Further tags

Ελαφρώς απαξιωτικός, περιπαικτικός και μειωτικός χαρακτηρισμός προς φαρμακοποιό.

Αν και αρχικά εννοούσε τους βοηθούς των φαρμακοποιών, πλέον αναφέρεται στους ίδιους, σε περιπτώσεις που:

α) δεν έχουν την γνώση του επαγγέλματος (δηλ. είναι ψιλοχοντροάσχετοι)
β) είναι ψιλοαπατεώνες (δηλ. οι τιμές τους είναι φαρμακείο)
γ) είναι καρμίρηδες (δηλ. έχουν τρύπια κάλτσα και διαμαρτύρονται που η ράφτρα ζητάει 1€ για να την μπαλώσει)
δ) απλά θέλουμε να τους πειράξουμε...

Είδατε ο Γιώργος με την απειλή πως θ' ανοίξει τα επαγγέλματα; Ξεπουλάει το στοκ ο φαρμακοτρίφτης μη και του μείνουν. Ακόμα κι αυτά που δεν έχουν λήξει… (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατ' αρχήν, τα άλογα με πέταλα είναι καλύτερα από τα άλογα χωρίς πέταλα στην οδοιπορία και σε ό,τι, είναι ενισχυμένα. Κατά δεύτερον, η γάτα με πέταλα είναι, κατ' αντστοιχία, ένα ούμπερ γατόνι, κάποιος πολύ έξυπνος και οξυδερκής. Σταδιακά η φράση με πέταλα έχει αυτονομηθεί για να δηλώσει κάποιο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ενισχυμένο, που δεν έχει απλώς την φυσική ισχύ, ευφυΐα και δυνατότητα που αναμένεται από αυτό, αλλά κατιτίς παραπάνω.

Για τις σλανγκικές χρήσεις του πετάλου, βλ. γάτα με πέταλα, εγώ τζιτζίκια πεταλώνω;, πέταλο, τινάζω τα πέταλα.

Πάσα: Βράσταμαν.

  1. Εδώ υπάρχει μαγκιά με πέταλα! Και ειρωνεία, αλλά όχι αφ΄ υψηλού. Ειρωνεία που πηγάζει από την αμφιβολία. Καμία σχέση με την «τρέντι» ή «λάιφ στάιλ» διάλεκτο των «έξυπνων» νέων. Η γλυκομίλητη Μαρία με το πτυχίο γαλλικής φιλολογίας, ξεδιπλώνει μια γλώσσα οξυδερκή κι ένα μάγκικο ύφος βιωμένο και όχι στερεότυπο, ενισχυμένο με γερή δόση υπόγειου χιούμορ. (Εδώ).

  2. Πουτάνα με..πέταλα!!! (Εδώ).

  3. Πούτσα με πέταλα (εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη καλαμαράς χρησιμοποιείται κυρίως από Κυπραίους και σημαίνει αποκλειστικά Ελλαδίτης. Είναι ταυτόσημοι όροι όσον αφορά στη χρήση τους.

Όταν θέλεις να κάνεις μεταξύ Ελλήνων ιδιαίτερη μνεία στους Ελλαδίτες (Έλληνες της Ελλάδας, Έλληνες ιθαγενείς) ή στους Κυπραίους (Έλληνες της Κύπρου, Κύπριοι ιθαγενείς) δεν θα πεις απλά Έλληνας, γιατί ο όρος αυτός συμβολίζει το έθνος στο οποίο ανήκουν τόσο οι κύπριοι και οι ελλαδίτες, όσο και οι υπόλοιποι Έλληνες τους εξωτερικού, που μπορεί να μην έχουν την ελληνική ιθαγένεια, αλλά να έχουν τον ένα ή και τους δυο γονείς Έλληνες, να έχουν πάρει την ελληνική κουλτούρα, γλώσσα ήθη κι έθιμα, την αγάπη προς το συγκεκριμένο έθνος κ.ο.κ. (π.χ. οι Έλληνες της Αυστραλίας, της Γερμανίας, της Αμερικής...)

Και η λέξη προήλθε απ' όταν οι Ελλαδίτες, μορφωμένοι και γραμματιζούμενοι-λόγιοι, έρχονταν στο νησί για να διδάξουν στα σχολεία, τότε που η Κύπρος ήταν πιο φτωχή (και υπό την κατοχή άλλων λαών) και το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού ασχολείτο με τη γεωργία και τη κτηνοτροφία.

Οι καλαμαράδες (=Ελλαδίτες, Έλληνες της Ελλάδας και όχι απλά Έλληνες για να γίνεται η διάκριση) το Πάσχα έχουν ως παραδοσιακό έδεσμα το τσουρέκι, ενώ εμείς οι κυπραίοι (Έλληνες της Κύπρου) τη φλαούνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μερικές σημασίες του σλανγκενεργού εντόμου:

  1. Κλασικότατα, ως συμπεριφορά είναι ο τεμπέλης, και κυρίως αυτός που ασχολείται με τέχνες και διασκεδάσεις αντί να δουλεύει, ο άεργος. Βλ. και αρχαίο μύθο με το τζιτζίκι και το μυρμήγκι. Ενδιαφέρουσα και η έκφραση «τζιτζίκι του χειμώνα», αυτός που επιμένει να σχολάζει και τον χειμώνα, λ.χ. δες.

  2. Στην στρατοσλάνγκ είναι:
    α. Ο στρατιώτης του πεζικού, ο τζίτζικας. Λέγεται και τζιτζικάριος, κατά το πεζικάριος. Για να τους θίξουν λένε και την κραυγή «αντρίκια αντρίκια και όχι σα τζιτζίκια».
    β. Ο φαντάρος των διαβιβάσεων, λόγω των κεραιών των ασυρμάτων με τους οποίους είναι φορτωμένος (Πάτσης).
    γ. Γενικά, κάποιος σε βυσματική θέση που δεν δουλεύει ούτε χώνεται.

  3. Στην μουσοσλάνγκ είναι:
    α. Το ακουστικό αποτέλεσμα από το ξύσιμο. Ξύσιμο, όπως το ορίζει ο σύσσλανγκος Mr Cadmus είναι «μία ακόμη τεχνική παιξίματος της ηλεκτρικής (κατά κανόνα) κιθάρας, στην οποία ο (οι) κιθαρίστας (-ες) παίζει σε ταχύτατο ρυθμό είτε συγχορδίες πέμπτης είτε μεμονωμένες ή διπλές χορδές (στα μπάσα ή στα πρίμα) με μονοπενιά ή διπλοπενιά (alternate picking ή downstrokes), ενώ έχει τιγκάρει τα πρίμα και έχει εξαφανίσει τα μεσαία του ενισχυτή και της κιθάρας του».
    β. Κλασικότατα, μεταφορά για τον τραγουδιστή εν γένει.

Πρβλ. και τις εκφράσεις εγώ τζιτζίκια πεταλώνω;, περί ορέξεως... τζιτζίκια γιαχνί, σκάει ο τζίτζικας.

Πλέον ονομάζεται 542 ΤΠ και είναι μονάδα τζιτζικιών. (Εδώ).

Μια σειρα μου μου ειχε πει: Στον πολεμο ειμαστε ολοι 30 δραχμες. Βατραχος η τζιτζικι, φανταρος ή στρατηγος, η σφαιρα που θα σε βρει κανει 30 δραχμες. (Εδώ).

Suicidal black metal με ωραιο τζιτζικι στις κιθαρες. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μην απορείτε γιατί μπήκε αυτό το λήμμα ΤΩΡΑ, θα σας πω μόνο ότι συχνά τα ευνόητα τα παραλείπουμε, γι' αυτό.

Γάμησέ τα λοιπόν, σημαίνει παράτα τα, χέσ' τα, άσ' τα βράσ' τα, άσ' τα λα βίστα, άσ' τα μανιάνα και γενικώς άσ' τα να πα σταδιάλα. Το πράμα δηλαδή είναι -ή πάει- τόσο σκατά που, απλώς, σηκώνουμε τα χέρια ψηλά και τηγκανά. Συνοδεύεται συνήθως με έκφραση κλαψομουνιάς και με κανα μεγάλε, φίλος, θείο, μαλάκα μου κλπ.

Τώρα γιατί πάλι το γαμάω είναι στο προσκήνιο, ε, επειδή στην Ινδοευρωπαϊκή φαλλοκρατική κενωνία των κυνηγών και μαχητών, το γαμήσι, πράξη εκτόνωσης βιολογικής ή κοινωνικής, με ή χωρίς σάλιο, όπως και κάθε τι το σεξουαλικό εξάλλου, υποδηλοί και αποτελεί κυρίως την έσχατη ταπείνωση ή έστω απειλή («θα σε γαμήσω!», «θα τα γαμήσω όλα!» κλπ), που καμία γενιά των λουλουδιών δεν μπορεί να μας κάνει να το δούμε διαφορετικμάν τελικά (η μόνη σημαντική διαφορά είναι ότι το χρησιμοποιούν πλιά και αι γυναίκαι).

Άρα, χρησιμοποιώντας το πασπαρτού ρήμα αυτό, δείχνουμε την απαξίωσή μας προς κάτι με το οποίο δεν μπορούμε να τα βάλουμε (καθότι ισχυρότερο από μας).

Ο Βίκαρ που έχωσε στο ΔΠ το λήμμα και καλά έκανε, λέει: «Ενδιαφέρον θα ήταν να αντιπαραβληθεί με το «γάμα τα» (το μεν και θετικά φορτισμένο, ενώ το δε μόνο αρνητικά)».

Πράγματι, η παραλλαγή «γάμα τα» δεν αναφέρεται ποτέ σε κάτι θετικόνε, ενώ το «γάμησέ τα» μπορεί και να εξαιρεθεί από τον ινδοευρωπαϊκό Κανόνα και να σημαίνει κάτι το τρομερά ωραίο, εξίσου ωραίο δηλαδή με ένα καλό γαμήσι.

Κάνει και για χαρακτηρισμός ανθρώπου, ζώου, φυτού, πτερωτού, θηκλαστικού, ασπόνδυλου, μαλακίου, κατάστασης, φαγητού, εμφάνισης, αντικειμένου και ταλιμπάν.

Στο σλανγκρ λοιπόν δεν το είχαμε έτσι. Υπάρχουν όμως κάποια σχετικά μικρο-λήμματα:

Επίσης λέμε: «γάμησέ με» (με τις δύο έννοιες) αλλά έχει και μια τρίτη, την έννοια «γάμησέ μας», δηλ. άσε μας ήσυχους, «δε μας γαμάς που + ρήμα», δηλαδή αρκεί που μας έχεις φλομώσει στις αρχιδιές, πήδα μας κι από πάνω να το ολοκληρώσεις, μαλάκα.

  1. - Γάμησέ τα φίλε, είχαμε διακοπή ρεύματος 6 ώρες και έμεινα από μπαταρία και έχω μόνο ασύρματο σταθερό και δεν μπόρεσα να σου τηλεφωνήσω.
    - Καλά, γάμησέ μας, όλο τέτοιες πίπες ξηγιέσαι.

  2. - Μαλάκα, αυτή η ταβέρνα κωλολέει, έχει κάτι μπινελίκια γάμησέ τα! (ή: «γάμησέ με!»)

  3. Καλή η Στέλλα, έχει ένα βυζί γάμησέ τα, σκέτη αμαρτία, αλλά η μούρη... γάμα τα με μεγάλα γράμματα...

  4. - Πώς πήγαν οι εξετάσεις;
    - Γάμα τα, μόνο αυτό σου λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται συνήθως για άτομα που έχουν χαμηλή κοινωνικότητα ή/και αδυνατούν να συμμετάσχουν ουσιαστικά στην οποιαδήποτε συζήτηση που απαιτεί μια κάποια συνοχή σκέψης/λόγου, τα οποία γίνονται αντικείμενο εμπαιγμού τις περισσότερες φορές σε μία παρέα.

- Τι μουρόχαυλος που είναι αυτός ο Μπάμπης ρε; Του την έπεφτε ένα γκομενάκι φίνο χτες στο μπαρ και όταν πήγε να της μιλήσει, το τι μαλακίες είπε δεν περιγράφεται.

Got a better definition? Add it!

Published

ροκαμπίλια (τα): Ομάδα / μάτσο ατόμων με κοινό χαρακτηριστικό την παρεμφερή αισθητική στην κόμη, το ντύσιμο και ασφαλώς την μουσική. Η ενασχόληση με τα τρία προαναφερθέντα καλύπτει συντριπτικό κομμάτι της μέρας τους, ανεξάρτητα αν είναι υπό την επήρεια αλκοόλ ή όχι.

Ο χαρακτηρισμός προκύπτει από το κοινό είδος μουσικής που αγαπάνε, το rockabilly, με όλα τα συγγενικά του. Η κόμη είναι περιποιημένη και χημικά σκευάσματα ομορφιάς την βοηθάν να στέκεται στο απόλυτα προκαθορισμένο σχήμα που πατένταρε ο Έλβις. Είναι πολύ πιθανό να τους συναντήσεις αργά την νύχτα κοντά σε περιοχή με μπαράκια να συζητάν σε κύκλο για το που θα πάνε, πίνοντας μπύρες κτλ. Σε περίπτωση που η παρέα διαθέτει θηλυκό η δικιά της αισθητική διασταυρώνετε με της Bettie Page, ο θεός να την αναπαύσει. Τα ροκαμπίλια δεν είναι προνόμιο των μητροπόλεων αλλά εμφανίζονται, και αρκετά συχνά, στην επαρχία. Οι επαρχιώτες ροκαμπιλάδες κάνουν πάντα πιο αισθητή την παρουσία τους. Μια πιθανή αιτία είναι το εκρηκτικό μείγμα του τζελ και της προφοράς.

Με χαλαρούς όρους θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ένα σύνολο τζέλβις.

- Ρε συ δεν μου τελείωσες χτες τι έγινε, πώς περάσατε;; - Γάμησέ τα είμαστε εντελώς χάλια και καταλήξαμε στο lonely planet ... - Στην τρύπα με τα ροκαμπίλια;;!!
- Ναι ρε! Χαμός έγινε! χορεύαμε μέχρι τις 6 μέχρι που αρχίσανε να λιποθυμάν πάνω στο μπαρ ...

Japanese rockabilly dancing  (από elias_petropoulos, 27/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε καθαρά επαγγελματικό κόντεξτ, ως δημοσιοσχεσίτης καλείται ο υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων μίας επιχείρησης, δηλ. αυτός που είναι υπεύθυνος για τη δημόσια εικόνα που αυτή επιθυμεί ή επιχειρεί να προβάλλει προς τα έξω.

Σε πιο αργκοτικό κόντεξτ, ο χαρακτηρισμός δημοσιοσχεσίτης χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο που με το πρόσχημα της κοινωνικότητας προσπαθεί να τα έχει καλά με όλους, με απώτερο σκοπό την αυτοπροβολή του, είτε για λόγους καθαρά εγωισμού, εγωπάθειας κλπ συναφή, είτε για λόγους ευρύτερης δικτύωσης και τυχοδιωκτισμού, με σκοπό την αποκόμιση οφέλους.

Ως εκ τούτου, ο δημοσιοσχεσίτης μπορεί να είναι φαινομενικά γενναιόδωρος, ευγενικός, κοινωνικός, χαβαλές αλλά την ίδια στιγμή να είναι και ρουφιάνος, δουλοπρεπής, καλοθελητής, κολαούζος, αυλοκόλακας και ένα σωρό άλλα πράγματα που μπορεί να τον εξυπηρετήσουν σε βραχυπρόθεσμο, μεσοπρόθεσμο ή μακροπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα.

Παραδείγματα τέτοιων ατόμων υπάρχουν σε όλες τις εκφάνσεις και τα επίπεδα του κοινωνικού βίου.

Συνώνυμο: Καλοχαιρέτας, Βουλευτής Καλοχαιρέτας.

1.Οι πολιτικοί έχουν μεγαλώσει μαθαίνοντας πώς να κερδίζουν την αγάπη του κόσμου και πώς να βγάζουν φράγκα. Είναι δημοσιοσχεσίτες. Πιστεύετε ότι ένας δημοσιοσχεσίτης θα είναι ποτέ ειλικρινής ή θα αποφασίζει για το καλό του συνόλου; (Εδώ)

  1. Η άνοιξη σας βρίσκει σκεπτικούς αλλά σε λίγο θα είστε και πάλι οι γνωστοί πολυλογάδες δημοσιοσχεσίτες που όλοι ξέρουμε και (σχεδόν όλοι) αγαπάμε. (Εκεί)

  2. Προφανώς για να αντισταθούμε. Απέναντι σε τι και σε ποιούς ίσως και να μην μας ενδιαφέρει. Τα κεκτημένα του καθενός πρέπει να μένουν απαραβίαστα. Από τη μία δούλοι, υποταγμένοι, αρριβίστες, ρεβεράντζες κ.ο.κ., από την άλλη εμφανίσιμοι, δημοσιοσχεσίτες εξεγερμένοι, γνωστοί και περιζήτητοι σε μπαρ, γκόμενους/ες, χώρους δουλειάς και συνελεύσεων. Αγωγοί της καθυπόταξης και πρώτοι στα μνημόσυνα όσων αληθινά αγωνίστηκαν «χωρίς καβάντζα ή ματαιοδοξία» καμιά. (Παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή η οποία κατουριέται πάνω της ή/και χαρακτηρισμός για την γυναίκα/κοριτσάκι που έχει μια ιδιαίτερη σχέση με τα ούρα, κυρίως τα δικά της.

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως προσβολή για κάποια γυναίκα που δεν έχει ιδιαίτερα καλή σχέση με την καθαριότητα και η μυρωδιά της ή/και του σπιτιού της θυμίζει ούρα. (Παρ.1)

Επίσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως χαριτωμένη προσφώνηση για κάποιο μικρό κορίτσι που δεν συγκρατεί τα ούρα του. (Παρ.2)

Μεταφορικά, η κατρουλού είναι η φοβητσιάρα. (Παρ.3)

  1. Συζήτηση στην πλατεία του χωριού: - Φίλε, πέρασα από την αυλή της Πόπης για να κόψω δρόμο και δεν φαντάζεται τι μπόχα έβγαινε... κόντεψα να ξεράσω.
    - Σοβαρά;;
    - Ναι, σαν δημόσια τουαλέτα ήταν. - Ε την βρωμιάρα, καλά κάνουν και την φωνάζουν κατρουλού.
    - Μια θειά μου έλεγε ότι κατουράει στο κρεβάτι της η σιχαμένη.

  2. Συζήτηση μεταξύ νέων γονέων: - Αγάπη μου μπορείς να πας μέσα να δεις γιατί κλαίει η μπέμπα;;
    - Αμέ, πάω τώρα.
    3-4 λεπτά μετά.
    - Ε την κατρουλού πάλι πάνω της τα έκανε..
    - Την άλλαξες τουλάχιστον;;
    - Ασφαλώς.

  3. Συζήτηση από το τηλέφωνο: - Τελικά θα έρθεις να με πάρεις από τον σταθμό;;
    - Τι έγινε, κατρουλού μου, πάλι φοβάσαι;;
    - Ξεκόλλα ρε... θα είναι μεσάνυχτα και δεν ψήνομαι να περπατάω μόνη μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καθαρότατα μή ρατσιστική λέξη αναφερόμενη σε μαύρη γυναίκα. Κατά κανόνα εκφράζει συμπάθεια, αλλά ενδέχεται να χρησιμοποιηθεί και στο πιο ουδέτερο, όταν απλά θέλουμε να αποφύγουμε την ενδεχομένως άχαρη λέξη «μαύρη». Ακόμα και τότε, όμως, έχει μία θετική χροιά, η οποία, βεβαίως, δεν έχει να κάνει με το αν είναι ωραία γκόμενα ή όχι.

Αντίστοιχο για το αρσενικό είναι το πιο μπανάλ μαυρούλης, όπως και το μαυρούλα για γυναίκες, αλλά δεν χρήζουν λημματογράφησης.

Πάσα: η μαυρούκα στο εστιατόριο του πανεπιστημίου που βάζει τίμιες μερίδες, όχι σαν κάτι άλλους που κάνουν λες και τους τρώμε το φαΐ απ' το πιάτο, και με ένα απίστευτο χαμόγελο κολλημένο στο πρόσωπο.

- Έφεξε, θείο, θα φάμε σαν άνθρωποι σήμερα!
- Έλα ρε, δουλεύει η μαυρούκα; Ρεσπέκ.

Άννα μαυρούκα μου Άννα (από Khan, 05/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified