Further tags

Ο μπουρδελόβιος και κατά συνυποδήλωση οποιοσδήποτε ανάξιος και ευτελής. Προέρχεται από την τουρκική λέξη kerhaneci με παρόμοια έννοια.

- Είδες πόσα λεφτά έφαγαν εκείνοι οι τύποι στον δήμο; - Ντιπ κερχανατζήδες είναι αφού, να κάνουμε κάτι να φύγουν.

Δες και μπουρδελιάρης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κύπριοι που έχουν γεννηθεί και μεγαλουργούν στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ομιλούν ένα ιδιαίτερο ιδίωμα, παντελώς ακατάληπτο τόσο από τους Άγγλους όσο και από τους Κυπρίους. Εκ του B.B.C. (British Born Cypriot).

Κυπριακή αργκό.

- Πάμε για chopping;
- Παναγία μου, η νύφη του Τσάκι θέλει να με διαμελίσει!
- Χαλάρωσε, το κορίτσι είναι μπιμπισού και θέλει να πάει για ψώνια!

Πάμε chopping? (από Vrastaman, 09/07/08)Its a vraka ting! (από Vrastaman, 09/07/08)

Δες και τσάρλης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εντελώς άστηθη γυναίκα, επηρεασμένο από τις εντελώς επίπεδες τηλεοράσεις φλάτρον.

- Γλυκιά είναι ρε συ αλλά εντελώς φλάτρον, εγώ θέλω να πιάνω πράμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

'Ακλιτος επιθετικός προσδιορισμός με διττή σημασία:

1) Ανυπέρβλητος, ακαταμάχητος, ασυναγώνιστος, ασύγκριτος, αυτός που υπερέχει τόσο πολύ των άλλων που ταράζει τις ισορροπίες.

2) Θαυμάσιος, καταπληκτικός, θεσπέσιος.

Εννοιολογικές παρατηρήσεις: Η αρχική σημασία του «ίμπα» ήταν η αναγραφόμενη στην περίπτωση 1, όμως σταδιακά το στοιχείο της συγκρίσεως εκφυλίστηκε με αποτέλεσμα να χρησιμοποιείται και με την έννοια 2.

Προέλευση/ετυμολογία: Προέρχεται από το αγγλικό «imbalanced».

  1. - Καλά αυτό το αμάξι είναι εντελώς ίμπα. Ένα τέτοιο θέλω να πάρω κι εγώ.

  2. - Συγνώμη, πας καλά; Θα τα βάλεις μ' αυτόν; Ο τύπος είναι ίμπα, δεν έχεις καμία ελπίδα.

  3. - Άντε μωρέ κωλόνουμπε, έχεις τον ίμπα χαρακτήρα και μιλάς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ενεργητικός ομοφυλόφιλος. Ειδικότερα, άτομο μιας κάποιας ηλικίας που γουστάρει να πηδάει νεαρά αγόρια.

Τέτοιοι τύποι ασφαλώς και δεν ήταν άγνωστοι στους κλασικούς χρόνους (βλ. παράδειγμα 1). Ίσως και γι' αυτό οι συνδηλώσεις της λέξης δεν είναι απολύτως αρνητικές (βλ. παράδειγμα 2). Βασικά, ο Έλληνας δυσκολεύεται να αποφασίσει αν ο κολομπαράς είναι μερακλής ή απλώς πούστης. Σε ορισμένες χρήσεις, το κολομπαριλίκι αναφέρεται ως επιβεβαίωση ανδρισμού και περικλείει και μια αίσθηση απειλής (βλ. παράδειγμα 3). Περιορισμένη χρήση της λέξης γίνεται και από την γκέι κοινότητα, ως μια πιο αυθάδης εκδοχή του τοπ (βλ. παράδειγμα 4). Η λέξη χρησιμοποιείται και μη κυριολεκτικά ως βρισιά παντός καιρού και έτσι σημαίνει: αλήτης, κωλοπαίδι, τεμπέλης, ξεδιάντροπος (βλ. παράδειγμα 5).

Μια σημείωση για την προέλευση της λέξης. Η ετυμολογία από το κώλος + μπάρα μπορεί να είναι προφανής, μπορεί να είναι ευρηματική, αλλά είναι και λάθος. Η λέξη προέρχεται από το τούρκικο kulampara= ομοφυλόφιλος, παιδεραστής το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από το πέρσικο gulampare, μια παλιά ποιητική λέξη που σημαίνει αυτός-που-αγαπάει-αγόρια. Με δεδομένη αυτή την ετυμολογία, η σωστή γραφή είναι κολομπαράς, με -ο- και όχι με -ω-, στη βάση του κανόνα ότι η μετεγγραφή ξένων λέξεων γίνεται με τον απλούστερο τρόπο. Παρόλ' αυτά, γράφεται πολύ και κωλομπαράς.

Σχετικά λήμματα: κωλομπαράς, κωλόμπα, βερς, αγριόπουστας.

  1. Ο ποιητής Τυρταίος, κωλομπαράς σπουδαίος πήγε εις τον Σόλων, με όρθιον τον ψώλον
    «Σόλων Σόλων, πώς τον θες, μισόν η όλον;»
    Κι απήντησε ο Σόλων, σοφότερος εξ όλων:
    «Τυρταίε, μη φείδου ψώλον, έλα και χώστον όλον!» (μαθητική ρίμα)

  2. Active gay men (κωλομπαράδες) are much more tolerated (and at times respected) than passive gay men (κίναιδοι, πούστηδες, πουστάκια). (από μελέτη της ΕΕ για την ομοφοβία και τις διακρίσεις κατά των ΛΟΑΤ στην Ελλάδα, Φεβρουάριος 2007)

  3. Πιάσανε προχ8ές καμιά 100στη μπάσταρδους, αν μπαγλαρόνανε και αυτούς τους 200 που κάνανε διαμαρτυρία έξω από τα δικαστήρια, τότε θάχανε στο μπαλαούρο όλους τους γνωστούς-άγνωστους. Αν, λέω αν, τους κάνανε να ξεράσουν το γάλα πού ήπιαν απο την μαμά του, τους χρέωναν τις ζημιές, ρίχνανε και μεσα στη φυλακή για συγρατούμενους καμια-δυο ντουζίνες κολομπαράδες -με τα γνωστά επακόλουθα- τότε θα σου έλεγα εγώ αν για μια 10ετία κουνιόταν φύλο. (από συζήτηση σε forum στο www.insomnia.g με θέμα Ε.Λ.Α.Σ. Τα ...ρεζιλίκια σου !!!!)

  4. Γράφω ότι είμαι Τοπ 100%, και μπήχτης και κολομπαράς γιατί απλά θέλω να πείσω τον εαυτό μου ότι έτσι δεν είμαι τελείως «ανώμαλος», γιατί απλά δεν έχω τα κότσια να δοκιμάσω κάτι (που σιγά το πράγμα δηλαδή), γιατί έτσι θα γλυκαθώ και θα μ' αρέσει. (από το www.e-gay.gr)

  5. Εμένα αυτό που μου τη δίνει είναι που επαγγέλματα όπως στο προκείμενο αυτό του καθηγητή πληρώνονται βαριά-βαριά 1000 ευρώ με αντίξοες συνθήκες εργασίας, και κάτι άλλα κωλοεπαγγέλματα που τα κάνουν κάτι άχρηστοι κωλομπαράδες τεμπελχανάδες που ποτέ στην ζωή τους δεν άνοιξαν βιβλίο βγάζουν πάνω από χιλιάρικο και βάλε κάνοντας τί; Σε κλαμπ και σε μπαράκια και το παίζουν και μάγκες κιόλας. (από donemo.blogspot.com)

Fudgepacker στα αγγλικά. (από Vrastaman, 11/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρίζεται έτσι ο manager που όταν πρόκειται να πάρει απόφαση που αφορά μείωση προσωπικού, ή δυσμενείς μεταθέσεις προσωπικού κλπ, αντί να βασιστεί σε αντικειμενικά κριτήρια, κριτήρια συσχετισμένα με τους στόχους της επιχείρησης, τις ανάγκες της και τις ικανότητες του προσωπικού στο πιάσιμο δοσμένων στόχων, καταρτίζει τη ζητούμενη λίστα με συνηθέστερο κριτήριο την παλαιότητα του υπαλλήλου. Αρχίζει από τον νεότερο και προχωράει.
Έτσι έχοντας σε ένα excel (εξ ου και ο όρος), τα ονόματα των υπαλλήλων και τις ημερομηνίες πρόσληψής τους, ταξινομεί τη λίστα κατά σειρά παλαιότητας και παράγει γρήγορα τη ζητούμενη λίστα.
Αυτή η τακτική συνηθίζεται πολύ στις δημόσιες υπηρεσίες (δυσμενείς μεταθέσεις νεωτέρων) λόγω του ότι η μονιμότητα των υπαλλήλων δίνει μεγάλη δύναμη στους παλιούς υπαλλήλους.
Βέβαια τέτοιες λογικές έχουν πολύ κακές συνέπειες όσον αφορά την παραγωγικότητα της εταιρείας, την ανταπόκριση της στις υποχρεώσεις της, το καλό της όνομα. Τα πράγματα γίνονται χειρότερα όταν ο ζητούμενος αριθμός είναι μεγάλος. Πολλές φορές τμήματα διαλύονται, πελάτες χάνονται, φήμη καταστρέφεται, κλπ.
Γενικότερα εξελάκια θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε οποιοδήποτε άτομο αποφασίζει χωρίς να σταθμίσει τα απαραίτητα κριτήρια και αποφασίζει με άσχετα κριτήρια για μια δεδομένη περίπτωση, αρκεί αυτά να μπορούν να ποσοτικοποιηθούν ώστε να υποστούν επεξεργασία μέσω ενός λογιστικού φύλλου (π.χ: excel).

Σε δημόσια υπηρεσία:
- Ρε εσύ, ζήτησαν άρον άρον από τον διευθυντή παραγωγής να δώσει 50 άτομα για να πάνε να δουλέψουν στη νέα μονάδα που ανέγειραν τώρα στα πλαίσια της συνεργασίας που έκανε η εταιρεία μας με τη Χ (μεγάλη πολυεθνική). Μιλάμε για θέσεις μαυρίλας, άσχετες με τα πτυχία των ατόμων. Εν τω μεταξύ πνιγόμαστε στις δουλειές που ήδη έχουμε και κανείς δεν συζητάει για νέες προσλήψεις. - Και με ποιο τρόπο θα κάνει την επιλογή ο manager;
- Ε δεν τον ξέρεις; Κλασσικός εξελάκιας. Για να μη δυσαρεστήσει τους παλιούς θα φτιάξει το excel του θανάτου. Θα βρει τους 50 νεώτερους και αυτό είναι όλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με τη λέξη αυτή (αυτό) προσδιορίζονται στη νεότερη εποχή τα μέλη συμμοριών (κυρίως στις ΗΠΑ). Το δεύτερο συνθετικό (-banger), προέρχεται από τη λέξη bang η οποία, στην ίδια αρκγό, σημαίνει πυροβολώ/πυροβολισμός.

Η παλαιότερες λέξεις Gangsterκαι Mobster (δεκαετίες ’20 και ’30), υποδήλωναν μέλος συμμορίας με «γνώση του δρόμου», γατόνι, άνθρωπο με άκρες. Χωρίς φυσικά οι εκφράσεις αυτές να αποκλείουν τη βίαιη συμπεριφορά, αναφέρονται ως επί το πλείστον στο οργανωμένο έγκλημα, δηλαδή στη λειτουργία της συμμορίας με καθαρά οικονομικούς στόχους.

Στη δεκαετία του ’80, με την επικράτηση των συμμοριών κυρίως σε υποβαθμισμένες περιοχές του Los Angeles (περιοχές inner-city όπως το Compton και το Νοτιοανατολικό LA), στη σχετική αργκό επικράτησε το Gangbanger, για να υποδηλώσει εξαιρετικά βίαιο άτομο ή μέλος μιας βίαιης συμμορίας.

Η βασική αντίθεση με την έννοια του Gangster, έγκειται στο ότι ο βασικός σκοπός των συμμοριών αυτών ήταν η επικράτηση επί των αντιπάλων με συχνή και αλόγιστη χρήση όπλων, πολλές φορές χωρίς οικονομικό κίνητρο.

  1. Τουρίστες στο LA:
    - Αυτοί στη γωνία είναι Gangster;
    - Gangster; Σιγά μην είναι ο Al Capone και η παρέα του! Αυτοί φίλε είναι Crip Gangbangers και σταμάτα να τους χαζεύεις! (βλ. φωτό)

  2. Στίχοι από το «I check my Bank» του Sir Mix-a-Lot:

But boom, look at all the niggaz runnin’ out the room,
Just another soldier causin’ doom,
No I don’t bang but I like to wound... my enemy

Crip Gangbangers (από Desperado, 15/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πασπαρτού (passe partout):
Αναφέρεται ως το κλειδί που ταιριάζει και ανοίγει κάθε κλειδαριά.
Στη μεταφορική χρήση του όρου, μπορούν να ενσωματωθούν οι παραπάνω ιδιότητές του.
Έτσι, ως πασπαρτού θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τον άνθρωπο ή την κατάσταση που μπορεί να αποτελέσει το κλειδί για πρόσβαση σε μη προσβάσιμους χώρους. Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε δηλαδή τον κατάλληλο άνθρωπο ή την κατάλληλη κατάσταση που χρειάζεται για να ανοιχτούν πόρτες που παραμένουν ερμητικά κλειστές για το ευρύ κοινό.

  1. - Θέλω να αναλάβω ρε γαμώτο μια υπεύθυνη θέση στην εταιρεία μου, αλλά μου λείπει ο άνθρωπος πασπαρτού.

  2. - Ο γάμος του με την κόρη του Δημητρόπουλου του εφοπλιστή αποτέλεσε το πασπαρτού για να γίνει διευθυντής στην επιχείρηση του πεθερού του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τσουτσουνοπαίχτης, ο μαλάκας με υπόβαθρο, ο μαλακοτεντωτός, γενικά μια άλλη ελληνικούρα για τον Έλληνα Κύριο=Μαλάκα

Ρε μαστούρμπα, μου ζάλισες τα παπάρια μ' αυτά που λες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διάσημο Ελληνικό θέατρο του 21ου αιώνα, που διαδραματίζεται σε κρεβατοκάμαρες και σαλόνια με πρωταγωνιστές συζύγους και πεθερικά και είναι γνωστό για τις τρομακτικές, γεμάτες εκπλήξεις και «thriller» παραστάσεις του.

Το τυπικό σενάριο ενός έργου Γκράν Γκρινιόλ αποτελείται από τυχαίο συνδυασμό των παρακάτω προτάσεων:

Με γράφεις εντελώς,
Ξέχασες την επέτειό μας, Αμάν πια με την γαμο-μπάλα σου,
Σήκωνε και κανά καπάκι στην τουαλέτα, Μάζεψε και κανά ρούχο αναίσθητε, Δεν με ακούς που σου μιλάω, κουφός είσαι,
Γιατί θεωρείς ότι πάχυνα, σε βλέπω πως με κοιτάς,
Βγάλε τα παπούτσια σου θα χαλάσεις το παρκέ, Μη ξαπλώσεις μόλις έστρωσα το κρεβάτι γαϊδούρι, Είμαι και εγώ άνθρωπος, Πάλι με τα ρεμάλια τους φίλους σου, Πάλι σε meeting,
Α, θυμήθηκες επιτέλους ότι έχεις και γυναίκα/μάνα/πεθερά, Θα πάθεις χοληστερίνη με τις αηδίες που τρως, Μην βγεις έξω λουσμένος θα κρυώσεις, Δεν ασχολείσαι αρκετά με τα παιδιά σου, Φέρεσαι ψυχρά στην μαμά μου, Μόνο την μάνα σου ακούς, Θα με πεθάνεις, Θα ανέβει η πίεση μου,
Θα ανέβει το ζάχαρό μου, Το κρίμα στο λαιμό σου, Θα πάω σκαστή, Φάε λίγο ακόμα έχεις ρέψει, Πάλι πίνεις, Δεν μου τηλεφωνείς, Πάλι καπνίζεις, Πάλι διαβάζεις εφημερίδα, Πάλι κάνεις κάτι που σε ευχαριστεί, Θα πέσει η φωτιά να σε κάψει, Όλα εδώ πληρώνονται,
Θα την βρεις από τον Θεό, Πάλι παίζεις με το πουλί σου, Πάλι κοιτάς την γειτόνισσα, Πολύ τρέχεις, Θα μας σκοτώσεις, Πάτα και λίγο γκάζι, Χαμήλωσε την τηλεόραση, Σβήσε το ρημάδι, Δες πως με κατάντησες, Σε είδα πως την κοίταζες...

If looks could kill θα μετρούσε τα ραδίκια ανάποδα... (από Vrastaman, 31/07/08)Σκηνή Γκράν Γκρινιόλ (από Vrastaman, 01/08/08)

βλ. και παντόφλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified