ατμοσφαιρικό αέρα πάνω από 2 ώρες και έχει τεθεί σε αχρησία τόσο, που έχει δημιουργηθεί γύρω από το στόμιο του σκεύους ένα σκληρό κέλυφος ξεραμένου καφέ, που, εκτός από την αηδιαστική του εμφάνιση, αποτελεί και εξαιρετική πρόκληση γι αυτόν που θα προσπαθήσει να το πλύνει. Η λέξη μπετόν χαρακτηρίζει την φαινομενική σκληρότητα της φραπεδοκρούστας η οποία κάποτε ήταν αφρός.

  1. Το μπετόν φραπέ δίπλα από την μπύρα προδίδει ότι είσαι εδώ από το μεσημέρι. Αρχιτεμπέλαρε!

  2. - Ωραίο το σπίτι; - Πολύ καλό! - Ε να έρθω να το δω καμιά μέρα... - Ναι όποτε θες, να το επιπλώσω πρώτα όμως γιατί τώρα έχει μόνο μια καρέκλα και το μπετόν φραπέ του πατωματζή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται κι έτσι το προφυλακτικό κάλυμμα, από ελαστικό υλικό που τοποθετείται σφιχτά στο εγερμένο ανδρικό μόριο πριν τη διείσδυση του στον γυναικείο κόλπο, προς αποφυγή τόσον ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης όσο και μεταδοτικού αφροδίσιου νοσήματος.

Επίσης λάστιχο, καπότα, προφυλακτικό, τσουτσού φερετζέ, σκουφίτσα, αλεπουδίτσα, μπεμπέκα.

Στον περιπτερά:
- Δώσε μου ένα Μάρλμπορο κι ένα κουτί προφυλακτήρες σε παρακαλώ.

(από iwn, 12/12/10)(από iwn, 12/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μονάδα (και αντικείμενο) μέτρησης της σάλτας. Όπως θερμόμετρο, βαρόμετρο, υγρόμετρο, σλανγκόμετρο και άλλα εις -όμετρο. Επίσης, χαρακτηρισμός προσώπου.

Το αντικείμενο: ακαθορίστου σχήματος και υφής όμετρο, με το οποίο μετράται ο βαθμός τρέλας που επικρατεί σε μια συγκεκριμένη περίσταση ή που χαρακτηρίζει ένα συγκεκριμένο άτομο. Νομίζω ότι ο Νταλής έχει ζωγραφίσει κάτι τέτοια (μη με πιστέψετε περδικαλώ).

Το καλολογικό επίθετο, ή μάλλον κατηγορούμενο: τρελόμετρο χαρακτηρίζεται αυτός που συμπεριφέρεται ωσάν τρελός, που είναι εντελώς τελείως καμένος, μπλε, τρελοκομείο. Συνώνυμο στο θηλυκό: τρελοκαμπέρω.

  1. - Πώς περάσατε χθες στο σπίτι του Σάκη;
    - Έχασες! Τα άτομα είναι εντελώς τελείως καμένα, το τρελόμετρο χτύπησε κόκκινο...

  2. - Πώς τα πάει ο Μάριος με την 4873265η γκόμενά του;
    - Γάμησέ τα, πάλι με τρελόμετρο τά 'φτιαξε, δεν σώζεται ο τύπος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα αυλάκια στο πέλμα του λάστιχου (αυτοκινήτου, πούλμαν, κλπ). Λέγονται έτσι λόγω του σχεδίου που σχηματίζουν, που θυμίζει και καλούα μπακλαβά.

Ο όρος αυτός προέρχεται από τους παλιούς συνεργατζήδες.

Είδη μπακλαβά: ψαροκόκκαλο και «καράφλα». Ένα πέλμα λέγεται καραφλό αν δεν έχει μαμίσιο ψηλό μπακλαβά, ή αν αυτός έχει φθαρεί από την πολλή χρήση.

  1. Τον χειμωνα βαζουμε λαστιχα με «μπακλαβα» κατα προτιμηση «ψαροκοκκαλο». το καλοκαιρι βαζουμε καραφλα.
    (από το νέτι)

  2. το ζήτημα είναι αν το πέλμα (ο «μπακλαβάς» για τους παλιούς) του ελαστικού είναι καθαρό για να μπορεί να γραπώσει στην επιφάνεια στην οποία κινείται.
    (από το νέτι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified