Η παντελώς αγάμητη γυναίκα. Τόσο πολύ, που το μουνί της έχει αραχνιάσει.
Εσύ, αραχνομούνα, θα βρεις ποτέ κανένα γκόμενο;
Η παντελώς αγάμητη γυναίκα. Τόσο πολύ, που το μουνί της έχει αραχνιάσει.
Εσύ, αραχνομούνα, θα βρεις ποτέ κανένα γκόμενο;
Βλ. και πιάνω αράχνες.
Got a better definition? Add it!
Το έξυπνο και συνάμα πονηρό άτομο που πετυχαίνει τους στόχους του αθόρυβα και χωρίς να φαίνεται.
- Είδες που πηρε προαγωγή ο Μιχάλης;
- Μια χαρά τα κατάφερε, έμαθε τη δουλειά του καλά, έκανε φιλίες με τους υψηλά ιστάμενους, έμαθε μυστικά της εταιρείας και τώρα τους έγινε απαραίτητος και του έδωσαν μεγάλη αύξηση... Μεγάλη αλεπού ο τύπος!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ετσι λέμε χαϊδευτικά τη γάτα, φόρος τιμής στη διάσημη Ψιψινέλ από τα κινούμενα σχέδια Στρουμφάκια.
Επίσης το χρησιμοποιούμε και για τη ναζιάρα γυναίκα.
Τι ωραία ψιψινέλ είναι αυτή! Μπορώ να τη χαϊδέψω ή γρατζουνάει;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Από την ομότιτλη ταινία όπου μια φάλαινα παίζει κύριο ρόλο. Την χρησιμοποιούμε συνήθως για να πούμε εμμέσως ότι μια είναι πολύ χοντρή.
Μαρία:
Σας έδωσε καλό τραπέζι στους onirama η Σαμάνθα μαιτρ;
Κώστας:
Ο free willy εξυπηρετεί μόνο επωνύμους, πάλι μάπα μας έδωσε.
Βλ. και χουφτιάρα, μπράσκα, η, όρκα, πατοκαφρόλα, φακλάνα, φώκια, χαβούζα, η, χαβούζα, η, μπουρέκλα, θωρηκτό Ποτέμκιν, μποχλάδα /-ω, κεφτές με πόδια, κουνιότα
Got a better definition? Add it!
Σύνθετη λέξη (παιδί + βουβάλι), χρησιμοποιείται υποτιμητικά για να περιγράψει ιδιαίτερα εύσωμο και νεαρό άντρα.
- Ρε Μάκη σκέτος παιδοβούβαλος έγινες, πότε θα κόψεις τα κοψίδια;
- Άσε μας ρε γυναίκα.
- Αχ, έχασα τα καλύτερά μου χρόνια...
Got a better definition? Add it!
Το ανόητο και αφελές παιδί...
Βρε κουτάβι!!!
Got a better definition? Add it!
- Κοίτα έναν μακάκα στο δέντρο!
- Είσαι πολύ μακάκας όμως!
Ο χιμπατζής λέγεται μακάκος.
Got a better definition? Add it!
Βλ. και liposan, αβοκάντο, αρκούδα, βόιδαγλας, βυζόχερος, εύχοντρος, ζελές, θωρηκτό Ποτέμκιν, ιπποπόταμος, κινητό χασάπικο, κουμπαράς, κρεοπωλείο η αφθονία, Μπίλιας, μπόγος, ντουλάπα, ξίγκι, Οβελίξ, πατσοκοιλιάς, σμπόκος, τόφαλος, χοντρολίπαρος, χοντρομπαλάς
Got a better definition? Add it!
Ο αρκουδιάρης. Χρησιμοποιείται ως βρισιά ή επιτίμηση, συνδυάζοντας
τον κλασικό αρκουδιάρη με τον «παππού της αστυνόμευσης» Νίκωνα Αρκουδέα.
Καθιερώθηκε από τον μέγιστο Βασίλη Λεβέντη στην τελευταία εκπομπή του καναλιού 67, το 1993, όταν «οι αλήτες του Μητσοτάκη και του Παπανδρέου έστειλαν ΜΑΤ στον Υμηττό για να κλείσουν το κανάλι 67». Αν και ως ευσεβής χριστιανός παρακάλεσε τον Θεό για «καρκίνο στον Μητσοτάκη και όλα του τα σόγια και στον Παπανδρέου και όλα του τα σόγια», ο Θεός έκανε την πάπια και ο Μητσοτάκης μάλιστα ύστερ' από τόσα χρόνια ακόμα ζει και πάει για τα 100.
Πληθυντικός: οι αρκουδέηδες.
(αποσπάσματα από την τελευταία εκπομπή του Βασίλη Λεβέντη στο κανάλι 67)
- Αίσχος! Έστειλε ΜΑΤ ο αρκουδέας Μητσοτάκης, γιατί αρκουδιάρης είναι, έστειλε ΜΑΤ να κλείσει το κανάλι 67 στο όρος του Υμηττού. Ζητούμε απο το Θεό να πιάσει καρκίνος την οικογένεια του Μητσοτάκη και την οικογένεια του Παπανδρέου!
- Αλητεία... Αλητεία! ΑΛΗΤΕΙΑ!! Αρκουδέηδες!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified