Further tags

Επιφώνημα / ιαχή που λεγόταν στα τέλη των 90's από τους οπαδούς της Νίκης Βόλου, ως μέρος του συνθήματος «κουρουκουτάο(υ), κουρουκουτάο(υ), φόρτσα Νικάρα, Ιωνία μάο-μάο!».

Η λέξη είναι συνώνυμη των: είμαι στ' αρχίδια μου, δε μασάω τα αρχίδια μου, δε με νοιάζει κι αν με δέσουν / σταματήσουν, εγώ θα κάνω τελικά αυτό που γουστάρω.

Είναι μία λέξη-επινόηση των οπαδών της ομάδας αυτής, η οποία εκτός από την ομοιοκαταληξία που κάνει με τη λέξη μάο-μάο (η γνωστή όχι και τόσο πολιτισμένη φυλή ιθαγενών της Αφρικής), ταιριάζει και με την ιδιοσυγκρασία πολλών κατοίκων της Νέας Ιωνίας Βόλου, όπου και η έδρα της ομάδας (το γνωστό κλουβί ή κλούβα). Όποιος είναι από εκεί γνωρίζει, my word!

  1. - Ρε μαλάκα, δεν έχουμε λεφτά για το εισιτήριο, πώς θα μπούμε στο λάιβ;
    - Στ' αρχίδια σου ρε, θα μπούμε κουρουκουτάου κι όποιον πάρει ο χάρος!!

  2. - Καλά, τί κάνει; Προσπαθεί να περάσει από τον κλοιό των ΜΑΤ μόνος του;
    - Ε, άμα είσαι κουρουκουτάου δε λογαριάζεις τίποτα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χοντρός, ο υπέρβαρος, o παχύσαρκος. Αυτός που θυμίζει παλαιστή του σούμο. Οι οποίοι παλαιστές (για να παρηγορηθούν όσοι χλαπακιάζουν αβέρτα αλλά έχουνε και τύψεις), θεωρούνται στην πατρίδα τους όχι μόνο γαμώ τους γκόμενους, αλλά σχεδόν μυθικά άτομα (αν και εδώ τα μωρά φαίνεται να μην έχουν την ίδια γνώμη...)

Η μόνη μου απορία είναι πώς μπορεί κανείς να παχύνει τόσο τρώγοντας ιαπωνέζικο φαγητό, όσο ρύζι και να βάλει μέσα.

  1. Ρε συ, τον είδες τον Τέλη πώς έχει γίνει; Το άτομο είναι σούμο, χωρίς πλάκα...

  2. Αυξάνονται τα μωρά-«σούμο»
    Την αύξηση κατά 20% από το 2003 μέχρι σήμερα του αριθμού των μωρών που έχουν βάρος κατά τη γέννηση πάνω από 4,5 κιλά, αλλά και την αύξηση των μεγάλων μωρών (των επονομαζόμενων μωρών-σούμο) καταγράφουν οι στατιστικές στη Μεγάλη Βρετανία...
    από εδώ

(από ironick, 02/04/10)(από ironick, 02/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποδοσφαιρική κουβέντα που βγήκε και στον υπόλοιπο κόσμο.

Σημαίνει: Μου λείπει η κατάλληλη πείρα και εμπειρίες, μου λείπουν οι γνώσεις που μαθαίνει κανείς πάνω στη δουλειά και δεν μπορεί να τις βρει σε βιβλία ή συμβουλευόμενος έναν γνωστό. Δεν πατάω γερά στα πόδια μου, δεν είμαι ακόμα «ψημένος» στο αντικείμενό μου.

Δεν σημαίνει το ίδιο με το έχω χάσει επεισόδια. Τα επεισόδια συνήθως αφορούν συμπτωματικές γνώσεις - εδώ έχουμε να κάνουμε με ελλείψεις που επηρεάζουν την απόδοση στην δουλειά μας. Αν και δεν επιβεβαιώθηκε από το internet ή προσωπικό μου άκουσμα, θεωρώ πολύ πιθανό να αφορά και άλλες καταστάσεις που απαιτούν εμπειρίες, όπως για παράδειγμα στις ανθρώπινες σχέσεις γενικά.

Στο ποδόσφαιρο, ένας παίκτης μπορεί να έχει ταλέντο, μπορεί να έχει διάθεση, ορμή ή ό,τι άλλο, αν δεν έχει στην πλάτη του αρκετά ματς, ιδίως σε σοβαρές διοργανώσεις ή/και απέναντι σε δύσκολες ομάδες, όλο το δυναμικό του μπορεί να υποχωρήσει μπροστά σε έναν εμπειρότερο αντίπαλο. Συνήθως η έκφραση λέγεται όταν ένας παίκτης επιστρέφει από ανάρρωση ή μόλις έχει μεταγραφεί σε ομάδα ανώτερης κατηγορίας και συμπεριφέρεται ακόμα σαν ψαράς.

  1. Αρχική χρήση (σχεδόν κυριολεξία), από εδώ:
    [...] o PABLO όταν το μυαλό του είναι συγκεντρωμένο μόνο στην μπάλλα και δεν παρασύρεται από νεύρα και μαγκιές είναι απλά ΤΕΡΑΣΤΙΟΣ!!!!!! [...] Για το γεγονός ότι πούλησε μπάλλες φταίει πρώτον το γεγονός ότι του λείπουν ματς και ρυθμός και δεύτερον Λίνο (εκτός 1-2 προσπάθειες) και Ιβιτς ήταν σε άλλο γήπεδο.

  2. - Πώς τα βλέπετε τα στελέχη τώρα σαν επιθεωρητής;
    - Ρε Πάτση εντάξει, καλός κι ο Τάσος, καλή κι Νανά πάνω στην Θεσσαλονίκη, κι ο άλλος ο μαλάκας, ξέρεις ποιος, νταξ, την ξέρει τη δουλειά. Αλλά όλοι αυτοί για προϊστάμενοι το πολύ. Δεν μπορείς τον άλλον να τον προσλαμβάνεις σήμερα, αύριο να τον κάνεις προϊστάμενο και μεθαύριο να του δίνεις μαγαζί, πώς θα γίνει δηλαδή, θα του λείπουνε ματς, θα τον κάνουνε κουμάντο οι πελάτες. Τους λέει μια παπαριά ο πελάτης κι αυτοί κωλώνουνε, και δώσ' του εισηγητικά της πούτσας και δώσ' του χαμένες προθεσμίες. Δε λέω, βάλε και το καλό το μουνί για βιτρίνα αλλά βάλ' του από πάνω κάποιον που να τό ’χει. Τεσπά, μαλακίες. Εσύ τι λέει; Γαμείς καθόλου;
    - Εεε... ναι. Τι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός του ότι το χωνί είναι κωνικό σκεύος / εξάρτημα μέσω του οποίου γίνεται έκχυση υγρών εντός δοχείων, υπάρχουν και εξής άλλοι ορισμοί:

  1. Χωνί ονομάζεται η γκόμενα η οποία τα παίρνει όλα και όλους δίχως ενδοιασμούς και αναστολές (συνώνυμο / συναφές: χοάνη).

  2. Χωνί ή χώνος χαρακτηρίζεται ο πούστης που παίρνει ό,τι του κάτσει.

  3. Χωνί χαρακτηρίζεται απαξιωτικά το απύθμενου βάθους ή και εύρους αιδοίο (συνώνυμο / συναφές : άπατα).

  4. Εάν δεν χαρακτηρίζεται ως χωνί ολόκληρη η ομάδα, τότε χαρακτηρίζονται συνήθως τερματοφύλακες ή αμυντικοί των οποίων η απόδοση δεν είναι η επιθυμητή, ή σε μεμονωμένες φάσεις με αντίπαλο παίκτη γίνονται ρόμπα.

  5. Χωνί χαρακτηρίζεται κάποιος λόγω επανειλημμένων αποτυχιών σε κάποια δραστηριότητα, είτε αυτή είναι αθλητική, επαγγελματική, ή σπανίως κοινωνική. Επίσης χωνί χαρακτηρίζεται όποιος όταν βγαίνει για ποτό, γίνεται κωλοτρυπίδι.

  1. - Ρε συ εχθές πήδηξα τη Λουίζα.
    - Κι εσύ τη Λουίζα; Όλη η σχολή έχει πάει με το χωνί.

  2. - Λες να τον παίρνει ο Βασίλειος;
    - Καλά είσαι σοβαρός; Ο μεγαλύτερος χώνος στην Ευρώπη είναι ρε.

  3. - Καλά ρε, μπουκάλι σαμπάνιας έχωσε το ξέκωλο;
    - Γιατί, έχει κανένα πρόβλημα με τέτοιο χωνί η κοπέλα;.

  4. α. Ξυπνήστε ρε μαλάκες. Παίξτε λίγο άμυνα !!! Χωνιά μας κάνανε.

β. Ρε χωνί, πώς τα τρως έτσι; Πουτάνα σε κάνανε.

γ. Τι τάβλι να παίξω μαζί σου ρε χωνί; 3 Χρόνια έχεις να με κερδίσεις.

δ. Πώς τα κατεβάζεις έτσι τα σφηνάκια ρε χωνί; Χαλάρωσε.

(από dimitriosl, 24/03/10)Νικήτας Χωνιάτης (από Khan, 25/03/10)The name is Χουνί. Ανάλια Χουνί. Και είναι η πρώην του Σλάβοι Ζίζεκ. (από Khan, 20/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάβουρας ή καβούρι δεν είναι μόνον άλλο ένα συνώνυμο για τον κάγκουρα, η σλανγκική βιβλιογραφία του οποίου εκτείνεται σε 8 (!) ομώνυμα λήμματα.

Κάβουρας λέγεται κι ο μποντιμπίλντερ. Παρεπιδημεί σε γυμναστήρια (σιδεράδικα ή μη) και άλλους συναφείς χώρους άθλησης, όντας μανιακός με τα βάρη. Ένας αξιοπρεπής κάβουρας, έχει επιφέρει δια της εκγύμνασης αλλαγές στο σωματότυπό του, κατά τρόπο που να παραπέμπει στο γνωστό οστρακόδερμο. Περισσότερα σχετικά ακολουθούν λίγο παρακάτω.

ΣΥΝΩΝΥΜΑ.

- μπιλντεράς
- μπιλντέρι - μπίλντερ - σφίχτης
- σφίχτερμαν
- μποντέος / μπονταίος
- σβάρτσος
- τίγκας
- τέζας (βλ. και σχόλιο εδώ)
- φουσκωτός
- φούσκας
- πρησμένος
- πρήστης / πρηστάκης
- χεσμένος
- χτιστός / χτιστάκης
- τούμπανο(ς) / τουμπανιάρης / τουμπανέιρο / τουμπανιαζόλ
- ντούκι
- σώμας
- κορμάδι
- φίδι (σημασία νο. 3)

ΓΙΑΤΙ Ο (ΣΩΣΤΟΣ) ΜΠΙΛΝΤΕΡ ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ ΕΜΦΑΝΙΣΙΑΚΑ ΣΕ ΚΑΡΚΙΝΟ.

- Ο ρήαλ κάβουρας είναι αν μη τι άλλο αρματωμένος (οστρακόδερμον γαρ, όπως κι ο αστακός). Ο μπίλντερ, προσθέτοντας στο σώμα του μυική μάζα, «αρματώνεται» κι αυτός, «εξοπλίζεται», γίνεται πιο μάχιμος, πιο σκληρός, πιο άγριος.

- Ειδικότερα, ο ρήαλ κάβουρας διαθέτει δυο τεράστιες και αιχμηρές δαγκάνες, στις οποίες αντιστοιχούν προφάνουσλυ τα πρησμένα και φλεβιασμένα άνω άκρα του μπίλντερ.

- Ο ρήαλ κάβουρας θεωρείται πως κινείται αδέξια και κωμικά. Στο «περπάτημά» του δεν υπάρχει χιασμός και χάρη των κινήσεων αλλά πηγαίνει κάπως μονόπαντα. Παρομοίως κι ο μπίλντερ: τα ογκώδη χέρια του είναι κατά την κίνηση σχεδόν κολλημένα στο σώμα. Πέφτουν άχαρα και «βαριά» προς τα κάτω. Πώς λέμε χορευτής; Ε, καμία μα καμία σχέση. Μόνο μια συμπαγής μονολιθική μάζα, χωρίς ίχνος κομψότητας και ραδινότητας. Είναι το λεγόμενο «περπάτημα με την πλάτη». Υπάρχει επίσης και το περπάτημα «με το στήθος», όταν ο σφίχτης προχωρά αγέρωχος, με το στέρνο προτεταμένο και τα χέρια ομοίως άκαμπτα.

- Τα κάτω άκρα του καρκίνου είναι πολύ μικρά, σχεδόν ατροφικά, αν συγκριθούν με τις επίφοβες τανάλιες του. Παρομοίως και αρκετοί μπίλντερς: τα πόδια τους είναι υπερβολικά λεπτά σε σχέση με τον τουμπανιασμένο τους κορμό, κάτι για το οποίο γίνονται συχνά αντικείμενο χλευασμού, ακόμη κι από άμπαλους με το bodybuilding. Η εξήγηση για την ασυμμετρία αυτή είναι απλή: η προπόνηση ποδιών είναι γενικά η περισσότερο επίπονη, ενώ για αρκετούς θεωρείται και πολύ βαρετή. Το αποτέλεσμα είναι η παραμέλησή της και η μη ομοιόμορφη ανάπτυξη άνω και κάτω σώματος.

ΚΑΒΟΥΡΕΣ ΚΑΙ ΚΑΓΚΟΥΡΕΣ.

Δεν είναι σπάνιο φαινόμενο το να συμπίπτουν στο ίδιο πρόσωπο, οι ιδιότητες του κάβουρα-κάγκουρα και του κάβουρα-μπίλντερ. Η επιδειξιμανία και η προσκόλληση σε φαλλοκρατικά στερεότυπα, είναι - κατά κανόνα - κοινός παρονομαστής και για τις δύο αυτές κατηγορίες ανθρώπων. Εννοείται βέβαια πως υπάρχουν και κυριλέ σφίχτες, μορφωμένοι, με διδακτορικά, με καλές δουλειές κλπ. Επίσης, το να μοντιφάρει κανείς το σώμα του ώστε να φέρνει σε καβούρι, απαιτεί γνώση, αφοσίωση, μεθοδικότητα. Πράγματα που συνήθως λείπουν από τον κλασικό καφρούλιακα. Από την άλλη, το να ασχολείται κανείς τόσο πολύ με το σώμα του και την εμφάνισή του, είναι κατά κάποιο τρόπο καγκουριά, ενώ ο ίδιος καθίσταται ένα είδος φρικιού...

Μια χτυπητή ομοιότητα μεταξύ του κάγκουρα και του μπίλντερ (στην αρχετυπική τους μορφή πάντα), είναι το περπάτημα. Μαγκιόρικο, με τα πόδια ανοιχτά και τα χέρια προτεταμένα σαν να κρατάνε καρπούζια. Είναι εκπληκτικό το πόσο αξεδιάλυτα συγχέονται στη συνείδηση ενός άσχετου περί τα μπιλντέρικα, ο κάβουρας-μπιλντεράς και ο κάγκουρας. Ο τελευταίος, ακόμη κι αν αντικειμενικά από πλευράς σωματικής διάπλασης ανήκει στον αδιάφορο μέσο όρο, μπορεί, με την κατάλληλη αλήτικη περπατησιά, υφάκι, κινησιολογία, λεξιλόγιο, κολλητά ρούχα κλπ, να δώσει την εντύπωση του τούμπανου και του γυμνασμένου...

  1. - Η Μαιρούλα τα έφτιαξε με κάποιον απ' το γυμναστήριό της.
    - Πάντα της άρεσαν οι κάβουρες...

  2. - Πω ρε πούστη, τι καβούρι είν' αυτός; Σαν να κουβαλάει το σπίτι του στην πλάτη του...
    - Μη μου πεις οτι θα σε χάλαγε να ήσουν έτσι.

  3. - Ο Πάνος έχει χτυπήσει κάτι πρωτεΐνες τελευταία κι έχει καβουροποιηθεί.

  4. - Μωρό μου σταμάτα να χτυπιέσαι τόσο στο γυμναστήριο. Τα καβούρια είναι ντεκαβλέ την σήμερον...

Got a better definition? Add it!

Published

Γενικά, τύπος άξεστος και βωμολόχος - η σημασία αυτή έχει καλυφθεί στον ορισμό του krepsinis.

Ειδικότερα, οπαδός του ΠΑΟΚ. Ιστορικά, απαξιωτικός χαρακτηρισμός που χρησιμοποιούν οπαδοί άλλων ομάδων - κυρίως της Θεσσαλονίκης - για να δείξουν ότι θεωρούν τους Παοκτζήδες άτομα κατώτερης κοινωνικής στάθμης. (Παρ. 1 & 2). Πιο πρόσφατα, αυτοχαρακτηρισμός που έχουν υιοθετήσει κάποιοι χαρκόρ Παοκτζήδες ως τίτλο τιμής, σε ένα κλίμα νοσταλγίας για τα χρόνια 1972 - 1986, για τον καλύτερο ΠΑΟΚ όλων των εποχών και, κυρίως, για την έξαλλη κερκίδα που τον στήριζε.

Παλιότερα, η λαχαναγορά στη Θεσσαλονίκη βρισκόταν σε σχετικά κεντρικό σημείο - στην Αγίου Δημητρίου, δέκα λεπτά με τα πόδια από το Διοικητήριο/Υπουργείο Βορείου Ελλάδος και είκοσι λεπτά από την Τσιμισκή. Οι θόρυβοι, οι μυρωδιές, οι εικόνες της λαχαναγοράς ήταν οικεία για την πόλη. Και οι άνθρωποι της λαχαναγοράς επίσης - και είναι αλήθεια ότι οι Παοκτζήδες μεταξύ τους ήταν πολλοί.

Η χρήση της λέξης λαχαναγορίτης ως βρισιά με στόχο τους οπαδούς του ΠΑΟΚ άρχισε, νομίζω, να ατονεί στις αρχές της δεκαετίας του '80, όταν πια η αγορά είχε μεταφερθεί στην Δυτική Είσοδο της πόλης και οι άνθρωποι της ήταν πλέον αθέατοι. Η επαναφορά του χαρακτηρισμού, αυτή τη φορά με θετική φόρτιση, από τους ίδιους τους Παοκτζήδες συμπίπτει με τα πέτρινα χρόνια του συλλόγου, επί διοικήσεων Βουλινού, Μπατατούδη και Γούμενου, από το '90 και μετά.

Θέτικη φόρτιση, σε κάποιο βαθμό, έχουν η λαχαναγορά και οι μανάβηδες και στην σημειολογία του ρεμπέτικου - Παπάζογλου, Μπίνης, Τσιτσάνης, Σκαρβέλης, Παγιουμτζής, Μπαγιαντέρας και Γιοβάν Τσαούς έχουν όλοι αναφορές. Οι άνθρωποι της λαχαναγοράς μπορεί να είναι άξεστοι αλλά θεωρούνται και τσαμπούκια και μαγκίτες, ζόρικοι και λαρτζ - ιδιότητες με τις οποίες σαφώς θέλει να αυτοπροσδιορίζεται ο πωρωμένος Παοκτζής, ειδικά όταν τα πράματα πάνε στραβά. (Παρ. 3)

Έχει σημασία και το γεγονός ότι όσοι κοιτούσαν αφ' υψηλού τους ανθρώπους της λαχαναγοράς δεν έκαναν διακρίσεις μεταξύ τους - και τον χαμάλη που δούλευε μέχρι να βγάλει τη ρετσίνα και τον πατσά και τον μεγαλοφρουτέμπορα με το κλασικό μασούρι τα χιλιάρικα που έκαιγε (κυριολεκτικά) τα μπουζουκομάγαζα, και τους δυο λαχαναγορίτες τους έβριζαν. Η ισοπέδωση αυτή λειτουργεί ως επιβεβαίωση ενός καίριου Παοκτζήδικου μύθου, ότι δηλαδή η αγάπη για τον ΠΑΟΚ ενώνει και καταργεί τις διαφορές - εξ ου και ο ΠΑΟΚ είναι θρησκεία/ιδεολογία/πάνω απ' όλα (Αθήνα καριόλα). (Παρ. 4)

Εμβληματική φυσιογνωμία για τον σύγχρονο Παοκτζή που γουστάρει να αυτοχαρακτηρίζεται ως λαχαναγορίτης είναι, εννοείται, ο Μάκης ο Μανάβης. Κατά κόσμον Θωμάς Μαυρομιχάλης, ήταν ο αναμφισβήτητος αρχηγός του σκληρού πυρήνα της Θύρας 4 στις δεκαετίες '70 και '80. Ήταν όντως μανάβης - δεν δούλευε, όμως, στη λαχαναγορά αλλά είχε δικό του μαγαζί στην πόλη. Οι φανατικοί πιτσιρικάδες που τον ακολουθούσαν ήταν γνωστοί και ως μαναβόσκυλα. (Παρ. 5, 6 & 7 και μήδια - αν θέλει κανείς να δει περισσότερα για τον Μάκη τον Μανάβη, ας πάει εδώ).

Άλλοι χαρακτηρισμοί για τους οπαδούς του ΠΑΟΚ: γύφτοι, Τούρκοι, Τουρκάκια, Τουρκόγυφτοι, μωαμεθανοί, κοτόπουλα (ως σαρκασμός του δικέφαλου αετού) και βούλγαροι (αυτό σε χρήση μόνον από Νότιους).

  1. Γύφτοι - αλήτες - λαχαναγορίτες! (Ιστορικό σύνθημα των οπαδών του Άρη)

  2. Γιατί χωρίς τον Ντιόγκο μας, πάμε στην Τούμπα και μας κερδίζουν αυτοί οι αλήτες, οι άξεστοι, οι βάναυσοι οι Παοκτζήδες. Ας είχαμε τον Ντιόγκο μας και θα βλέπατε εσείς, ρεμάλια λαχαναγορίτες. Από εδώ

  3. Όσο για το «χωριάτικο»... φιλαράκι να σε πω δυό πράγματα γιατί με τσάτισες; Εμείς είμαστε λαχαναγορίτες απ' τη Σαλονίκη, δεν είμαστε φλώροι και ας έχουμε τελειώσει και πανεπιστήμια. 'ντάξει τ' αγόριμ; ;ο) (Από εδώ)

  4. Θυμάστε τότε που βγαίναμε στην αυλή του σχολείου και τραγουδούσαμε το «ήρθαμε από τη Βουλγαρία και μαμάμε Αθήνα Πειραιά»; Θυμάστε κάποτε που πηγαίναμε στο σταθμό και ζητάγαμε διαβατήρια από τους Αθηναίους; Θυμάστε πριν από χρόνια που μπαίναμε σε ραδιοφωνικούς σταθμούς και τα κάναμε γυαλιά καρφιά επειδή λέγανε διάφορα για τον ΠΑΟΚ; Θυμάστε κάποτε που λαχαναγορίτες, μορφωμένοι, αμόρφωτοι, κάθε καρυδιάς καρύδι ήμασταν ένα και το αυτό μέσα και έξω απ' την Τούμπα; (Από εδώ).

  5. Ναι, ο Μάκης ο Μανάβης ήταν και η πρώτη μούρη των Ελληνικών γηπέδων. Κάθονταν προσοχή μπροστά του όλη η αλητεία της 4. (Σχόλιο στο You Tube)

  6. Βλέποντας ότι θα φτάσουμε νωρίς, ο αρχηγός (Μάκης Μανάβης) πήρε το μικρόφωνο και κοντά στις 12 το βράδυ είπε: «Ακούστε λίγο ρε, να πούμε. Επειδn να πούμε, είναι πολύ νωρίς για να φτάσουμε στηv Αθnνα, θα κάνουμε μια στάση να πούμε, στη Λαμία, τρεις ωρίτσες. Ακούστε, να είστε, να πούμε, προσεκτικοί στις κινnσεις σας και να μn δώσουμε δικαίωμα μέσα στη Λαμία. Δε θα συγχωρέσω κανένα παρατράγουδο,…λέω,... με καταλάβατε να πούμε; . ..» (Από εδώ).

  7. Γιατί δεν βγήκε κανένας από τα μαναβόσκυλα που τότε κάνανε πόλεμο στον Παντελάκη να πούνε κάτι αυτές τις μέρες; Για εσάς που γουστάρετε τον μάκη το λέω... αυτά τα ξέρετε η μόνο για τα ντου σας έχουν μιλήσει; (Από εδώ)

Μια σπάνια εμφάνιση του Μάκη του Μανάβη on camera (από poniroskylo, 10/02/10)Ο Μάκης ο Μανάβης στα κάγκελα (από poniroskylo, 10/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σχολική αργκό του ποδοσφαίρου ('80ς), παραφθορά του Πελέ. Απαντάται κατ' εξοχήν στη φράση «Ποιός είσαι; Ο Πελτέ;»

Σχετικά: ατομιστία (σημειωτέον οτι ως επίθετο επιβιώνει μόνο στον υπερθετικό «ατομιστ-αράς»!), ο περναμπουκάνο είσαι;, Μερεντόνας κλπ.

Λέγεται ειρωνικά ή/και εκνευρισμένα προς συμπαίκτη που προσπαθεί να περάσει «όλον τον κόσμο» (όπως μαϊμουδίζουν στερεότυπα οι σπορτκάστερς τις ατάκες του Διακογιάννη απο το ’70), αποφεύγοντας να δώσει πάσα – βγάλει σέντρα, διότι τους θεωρεί ανάξιους της κατοχής της μπάλας και πιστεύει οτι μόνον εκείνος είναι ο περιούσιος, εντεταλμένος του Θεού, παίκτης να βάλει το γκόλ. Όλοι οι άλλοι είναι παλτά...

Φυσικά, οι θέσεις του αμυντικού, του τερματοφίτσουλα και του διαιτητή (;;;) είναι αποδιοπομπαίες ως υποτιμητικές και, ούτω πως, στις αλάνες της Ελλάδας έχουμε ισάριθμους των παικτών επίδοξους πελτέδες (χώρια ο τερματζής στο μπακό).

Ο par excellence πελτές, ενώ διεκδικεί ηγετική θέση στην ομάδα (π.χ. διαλέγει την σύνθεση, δίνει φωναχτά εντολές στους συμπαίκτες του, απαιτεί άμεσα τη μπάλα κλπ), parole αυτά συνήθως παρουσιάζεται ως ευαίσθητος κράσις (π.χ. όλο τσακώνεται ζητώντας ανύπαρκτα φάουλ ή πέναλτι, κυλιέται κάνα μισάωρο στο χώμα σφαδάζοντας μετά απο τράβηγμα της μπλούζας κλπ) ιδίως αμέσως μόλις χάσει το γκόλ.

Διατηρώντας δε νοοτροπία κάτι μεταξύ ήρωος του ’21 («είναι λίγοι, μα τους πολλούς νικούν» και τέτοια) και Χατζηπαναγή, μόνον όταν κάνει καταφανή μαλακία (χάσει γκόλ μόνος σε κενή εστία), θα αναλάβει λεβέντικα την ευθύνη, σηκώνοντας το χέρι του ψηλά ότι «ντάξει παιδιά, mea culpa» (μωρ’ τί μας λές;)

[i][Παρενθετικά: Κάποιος μακρινός συγγενής που ζεί μόνιμα την Αυστραλία, έπαιζε μια φορά κι έναν καιρό στο εξωτερικό σε ημιεπίσημα τουρνουά σε θέση κυνηγού, προτιμώντας να συμμετάσχει σε αλλοδαπή εθνική ομάδα (που τον καλοδέχθηκε).

Μέχρι να συνηθίσει να λαμβάνει αναπάντεχα δίκαιες πάσες, τον μπινελίκωναν επειδή δεν εκμεταλλεύονταν την ευκαιρία, αντίστροφα απ’ ό,τι είχε μάθει ως τότε (η μπάλα κάνει τζιζ, άστηνε).

Παρατήρησε επίσης (στα διαλείμματα της ομάδας του), οτι καίτοι η ελληνική ομάδα ήταν φαβορί, εν τούτοις μάζευε σε κάθε αγώνα τα μπαλάκια τάληρο-τάληρο απ’ το πλεχτό και εν τέλει αποκλείστηκε, αφού το τήμ το’ παιζε κονκασέ-ζαναέ...

Μάλιστα, όταν σε κάποια φάση τραυματίστηκε ελαφρά (βασικά κουράστηκε να τρέχει πέρα-δώθε), είπε να κάτσει λίγο άμυνα και προσέφερε γενναιόδωρα (όπως νόμιζε) την θέση του στον γλαυκώπι αμυντικό συμπαίκτη του, που τον κοίταξε παραξενεμένα κι έπειτα του είπε, προκρίνοντας την ευδοκίμηση της ομάδας παρά την προσωπική του προβολή: «Εμένα η θέση μου είναι εδώ και τη δική σου την ξέρεις. Άσε τις μαλακίες και άντε τσακίδια μπροστά!»][/i]

Η ψυχοσύνθεση των νεοελλήνων δέον να αναζητηθεί ΚΑΙ στην παρατήρηση των παιδιών που παίζουν ομαδικά σπόρ. Δεν είναι τυχαίο, οτι ο Γκάλης αποθεώθηκε απο το πανελλήνιο, αφού έπαιρνε το παιχνίδι πάνω του...

- Ρε μαλάκα, μην κάνεις ατομιστίες λέμε! Αφού ήμουνα ξεμαρκάριστος, γιατί δε δίνεις μια πάσα; - Καλά σου λέει ρε χασογκόλη! Πού πας να τους περάσεις όλους μόνος σου, ο Πελτέ είσαι;
- Αφού δεν τον είδα ρε (ναι, καλά)...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραφθορά του αγγλικού linesman = στο ποδόσφαιρο, ο επόπτης γραμμών ή, με την τρέχουσα ορολογία, ο βοηθός διαιτητής.

Εξ ορισμού, η δουλειά του λάιτσμαν είναι δουλειά βοηθητική. Σε πολλές φάσεις δεν έχει λόγο, σ' αυτές που έχει πολλές είναι επουσιώδεις, π.χ. τα πλάγια άουτ, κάποιες είναι σημαντικές, π.χ. τα οφσάιντ, σε κάθε περίπτωση, όμως, ο διαιτητής έχει πάντα τον πρώτο λόγο και, σε περίπτωση διαφωνίας, ο λάιτσμαν σχεδόν πάντα το βουλώνει.

Ωσεκτουτού, εκτός γηπέδων η λέξη χρησιμοποιείται και μεταφορικά, ως ήπια ειρωνεία, ή και αυτοσαρκασμός, και αναφέρεται σε κάποιον που έχει ρόλο περιθωριακό, που μονίμως έρχεται δεύτερος. Συμμετέχει στα δρώμενα σαφώς περισσότερο από τον εξωφυλαρούχα και το κοντάρι και είναι και κάτι παραπάνω από απλός κομπάρσος αλλά θεωρείται δεδομένο ότι σε πείρα ή/και ικανότητες ή/και επιδόσεις υστερεί και, συνεπώς, η γνώμη του και η παρουσία του μετράνε λιγότερο.

Λέξη παρώ πλέον, μάλλον μπαμπαδισμός.

  1. - Ο Θέμης είπε ότι μπορεί να φταίει το τροφοδοτικό...
    - Άσε ρε, τι να μας πει κι ο λάιτσμαν... είχανε και στο χωριό του τέτοια εργαλεία...

  2. - Καλά ρε, τι ήπιατε πάλι χτες; Ντίρλα ήρθε ο άλλος...
    - Νταξ, πώς κάνεις έτσι, ούτε ένα τελωνείο δεν ήπιε...
    - Εσύ;
    - Ε, εγώ τι; Δυο πέρδικες ήπια. Αφού με ξέρεις εμένα, μια ζωή λάιτσμαν...

Τις εποπτεύει τις γραμμές (από Vrastaman, 28/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων γυμνασμένο κορμί και ιδιαίτερα κοιλιακούς μύες σαν φέτες καλοριφέρ. Συνώνυμo: φέτες.

- Ρε συ φιλαράκι, καλοριφέρ έγινες! Παίρνεις τίποτα;
- Διατροφή ρε συ και λίγο γυμναστήριο.
- Καλός παπάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  • O επαγγελματίας αθλητής με αλήτικη συμπεριφορά, χωρίς την ελάχιστη αθλητική ηθική (είναι συνέχεια ντοπέ, παίζει αντιαθλητικά, χτυπάει τον αντίπαλο ύπουλα με απαγορευμένους τρόπους , παίζει θέατρο για να πάρει το μπενάλτι, δωροδοκείται ή παρασέρνει άλλους σε δωροδοκία κλπ). Οι όποιες διακρίσεις του έχουν όλες αποκτηθεί με δόλια μέσα. Είναι παράδειγμα προς αποφυγήν, χλεύη και αποδοκιμασία.
  • Νέος που ασχολείται ερασιτεχνικά με κάποιο άθλημα, αλλά είναι μακριά νυχτωμένος από οποιοδήποτε αθλητικό ιδεώδες και χρησιμοποιεί τη σωματική διάπλαση που έχει, ή σκοπεύει να αποκτήσει, προκειμένου να κάνει διάφορες καφρίλες, να πουλήσει τσαμπουκάδες, να το παίξει σκληρός κι εκφοβιστικός και να κάνει διάφορες αλητείες εν γένει.

Συνώνυμα: Aθληταριό, αθλητήριος, αθληταρία.

- Παιχτρόνι ο ....., ε; - Ουου! Τρεις ξάπλωσε χθες, χώρια το γκολ με το χέρι. Μέγας αθλητάμπουρας...

- Αν θες να ξέεερεις,, [μάσημα τσιχλας] ο Γιώργος μου δεν είναι επιθετικός, απλά έχει πολύ τεστοστερόνη επειδή είναι αθλητής και τον προκαλούν επειδή τον ζηλεύουν, γι αυτό πλακώνεται.
- Ο Γιώργος σου δεν είναι αθλητής, είναι αθλητάμπουρας και τσόγλανος, γι αυτό πλακώνεται.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified