Further tags

Προκύπτει με παράφραση της αγγλικής λέξης user (γιούζερ), που σημαίνει: χρήστης.

  1. Ο όρος μπορεί να αναφέρεται σε κάποιον ουζοπότη (που χρησιμοποιεί ούζο, ως υγρό καύσιμο, βλ. παρ. 1).

  2. Θα μπορούσε να αναφέρεται και σε κάποιον κατ' επίφαση χρήστη (γιούζερ) μηχανήματος, εφαρμογής κ.λπ., που απαξιωτικά ή χιουμοριστικά μπορεί, να αποκαλεστεί ή να αυτo-αποκαλεστεί ούζερ (λόγω παραπομπής της λέξης ούζερ, στη λέξη ούζο και στις αρνητικές συνδηλώσεις της αρχικής συλλαβής της, ου).

Κάποιες χαρακτηριστικές περιπτώσεις της χρήσης του όρου, παρουσιάζονται παρακάτω. Θα μπορούσαμε να μιλάμε λοιπόν για κάποιον:

- Kαθ' όλα εντάξει χρήστη, στα πλαίσια τριγκαρίσματος (βλ. παρ. 2).

- Tζακντανιελίστα χρήστη, που δεν έχει καμιά συναίσθηση του καθήκοντος κατά την επιτέλεση μιας εργασίας, π.χ.: λόγω ιδιοσυγκρασίας, λόγω ταπηροκρανίασης με τον προϊστάμενο του, κ.λπ. (βλ. παρ. 3)..

- Aνεπίδεκτο μαθήσεως με μυαλό αϊκιού ραδικιού, ή για κάποιον κακό εφαρμοστή των όσων έμαθε. (βλ. παρ. 4).

- Που του ανατίθεται στο εταιρικό περιβάλλον, ένα σύνθετο έργο, άνευ: εκπαιδεύσεως, παροχής του κατάλληλου υλικοτεχνικού εξοπλισμού, λοιπής υποστήριξης, κλπ. Έτσι ο όρος θα μπορούσε να λεχθεί, π.χ: στα πλαίσια αυτοσαρκασμού κάποιου για τον εταιρικό ρόλο του. (βλ. παρ. 5).

.

  1. - Ωχ πάλι, ο κ. Ουζούνογλου πίνει τα ουζάκια του σήμερα. Χάλια θα γίνει πάλι.
    - Ούζερ, όνομα και πράγμα ο τύπος. Σαν το ούζο 12 πίνει!

  2. - Γεια σου ρε ούζερ!
    - Ούζερ; - Έλα ρε σε πειράζω. Αφού είναι γνωστόν πώς είσαι ο μόνος στην εταιρεία, που ξέρεις την εφαρμογή απέξω κι ανακατωτά, γι’ αυτό και δεν παίρνεις κι ανάσα.
    - Ούτε γιούζερ, ούτε ούζερ. Λούζερ είμαι φίλε.

  3. - Σ' αυτόν θέλεις να αναθέσεις τη δουλειά; Σώθηκες. Μη βασιστείς σ' αυτόν. - Μα ξέρω πως είναι εύκαιρος τώρα και ξέρω επίσης πως ξέρει να χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο μηχάνημα.
    - Κοίτα γιούζερ του μηχανήματος δεν τον λες, ούζερ σίγουρα, γιατί τη δουλειά που θέλεις να σου παραδώσει μέχρι αύριο, θα στη δώσει την επόμενη βδομάδα. Ο άνθρωπος, παίρνει τις...δόσεις γραψαρχιδίνης.

  4. - Τον έχω εκπαιδεύσει όσο δεν πάει. Το....ντουβάρι! Σιγά μη γίνει γιούζερ αυτός! Ούζερ μπορεί!

  5. - Άσε, μου 'χουν, αναθέσει μια πολυσύνθετη εργασία. Αλλά ούτε εκπαίδευση μου 'χουν κάνει, ούτε άλλη βοήθεια έχω, ενώ παράλληλα με έχουν βαφτίσει και εξπέρ γιούζερ της εφαρμογής, για να μου φορτώσουν την ευθύνη σε περίπτωση μαλακίας. Ούτε καν γιούζερ, δεν μπορείς να με πεις. Ούζερ είμαι o μαλάκας, αφού παρά τις ελλείψεις συνεχίζω να την παλεύω. Θα πρέπει να 'μαι και το... ψώνιο αν κάποιες στιγμές καυλώνω στη σκέψη, πως είμαι εξπέρ γιούζερ.

Βλ. και luser

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορά στα ελληνικά του αγγλικού cockblocker. Δηλαδή, ο αδυσώπητος εχθρός του πέφτουλα.

Ο cockblocker είναι ο τύπος που έρχεται εκεί που μιλάς με μια γκόμενα και στο χαλάει. Με όποιον τρόπο μπορεί. Μιλάει σε σένα, μιλάει στην γκόμενα, ή, το πιο συνηθισμένο, της την πέφτει κι αυτός, χαλώντας ό,τι έχεις χτίσει μέχρι εκείνη τη στιγμή και κλέβοντας σου πολύτιμο χρόνο. Γιατί τι είναι το φλερτ: η δημιουργία θετικών για σένα εντυπώσεων σε περιορισμένο χρόνο. Πρόκειται λοιπόν για κατάφωρη παραβίαση του αντρικού νόμου που λέει ότι όταν ο άλλος φλερτάρει με μια γυναίκα και το πράγμα πάει καλά, δεν ενοχλούμε. Περιμένουμε τη σειρά μας, ή ψάχνουμε κάτι άλλο.

Ως γνωστόν, υπάρχει πάντα κάποιος λόγος που μια γκόμενα μιλάει σε αυτόν που μιλάει, και ένας άντρας με αξιοπρέπεια οφείλει να αναγνωρίζει αυτές τις περιπτώσεις όταν τις βλέπει. Ο cockblocker προφανώς δεν έχει ιδιαίτερη αξιοπρέπεια, και τα κίνητρά του είναι ένα μείγμα βλακείας και ζήλειας. Είναι βλάκας γιατί δεν μπορεί κάποιος έξυπνος άνθρωπος να πιστεύει ότι μπορεί να ρίξει μια γκόμενα με αυτόν τον τρόπο. Το μόνο που θα καταφέρει είναι να την τρομάξει ώστε είτε να εξαφανιστεί, είτε να σε κοιτάει με ύφος απόγνωσης, του στυλ «τι είναι αυτός, κάποιος να με σώσει από το λιγούρι». Και είναι κομπλεξικός γιατί ουσιαστικά θέλει να το χαλάσει για όλους. Του αρκεί να σε φέρει στο ίδιο επίπεδο με αυτόν, να μηδενίσει και τις δικές σου πιθανότητες. Μεγάλος μαλάκας.
Πεφτομαλάκας, ας πούμε.

Πηγή: yupi.gr.
Ασίστ: knasos.

Μεγάλος πεφτοχαλάστρας ο Επαμεινώνδας! Πάνω που έψηνε ο Αρίστος το Λίλιαν, μπήκε αυτός στην μέση κι άρχισε να λέει τις παπαριές του.

Βλ. και: κοκομπλόκο, χαλάστρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τούρκικη λέξη, yalanci, που μεταφέρθηκε αυτούσια στα Ελληνικά: είναι ο ψεύτης και, κατ' επέκταση, ο ψεύτικος, ο ψευδεπώνυμος, ο ιμιτασιόν.

Εξ αυτού και η πιο κοινή χρήση της λέξης –τα ντολμαδάκια γιαλαντζί. Έτσι λέμε τα νηστήσιμα ντολμαδάκια, τα τυλιχτά αμπελόφυλλα που γίνονται μόνο με ρύζι, χωρίς κιμά. Επειδή τους λείπει το κρέας που είχε, προφανώς, η ορίτζιναλ συνταγή έχουν καταγραφεί ως προϊόν συμβιβασμού, ως κάτι όχι ακριβώς γνήσιο.

Και έτσι, χρησιμοποιούμε τη λέξη γιαλαντζί και ως απαξιωτικό χαρακτηρισμό για ένα άτομο που δεν είναι γνησίως αυτό που δηλώνει.

Γιαλαντζί μάγκας, ας πούμε –που είναι μια σχετικά κοινή φράση– είναι ο τζάμπα μάγκας, ο δάγκας, ο Συλβέστερ Σταλόγια, δηλαδή, ο θρασύδειλος, ο λέει-πολλά-αλλά-κωλώνει. Γιαλαντζί ρεμπέτες είναι, σε πρώτη φάση, οι λεγόμενοι αρχοντορεμπέτες και, αργότερα, οι κομπανίες στις οποίες μπαγλαματζής χωρίς πουτσουντί δεν εννοείται. Γιαλαντζί σοσιαλιστές, λέμε τώρα, χαρακτηρίζονται οι θιασώτες του Τρίτου Δρόμου –και ούτω καθεξής. Γενικά, η λέξη μπορεί να κολλήσει σε όλους τους ντεμέκ τύπους που το παίζουν.

Άλλα σχετικά λήμματα: δηθενιά, μαϊμού, μούφα μουσαντέ, πλαστικό.

  1. Για το υβρεολόγιο στον Παπαλουκά, και στον κάθε Παπαλουκά, το μόνο που αναρωτιέμαι είναι αν όλοι αυτοί οι γιαλαντζί μάγκες θα πηγαίναν να του βρίσουν τη μάνα σε έναν δίμετρο επαγγελματία αθλητή έτσι, ένας προς έναν. Και είμαι και βάζελος (τρομάρα μου). (από το siteseein.gr)

  2. (Από συζήτηση σε forum στο www.antinews.gr)

Δεν μιλάω για την Νέα Δημοκρατία, για την χώρα μιλάω. Μιλάω για τα golden boys που νόμισαν ότι έγιναν επενδυτικοί τραπεζίτες και dealmakers, όταν τα μισά διπλώματά τους είναι μαϊμουδίτσες και δεν έμαθαν ποτέ την ευθύνη της διαχείρισης ξένων περιουσιών.

Συγγνώμη, τα golden boys γιαλαντζή δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο έχει και υπεράκτιους. Απλά εκεί η οικονομία και οι πολιτικοί έχουν περισσότερο «βάθος», και οι γιαλαντζή δεν είναι πλειοψηφία.

  1. Δεν μπορεί μια χούφτα παρανοϊκών ελληναράδων μαζί με μια στρατιά πληρωμένων κονδυλοφόρων και εργολάβων διαμόρφωσης κοινής γνώμης να καθορίζουν την εξωτερική πολιτική μιας χώρας καθιστώντας με τις γελοίες ενέργειές τους το όνομα Έλληνας συνώνυμο των λέξεων ανεγκέφαλος, ψευτοπαληκαράς, απροσάρμοστος, ψεύτης, ραδιούργος, κουτοπόνηρος, γιαλαντζί τσαμπουκάς και μάγκας, στο διεθνές λεξικό των λαών του πλανήτη. (από το www.tanea.gr)

  2. Πες μου, αν είσαι γνήσιος Σατανιστής ή γιαλαντζή, για να ξέρω αν θα γελάσω απλά ή θα σου τα σούρω κανονικά.

Αν είσαι βεριτάμπλ... έχω έτοιμες παρθένες για σφάξιμο, οπότε συζητάμε σε αυτό το επίπεδο για να σε περιποιηθώ αναλόγως, μια που θα είσαι στην περίπτωση αυτή διεστραμμένη και εγκληματική φύση.

Αν είσαι γιαλαντζή Σατανιστής, σου συνιστώ ένα καλό ψυχολόγο, μπας και κάποτε γλυτώσεις το πουκάμισο που μπαίνει από μπροστά και κουμπώνει πίσω. (από το www.metafysiko.gr)

  1. Γέμισε ο τόπος γιαλαντζί καπιταλιστές κρατικών επιδοτήσεων, γιαλαντζί πολιτικούς με ράσα, γιαλαντζί μάγκες με στολή και κουμπούρι του κράτους, και το φόρουμ γιαλαντζί λάτρεις της αγοράς (μην ξεχάσετε να ζητήσετε κρατική παρέμβαση πάλι όταν θα πέφτουν οι τιμές...) (από το http://www.capital.gr)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαζί με τον κακσάκα είναι η πλέον συνήθης ελληνοαμερικάνικη βρισιά. Από το son of a bitch = γιος της πουτάνας / σκύλας.

- Γυναίκα, έδωσες κώλο στον ρουφιάνο τον σαναμαμπίτση;
- Τού 'δωσα και μού 'πε να του ξαναδώσω κι αύριο, που θα έχει περισσότερο χρόνο!

Δες και σαραμπαμπίτς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η αμερικάνικη μουσική country καθώς και όλο το σκηνικό της: μπάντζος, δίχρωμα πουκάμισα, τζηνς, ζώνες με αγκράφες 5 κιλών, μπότα κροκοδείλου ή φιδιού, μπόλος και καπέλα στέτσον.

Μερικοί προχωρημένοι το λένε και «βλαχομπίλι» (από το hillbilly).

  1. Το άτομο επαρχιακής συνήθως καταγωγής που «παίζει» με θράσος σε χώρους όπου είναι σαν την μύγα μεσ' στο γάλα.
  1. Δεν το μπορώ το βλαχορόκ...

  2. Καλά, πώς και δεν φάγανε πόρτα εδώ αυτοί οι βλαχορόκ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο-η αμφιφυλόφιλος-η, ο-η μπάι.

Προσοχή Σλάνγκοι! Ο Πέρι είναι αμφί! Μπορεί και να τον δούμε στο μέλλον να γαμεί Λίλιαν και Λάουρα άμα λάχει!

Βλ. και AC/DC

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρτούζα συνειρμών στη λέξη αυτή.

Ο όρος θα μπορούσε να προκύπτει εκ:

α) παράφρασης της λέξης προλετάριος, (δες εδώ και εδώ). Μιλάμε για τον κατ' επίφαση προλετάριο, τον κατ' όνομα προλετάριο που λειτουργεί με χρηματοκεντρικά κριτήρια (λεφτά).

β) της λέξης προ (που παραπέμπει στην αγγλική λέξη pro, εκ του professional που σημαίνει επαγγελματίας) και της λέξης λεφτά. Το πακέτο παραπέμπει δηλαδή σε κάποιον που είναι επαγγελματίας λεφτάς. Και επειδή οι λέξεις προλετάριος - προλεφτάριος μορφολογικά μοιάζουν, ο συγκεκριμένος επαγγελματίας λεφτάς αναδίνει, κάπου στο βάθος, άρωμα προλετάριου. Σε πολλές περιπτώσεις θα μπορούσε να γίνει και επαγγελματική αξιοποίηση αυτού του αρώματος (επαγγελματίας πολιτικός, επαναστάτης, κλπ., δες σχετικά το παράδειγμα 3 και το λήμμα Μαρξορθόδοξος).

γ) εκ της λέξης προ (που παραπέμπει στην αγγλική λέξη pro από professional που σημαίνει επαγγελματίας) και της λέξης left (αριστερός). Εδώ το πακέτο παραπέμπει σε κάποιον που είναι επαγγελματίας αριστερός.

δ) εκ της λέξης προ (που παραπέμπει σε πρώην) και της αγγλικής λέξης left (αριστερός). Εδώ το πακέτο παραπέμπει σε κάποιον που είναι: πρώην αριστερός.

  1. Εκ των παραπάνω συνειρμών, αντιλαμβανόμαστε πως η λέξη ενσωματώνει συναφείς νοηματικές παραπομπές.

Εκφέροντας τον όρο, θα μπορούσαμε βάσει των παραπάνω, να χαρακτηρίσουμε ως προλεφτάριο κάποιον πρώην αριστερό, που έχει από χρόνια αντικαταστήσει το σύνθημα «Νόμος είναι το δίκιο του εργάτη», με το σύνθημα «Νόμος είναι το δίκιο του Σωκράτη», κάποιον κατ' επίφαση αριστερό, κάποιον γιαλαντζί κομμουνιστή, κάποιον Μαρξ εντ Σπένσερ, που 'χει κάνει θεό του, το μαρούλι, τις αστικές απολαύσεις, που 'χει τα ... κονέ, που κάνει τις μπίζνες, που μπορεί να 'ναι και σκαφάτος και που επιδιώκει πάντοτε να τα περνά ζωή και κότα.

Χαρακτηριστικό τύπο προλετάριου που μεταμορφώθηκε σε προλεφτάριο είχε ενσαρκώσει στην ταινία «Ξύπνα Βασίλη» ο Αλέκος Αλεξανδράκης, όπου το κέρδος ενός λαχείου, μετέβαλλε άρδην τον τρόπο ζωής του, μεταβάλλοντας τον από μαχητικό αγωνιστή της Αριστεράς σε άνθρωπο του κεφαλαίου. (Βλ. παραδείγματα 1, 2 ,3)

  1. Στα πλαίσια χιουμοριστικής εκφοράς του λόγου, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ως προλεφτάριο κάποιον παντελώς άσχετο με την αριστερά, που ζει μέσα στη γκλαμουριά και στη χλίδα. (βλ. παράδειγμα 4)
  1. Και εμείς θα καμαρώνουμε για τον άνθρωπό μας που «νίκησε» και μπήκε στη Βουλή, γεμίζοντάς μας προσδοκίες και όνειρα καλοκαιρινής νυκτός, για να γίνει από προλετάριος, προλεφτάριος. Ναι, μιλάμε γι’ αυτόν το μασκαρά που μόλις εκλέχθηκε, έκλεισε το κινητό του… Και πήρε καινούριο, για να μιλάει με επιχειρηματίες. Μιλάμε γι’ αυτόν που μόλις εκλέχθηκε και ζητήσαμε να τον δούμε, μας παρέπεμψε σε κάτι παρατρεχάμενα και θρασύτατα λαμόγια, κάτι ανεκδιήγητους αλεξιπτωτιστές, που ποτέ πριν δεν είχαμε ξαναδεί. Που θεωρούν ότι μας έκαναν χάρη που άκουσαν το πρόβλημά μας, ή το (κατ’ εμάς πάντα εύλογο, αλίμονο) αίτημα μας. Τα θέλει ο οργανισμός μας. Δες εδώ

  2. Ηταν ένας φτωχός προλεφτάριος που για να αποκτήσει αστικές απολαύσεις έγινε επαγγελματίας επαναστάτης και τώρα ζει σε μια χλιδάτη βίλα κάπου στο Παρίσι. Δες εδώ

  3. - Οι προλετάριοι, κατά τον Μαρξ, έπρεπε να επαναστατήσουν γιατί δεν είχαν να χάσουν τίποτα άλλο, πέρα από τις αλυσίδες της σκλαβιάς τους. Τώρα ο προλεφτάριος, αλυσόδεσε τον Μαρξ και 'φύγε με το γκλαμουράτο αμάξι του για το εξοχικό του, δίπλα στο κύμα, αφήνοντας την Αλέκα να παλεύει για την απεργία και τη Λιάνα για την ορθοδοξία.
    - Υπάρχει ένας προλεφτάριος συγγραφέας, στο ίδιο στιλ που περιγράφεις. Απομονώνεται στην παραθαλάσσια βίλα του και αξιοποιεί επαγγελματικά τις αναμνήσεις του ως παλιός λαϊκός αγωνιστής, γράφοντας βιβλία για την ανανέωση της αριστεράς κι άλλα τέτοια. Έτσι θα αποκτήσει περισσότερο μπαγιόκο, που σημαίνει πως θα γίνει πιο προλεφτάριος απ' ότι είναι, θα δώσει ελπίδες στον κόσμο κι αυτοί θα του ξαναδώσουν λεφτά για να γίνει ακόμα πιο προλεφτάριος.

  4. - Που λες, ο φίλος μου, ο Μάνος, είναι προλεφτάριος.
    - Πρώην αριστερός;
    - Ούτε πρώην, ούτε νυν. Μιλάμε για έναν φραγκάτο, που η μόνη κοπιαστική δουλειά που ξέρει να κάνει, είναι να εισπράττει ενοίκια από τα καταστήματα τριών μεγάλων εμπορικών κέντρων που πήρε κληρονομιά από τον πατέρα του.

Μπένυ  (από GATZMAN, 16/03/09)GAP: Ο Θεός μου είπε... μπλα μπλα μπλα (από GATZMAN, 01/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γαμάτος ο αντρούκλας, ο μεγάλος.

Επίσης για θηλυκά συνήθως στο ουδέτερο: μπιτάτο μωρό, μπιτάτο μουνί.

Όταν αφορά αντικείμενο, κάτι πολύ καλό που αξίζει τον θαυμασμό.

Φυσικά, η βαθμολόγηση γίνεται σε μπιτάκια. Όσα πιο πολλά μπιτάκια τόσο ανεβαίνει και το κασέ.

- Πάμε το βράδυ στο καφέ της γωνίας; Δεν έχει καλή μουσική αλλά έχει μπιτάτη σερβιτόρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραφθορά εκ του αγγλικού post-op, το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από σύντμηση του post-operation, δηλαδή μετά την εχγείρηση. Όπου βέβαια «εγχείρηση» δεν είναι ούτε σκωληκοειδής απόφυση, ούτε αμυγδαλές, αλλά η αφαίρεση του κάτω συστήματος, της οικογένειας ολόκληρης, μπαργαλάτσου και αρχιδόμπαλων συμπεριλαμβανομένων. Στην θέση τους προφανώς προστίθεται ψωλότσεπη, η επονομαζόμενη και χοάνη, για τους μη μυημένους μουνί.

Το τραβέλι που έχει κάνει το μεγάλο βήμα είναι πλέον ποστόπι, ενώ οι άλλες οι κραγμένες είναι απλά pre-op και άρα έχουν ακόμη ένα στάδιο μέχρι να χαρακτηρισθούν εντελώς τελειωμένες.

Η έκφραση χρησιμοποιείται τόσο για να περιγράψει κυριολεκτικά άτομο της κατηγορίας Αναΐς από το Παναής, όσο και για να χαρακτηρίσει υποτιμητικά κάποιον που είναι εντελώς φλωρόκουπας και συμπεριφέρεται σαν να μην έχει αρχίδια και τσαγανό.

Το ποστόπι μόνο καταχρηστικά μπορεί πλέον να χρησιμοποιεί εκφράσεις όπως ζμπούτσαμ, στον πούτσο μου λουλούδια και θα μου κλάσεις μια μάντρα αρχίδια, μπορεί όμως θαυμάσια να λέει στο μουνί μου το ιδιότροπο και, αν είναι της περιοχής, μουνί απ' τα Καλάβρυτα.

Απαντάται ενίοτε και στην εισέτι υποτιμητικότερη εκδοχή η ποστόπα, οπότε και συντάσσεται αποκλειστικά με το «ου μωρή».

Προσοχή: Να μη συγχέεται με το τυφλοκόπι. Καμμία σχέση...

  1. - Τι θεόμουνο είναι αυτή η Τζίλντα ρε μεγάλε...
    - Νννναι... Τώρα που είναι ποστόπι εννοείς, διότι πριν από λίγο καιρό ήταν ψωλαρέος με βυζιά.
    - Τι λες τώρα;!!

  2. - Και πώς να της το πω δηλαδή; Θα πάω έτσι εκεί και θα της το ξεφουρνίσω; Θα με πάρει με τις πέτρες. Πώς να το κάνω; Φοβάμαι...
    - Πω πω ρ' αδερφάκι μου, τι ποστόπι είσαι 'συ; Grow some balls ρε μαλάκα! Κι άμα σου πει και τίποτα, ρίξε και κανά δυό ψιλές να κουλάρει το μουνί της λάσπης και του αγρού...

  3. - Σιγά μην πάω να του κάνω θέμα του κυρίου Σκορδοπούτσογλου. Δεκαπέντε τοις εκατό μείωση μισθού δεν είναι και τόσο άσχημα υπό αυτές τις συνθήκες της παγκόσμιας κρίσης και...
    - Ου μωρή ποστόπα! Ου ρε! Χεζμεντέν έτσι; Νταξ ρε μαλάκα, θα πάω μόνος μου να καθαρίσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δόγκας, από το Dogas, που σημαίνει Δούκας στα Ιταλικά

Ρίζα είναι η «Δόγα»: η κάθε κυρτή σανίδα βαρελιού (ιταλικό) doga.

Οι Δούκες, ιστορικά, έλεγχαν τα δουκάτα, περιοχές με αμπέλια και φόρος ήταν τα βαρέλια με το κρασί, από εκεί και το Dogas = Δόγκας ελληνιστί.

Il doga di Venezia e il suo vino.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified