Further tags

Σύνθετη λέξη που συνδυάζει τον ωφελιμισμό ως ηθική-διανοητική-πρακτική κατάσταση και τον Ελληνισμό ως στάση ζωής.

-Αυτός ο τύπος είναι ωφελληνιστής.
-Δεν του φαίνεται...
Όντως λειτουργεί ωφελληνιστικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιθετικός προσδιορισμός που προκύπτει από το ουσιαστικό ωδείο με την κατάληξη -ουχος (στην θηλυκή βερσιόν -ούχα π.χ. αδειούχα, στο ουδέτερο -ούχο, ή και -ουχάκι -Βλ. Παράδειγμα). Δηλώνει, είτε τον κάτοχο μουσικού πτυχίου από αναγνωρισμένο -ή μη- ωδείο, ή απλά κάποιον που έχει στο βιογραφικό του μουσικές σπουδές, ασχέτως με το αν δεν κατάφερε, όχι μόνο να τις ολοκληρώσει, αλλά ούτε καν να ξεπεράσει τα βασικά επίπεδα - χωρίς βέβαια αυτό να τον εμποδίζει από το να πουλάει μούρη λες και είναι η μετενσάρκωση του Παγκανίνι.

Χρησιμοποιείται ενίοτε ειρωνικά ή κοροϊδευτικά από μουσικούς που, ενώ κατέχουν τα τεχνικά κάποιου οργάνου, δεν διαθέτουν θεωρητικό υπόβαθρο των γνώσεων τους, δηλαδή από μουσικούς μη ωδειούχους (Παρένθεση: Σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει αυτοί οι μουσικοί, είτε είναι καριερίστες είτε όχι, να αντιμετωπίζονται εξαρχής μειωτικά ως ερασιτέχνες, καθώς η ικανότητα τους και η μουσική ευαισθησία τους μπορούν να είναι πραγματικά πολύ υψηλού επιπέδου).

Εν τέλει, η αξία ή μη του να είσαι ωδειούχος τελεί υπό καθεστώς αμφισβήτησης στους κύκλους των μουσικών, ανάλογα βέβαια από το ποια σκοπιά το βλέπει ο καθένας -και όπως πάντα, ανάλογα με το μουσικό στρατόπεδο του καθενός.

  1. - Τι έγινε με μπασίστα, έσκασε μύτη κανένας;
    - Αμέ, μας ήρθε ένα ωδειουχάκι αλλά λάκισε μετά την πρόβα. Δεν πολυγούσταρε...

  2. Να τους χέσω όλους τους κωλοωδειούχους! Ένα σόλο της προκοπής τους ζητάς να παίξουν και σε κοιτάνε λες και είσαι από άλλο πλανήτη...

  3. - Αδερφέ έχεις ξαναπαίξει ποτέ;
    - Αμέ. Τόσα χρόνια ωδειούχος τι διάολο, άλλη δουλειά δεν κάνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μια λέξη για τον ωτορινολαρυγγολόγο. Εκ του ωριλά και ψώρα.

Πηγή: Γκάτσμαν.

Με ταλαιπωρεί πάλι η χρόνια πουτσωτίτιδα και πρέπει να επισκεφθώ ψωριλά....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που τρέφεται αποκλειστικά με ανδρικό κρέας. Αλλιώς τσιμπουκοζητιάνα ή ψωλορουφήχτρα.

- Τι ξέρεις ρε συ για τη Μαίρη;
- Μεγάλη ψωλύκαινα... Σταθερά φτάνει τριψήφιο αριθμό μηνιαίως... μαύρη ζώνη στο τσιμπούκι κι ένα νταν σου λέω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που αρέσκεται στο στοματικό σεξ ακόμα και στα πεταχτά, σε κανένα σοκάκι, καμιά πιλοτή πολυκατοικίας ή στο ασανσέρ. Μεταφορικά η βλαμμένη και τεμπέλα γυναίκα.

  1. Αυτή η ψωλοσφυρίχτρα η Μιμή δεν έχει το θεό της - με στρίμωξε στις σκάλες ρε!
  2. Τι λε ρε Βασίλη; Αν περιμένω από τη ψωλοσφυρίχτρα τη γυναίκα μου να μαγειρέψει σώθηκα!

(από Khan, 06/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι αυτή που ρουφάει ψωλές.

Μεγάλη ψωλορουφήχτρα αυτή η γκόμενα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός ο οποίος έχει μεγάλη ιδέα για το πουλί του.

- Μανταμίτσα, ένα πράμα θα σου πει ο Πίπης, και βάλ' το καλά στο μυαλό σου: δεν υπήρξε γυναίκα που πήγε με τον Πίπη και δεν γούσταρε τρελά.
- Άσε μας βρε Πίπη, ψωλοπερήφανε.
- Άαα, κοίταξε να δεις, η μετριοφροσύνη είναι για τους μ έ τ ρ ι ο υ ς ... Με εννοείς;...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή της λέξης ψωροπερήφανος. Είναι για τους σωραίους, τους ζαγοραίους, τους κάγκουρες, τους σγκάγκουρες, για όλους τους νάρκισσους του ντουνιά.

(οι ψωλοπερήφανοι δεν έχουν ανάγκη από παράδειγμα).

(από xalikoutis, 26/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απόπειρα μετακένωσης στην ελληνική σλανγκ του αγγλικού gay pride. Δηλώνει τον ομοφυλόφιλο, που είναι gay and proud of it, έχει βγει απ' τη ντουλάπα προ πολλού, είναι συμφιλιωμένος με τον εαυτό του και το πανηγυρίζει. Η διαφορά από τον πουσταλαζόνα είναι ότι ο όρος «ψωλοπερήφανος» έχει μια έντονη μειωτική χροιά και την χρησιμοποιούν οι ομοφοβικοί για να χλευάσουν την gay pride, ενώ ο όρος «πουσταλαζών» διαθέτει μια μεγαλύτερη ανατρεπτική δυναμική. Η λεξιπλασία σχηματίζεται προφάνουσλυ κατά το «ψωροπερήφανος». Άλλωστε το λάμδα είναι, όπως και το ρο, υγρό σύμφωνο pun intended).

Αυτί της γης: Τελικά, ο Πέρι μας έγινε ψωλοπερήφανος. Λέει ότι έχει συμφιλιωθεί με τον εαυτό του, είναι περήφανος για τις επιλογές του, κι αρχίζει μια νέα φάση στην σχέση του με το Λίλιαν και την Λάουρα. Τώρα πάνε όλες μαζί για χοντοθεραπεία, αλλά περήφανα πλέον!

Δώσε βάση στη στενσιλιά! (από Khan, 21/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αιδοίον, κοινώς μουνί, αλλά και η εύκολη γυναίκα.

Άλλη μια τροχήλατη έκφραση για να χαρακτηρίσει την πολύπαθη γυναικεία τοποθεσία. Το συνθετικό parking: σταθμός αυτοκινήτων- γκαράζ, υπονοεί την κατάληψη θέσης (ενίοτε με καταβολή αντιτίμου), τις μανούβρες που απαιτούνται για τον ορθή τοποθέτηση, τον κίνδυνο πυρκαϊάς από πιθανό συνωστισμό, την διαρροή υγρών, αλλά και την ενασχόληση ή μη, παρκαδόρου.

Η ειδοποιός διαφορά συνίσταται στο ότι, ενώ η προστατευτική κουκούλα στο πάρκινγκ έπεται, στο ψωλοπάρκινγκ προηγείται.

Συνώνυμα: ψωλάραγμα, μουτζό, ψωλοκρεμάστρα κλπ.

- Αυτό το ψωλοπάρκινγκ το' χει πάρει η μισή Λαμία.
- Ε καλά τώρα, δεν είναι και καμιά μεγάλη πόλη η Λαμία.

(από iwn, 10/11/10)(από Vrastaman, 10/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified