Further tags

Συνδυασμός τηε λέξης ψωλή και σολάριουμ. Αργκό που χρησιμοποιείται για τις ωραίες γκόμενες που εμφανίζονται κατάμαυρες στις παραλίες από το πρώτο μπάνιο γιατί: «τα σοκαλατένια δέρματα τραβάνε τα βλέματα». Πρόκειται για ψωνάρες που παραμένουν όμως πολύ ορεκτικές για τον αντρικό πληθυσμό. Συχνά το παρακάνουν και μοιάζουν με καμμένο κρέας. Το όλο concept του ψωλάριουμ είναι η εν λόγω γκόμενα να κάνει έντονο contrast με όλους τους υπόλοιπους που διατηρούν τα πάχη και το ασπρουλιάρικο χρώμα του χειμώνα.

(σε παραλία)
- Η Μαίρη έχει αναδειχθεί από πέρσυ..
- Κωλάρα έκανε και ωραίο χρώμα... Επίσημα ψωλάριουμ!

(από dimitrakis199, 30/01/12)Σαν Σοκολατένια κουράδα (από alamo, 30/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απορρυπαντικό κινημάτων και λοιπών λακέδων με σαφή κομματική δράση και αντιδραστική σύνθεση.

- Όχι ρε γμτ, σκάσανε πάλι οι μπάχαλοι στην πορεία...
- Τι σε νοιάζει ρε, αφού είναι εδώ το κνάιτ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίορκος δημόσιος λειτουργός σε νευραλγικές υπηρεσίες (π.χ. Εφορίες, ΣΔΟΕ, Αστυνομικά Τμήματα, Τελωνεία, Πολεοδομίες, τετραψήφια νούμερα προστασίας καταναλωτών κ.λπ.), επιφορτισμένος με τη συλλογή καταγγελιών εκ μέρους πολιτών, και ο οποίος αντί να τις προωθεί αρμοδίως προς διερεύνηση, τις βάζει ν' αραχνιάζουν στο αρχείο ώστε να μην αποκαλυφθούν ή θιγούν οι παραβάτες.

Συνήθως οι γομολάστιχες αποτελούν γρανάζι σπείρας που περιλαμβάνει εκβιαστές, μπράβους, τοκογλύφους, νοθευτές καυσίμων, λαθρεμπόρους και συχνά τον ίδιο τον προϊστάμενο της Δημόσιας Υπερεσίας.

Η γομολάστιχα όπως όλοι θυμόμαστε από τα σχολικά μας χρόνια, δουλεύει σβήνοντας και χαρίζει τα λευκότερα λευκά, εξ ου και ο συνειρμός με αυτόν που δημιουργεί αθώες περιστερές σβήνοντας τις καταγγελίες.

- Πήρα στο τετραψήφιο να καταγγείλω τον καριόλη που μου γέμισε το ρεζερβουάρ νερό, αλλά έξι μήνες μετά, ακόμη να του κάνουν έλεγχο.
- Ε, τί περιμένεις, σε καμιά γομολάστιχα θα έπεσες.

(από allivegp, 21/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άκριτος οπαδός μιας ομάδας, κόμματος, ιδεολογίας, θρησκείας ή ό,τι, που γίνεται κοπάδι άβουλων ζώων μαζί με τους ομοϊδεάτες του (πάντως δεν είναι γαϊδούρι).

ΜΑΛΛΟΝ ΕΙΝΑΙ ΚΟΠΑΔΟΣ ΤΗΣ ”ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ” Η ΤΟΥ ”ΣΤΟΧΟΥ”. (Εδώ).

(από Mr. Cadmus, 20/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοινή ονομασία του homo egoprovatus. Πρόκειται για αγελαίο μηρυκαστικό, υποείδος του homo turisticus.

Φέρει χαρακτηριστικό βραχιόλι στο αριστερό ή δεξί μπροστινό πόδι, ώστε να εντοπίζεται και να καθοδηγείται ευκολότερα από τον βοσκό της αγέλης. Το κρέας του θεωρείται κατώτερης ποιότητας (η οποία παραδόξως ορίζεται ως η ποσότητα ζωοτροφής που μπορεί να καταναλώσει το ζώον, καταβάλλοντας το σχετικό αντίτιμο).

Απαντάται κατά τους θερινούς μήνες σε ηλιόλουστες, παραθαλάσσιες περιοχές της χώρας, και τρέφεται με κουτόχορτο, μπυρόνια και φραπόγαλο.

- Άκουσα οτι φέτος θα έχουμε περισσότερους τουρίστες.
- Ναι ρε παιδί μου, αλλά θα είναι κόσμος ποιότητας ή θα πήξουμε πάλι στους βραχιολάκηδες και τους μπατιρημένους;

(από Vrastaman, 15/01/12)Ο Βραχιολάκης.  (από joe909, 16/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεολογισμός που σχηματίζεται κατά το γερμανοτσολιάς.

Χρησιμοποιείται από όσους ερμηνεύουν την παρούσα οικονομική κρίση με όρους «κατοχής» τ. «οι Γερμανοί ξανάρχονται», στην οποία άλλοι έχουν τον ρόλο του δωσίλογου και άλλοι του αντιστασιακού. Μόνο που τώρα η δύναμη κατοχής δεν είναι ένα έθνος- κράτος, έστω οι ισχυροί οικονομικώς Γερμανοί, αλλά οι υπερεθνικές τράπεζες. Οπότε τραπεζοτσολιάδες είναι αυτοί που υπηρετούν τα συμφέροντά τους, με οποιοδήποτε ιδεολογικό περιτύλιγμα και αν αυτό γίνεται. Ο νεολογισμός, λαδή αποσκοπεί να παρουσιάσει τους τραπεζοτσολιάδες ως τους απογόνους των γερμανοτσολιάδων, ήτοι ότι υπό όλες τις συγκυρίες κάποια λαμόγια θα επιπλεύσουν, θα προδώσουν και θα βγάλουν και κέρδος.

Τρίβιο: Η σλανγκενέργεια του -τσολιάς (με πρότυπο το γερμανοτσολιάς) φαίνεται και από τον όρο ισπανοτσολιάς που έπλασαν οι Πορνοστρόικα για να χαρακτηρίσουν τον σπανιώλη.

  1. Καποτε κολλησαν στους προγονους μου το στιγμα των κομμουνιστοσυμμοριτων για να μειωσουν την πατριωτικη τους συνειδηση, οι δοσιλογοι, θρασυδειλοι και ξενοδουλοι συνεργατες των Αγγλων και των Γερμανων, οι κομμουνιστοφονιαδες και οι γερμανοτσολιαδες, που τα εγγονια τους σημερα ειναι οι αξιοι λαϊκοφονιαδες και τραπεζοτσολιαδες.
    Σημερα ηρθε η ωρα να παρω το αιμα μου πισω χαρακτηριζοντας τους απογονους τους ως τραπεζοσυμμοριτες. (Εδώ).

  2. KALATRABA Η ΟΧΙ ΣΕ ΛΙΓΟ ΚΑΘΕ ΤΡΥΠΑ ΘΑ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΓΙΑ ΝΑ ΤΡΥΠΩΣΟΥΜΕ ,ΘΑ ΜΑΣ ΠΑΡΟΥΝ ΚΑΙ ΤΑ ΣΚΥΛΟΣΠΙΤΑ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΟΙ ΤΡΑΠΕΖΟΤΣΟΛΙΑΔΕΣ!!!!!! (Εδώ).

  3. Και τραπεζοτσολιάς και ρουφιάνος.
    Το άθλιο παπαγαλάκι της κεφαλαιοκρατικής χούντας, ο αφασικός «διανοητής» της ανθρωποφαγικής τραπεζοκρατίας, το ασπόνδυλο γιουσουφάκι του λαθρέμπορα αφεντικού, δίνει μαθήματα δημοσιογραφικής δεοντολογίας. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο απαθής. Ο τελών σε κατάσταση μακάριας αδιαφορίας. Ο ευρισκόμενος σε νιρβάνα. Αυτός που δεν παίρνει μυρωδιά και δεν αντιδρά σε τίποτε.

«Βούδας της Ραφήνας» έχει χαρακτηριστεί και ο τ. Πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής ΙΙ επειδή συνόψιζε στο πρόσωπό του τις παραπάνω ιδιότητες όταν θα περίμενε κανείς ν' αναλάβει δράση για φλέγοντα ζητήματα.

Ο «Βούδας» Καραμανλής, ο «Μαοϊκός» Πάγκαλος και άλλες ιστορίες… από το wikileaks (από εδώ)

(από Khan, 09/06/12)Ως "βούδας" χαρακτηρίζεται πλέον και ο Προκόπης Παυλόπουλος. (από Khan, 13/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H πουστοποίηση.

Ο όρος έχει χρησιμοποιηθεί από τον Πλεύρη (père).

- Όχι στην εκπούστευση της ελληνικής γλώσσας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κωδική έκφραση ώστε να μην καταλαβαίνουν οι γυναίκες τι συζητάμε με τους φίλους μας. Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσουμε μια γυναίκα αρκετά ελκυστική, και πολύ σέξι, που μας παραπέμπει σε πονηρές σκέψεις - θέλουμε να την «φάμε» δηλαδή. Η έκφραση είναι νηστίσιμο στην ουσία ρωτάει: τρώγεται; είναι γαμήσιμο;

- Κοίτα ρε μαλάκα εκείνη με το κόκκινο!!!
- Είναι νηστίσιμο;;

πατοος (από georgegreek, 28/12/11)αρτησιμο (από georgegreek, 28/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δίκροκες ονομάζονται δύο γκόμενες που είναι κολλητές. Πάνε παντού μαζί, είναι συνέχεια μαζί, κοινώς «αυτοκόλλητες». Πάνε δυο-δυο, σαν το δίκροκο αυγό.

- Μόλις πέρασαν η Μαρία με την Έφη.
- Πολύ ωραίες δίκροκες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified