Further tags

Το σουρεαλιστικό, το παράξενο, το bizarre. Λέγεται και για πρόσωπα, αλλά πιο συχνά χαρακτηρίζει αλλόκοτες ή περίεργες καταστάσεις.

  1. Πήγα στο ΙΚΑ και τα 'παιξα. Μου είπαν ότι για να πάρω αριθμό μητρώου ΙΚΑ θέλουν τον αριθμό μητρώου ΙΚΑ. Καλά, μιλάμε για σουρεάλ κατάσταση. Ό,τι να 'ναι!

  2. Πολύ σουρεάλ ο τύπος. Στη δουλειά του έχει Windows, στο σπίτι δουλεύει Linux και χθες ανακάλυψα ότι μετέχει ενεργά στο Open Solaris.

  3. Η Γεωργία με κάλεσε χθες για φάμε μαζί, και το βράδυ ήθελε να μου κάνει σιάτσου. Μιλάμε, το άτομο είναι σουρεάλ.

βλ. και τιραμισουρεαλισμός

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεπερασμένος όρος.

Ο κομψευόμενος. Από το γαλλικό distingué (ο κομψός, αυτός που ξεχωρίζει, που έχει την εμφάνιση και τον αέρα διακεκριμένου ατόμου).

Το γεγονός ότι συχνά η εμφάνιση δεν συνοδευόταν από το ανάλογο περιεχόμενο, καθώς και το ότι στο παρελθόν δεν θεωρούνταν «ανδροπρεπές» να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα ένας άνδρας, το ντιστενγκές πήρε την έννοια του «θηλυπρεπή» (όχι απαραίτητα ομοφυλόφιλου), μη αρρενωπού άνδρα.

  1. Εγώ είμαι εγώ Ευζωνάκι γοργό
    μέσα στον κόσμο τιμημένο
    ποιός ντιστενγκές, ποιός κουραμπιές
    μπορεί να βγει μπροστά σε μένα

(από το παλιό τραγούδι «Ευζωνάκι γοργό»

  1. Κοίτα τον! Παρφουμαρισμένος, στην τρίχα, σνομπ και όλο με το «σεις» και με το «σας»! Πώς να κάνω παρέα με τέτοιο ντιστενγκέ; Να πάμε στο γήπεδο και να φοβάται μην τσαλακωθεί το Αρμάνι;

(από Fotis Nitsiopoulos, 07/06/11)(από Fotis Nitsiopoulos, 07/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γίνομαι ἀμβλύνους, βραδύνους, χοντροκέφαλος κλπ, δηλαδὴ γκαγκά.

Τὸ ἔτυμον προέρχεται ἀπὸ τὴν γαλλική, ὅπως ὀρθῶς σημειοῦται στὸ οἰκεῖο λῆμμα, κατὰ τὴν σειρά: gaga > γκαγκά > γκαγκεύω.

γιατρός:
- Πολὺ καλά, κυρία μου, μπορεῖτε τώρα νὰ σταματήσετε τὰ φάρμακα.
- Ἂχ, ὡραῖα γιατρέ μου, διότι εἶχα ἀρχίσει νὰ γκαγκεύω...

κατερινα γκαγκάκη, κριτής x-factor (από johnblack, 17/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γνωστή μυγοσκοτώστρα, γνωστή και ως φλάϊ κίλλερ.

Πήρε το όνομά της λόγω της ομοιότητας του σχήματός και της μορφής της με την ρακέτα. Φονική μηχανή με μοναδική χρήση τον αφανισμό του ένδοξου γένους της μύγας.

Για την αποτελεσματική χρήση του χρειάζεται να αναπτύξει κανείς ιδιαίτερη τεχνική, η οποία βασίζεται στην απότομη αύξηση της ταχύτητας της μυγορακέτας, έτσι ώστε να μην προλάβει να αντιδράσει το έντομο-στόχος της.

Σύνηθες θύμα τους οι «γενναίες μύγες»

Φλάϊ κίλλερ επίσης αποκαλείται ο αγανακτισμένος ανθρωπάκος που κυκλοφορεί όλη μέρα με μια μυγοσκοτώστρα και έχει ως σκοπό της ζωής του να εξοντώσει τη μύγα που δεν τον αφήνει να χαρεί το παστίτσιο της γιαγιάς του.

- Μου έχει σπάσει τα νεύρα αυτή η κωλόμυγα. Τσάκω τη μυγορακέτα και ξεπάστρεψέ την.

- Ρε, τον είδες το Μήτσο τελευταία; Όλη μέρα με μια μυγορακέτα κυκλοφορεί. Σωστός φλάϊ κίλλερ έγινε.

μυγορακέτα (από CoT, 19/11/09)(από CoT, 19/11/09)(από Vrastaman, 25/11/09)(από Vrastaman, 25/11/09)

Βλ. επίσης βαράω μύγες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αντίθετο του φώλς στις ερωτήσεις κλειστού τύπου τρου-φώλς. Αυτό. Και γαμώ τις σλανγκιές, ε;;

Νταξ, παίζει και στις μεταλλιές όταν αναφέρεται σε άτομα/συγκροτήματα που υποτίθεται το (έπικ και τέτοια) μέταλ άτιτιουντ δεν το πουλάνε, αλλά το βιώνουνε (με έμφαση στο υποτίθεται). Βασικό θέμα στις συζητήσεις έφηβων μεταλλάδων, σχεδόν πάντα χαρακτηρίζει τους μάνογουωρ ως λέξη, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε συζητήσεις χωρίς μεταλλικά συμφραζόμενα για να χαρακτηρίσει τύπο σκληρό και μόνο μπλακ.

  1. - Τι ακούς τα ποζέρια ρε. Μόνο μάνογουωρ που είναι τρου. Γάμα τους τούς πουλημένους τους Λεφτάλικα.

  2. - Νταξ, ο τύπος είναι τρου. Εφτά πιτόγυρα και μισό καφάσι μπύρες για το ζέσταμα...

(από electron, 21/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος έχει δύο αντίθετες έννοιες, και είναι γένους ουδετέρου. Ενώ λοιπόν στα ισπανικά σημαίνει απλά «αγάπη μου» στα ελληνικά το μιαμόρ είναι:

α) το αίσθημα, η γκόμενα μου, το κορίτσι μου, η γυναίκα μου (όταν τα πάμε καλά). Η αλήθεια είναι ότι ο όρος, με αυτή την έννοια, κινείται στα όρια του γουτσισμού.

β) λατίνα ιερόδουλος.

Η έκφραση ξεκίνησε ως ναυτοσλάνγκ και αναφέρεται στα εργαζόμενα κορίτσια που βγάζουν μεροκάματο στα λιμάνια της λατινικής Αμερικής, και οι οποίες αποκαλούν τους πελάτες μιαμόρ (αφότου ο Χόρχε πληρωθεί το μπακάρντι)! Οι έλληνες ναυτικοί, βέβαια, το μετέφεραν στην πατρίδα ως σλανγκ. Έτσι σιγά σιγά πέρασε και στον υπόλοιπο πληθυσμό.

  1. - Θα πάμε για καφέ το απόγευμα;
    - Πάμε αλλά θα είναι και το μιαμόρ.
    - Τι μου το λες; Φοβάσαι μην πίνω απ΄τον καφέ της;

  2. - Πως ξύπνησε η κούκλα μου σήμερα;
    - Καλά αν αναλογιστείς ότι κοιμήθηκα μόνη μου χθες. Είπες ότι θα πας να δεις το ματς, κι εσύ γύρισες στις 5 το πρωϊ. Ωραίο σαββατόβραδο πέρασα...
    - Ναι, μπλέξαμε λιγάκι... Αλλά τώρα θα φέρω στο μιαμόρ μου, πρωϊνό στο κρεββάτι...

  3. - Μαλάκα, στο τελευταίο μπάρκο, έμπλεξα με ένα μιαμόρ, τι να σου πω...
    - Πώς ήταν;
    -Τ ι να σου λέω. Θεά, αλλά και επαγγελματίας. Μου έφαγε ότι είχα βγάλει μέχρι τότε, αλλά χαλάλι της. Τα άξιζε μέχρι τελευταίας δεκάρας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ἑλληνοαμερικλανιά. Προέρχεται ἀπὸ τὸ φαμόζο son of a bitch.

Κάποιες ἀπὸ τὶς ἐκφράσεις αὐτὲς εἶναι ἁπλῆ ἀκουστικὴ μεταφορὰ ἀπὸ τὴν ἀγγλικὴ στὴν ἑλληνικὴ (δηλαδὴ τὸ λείψανο τῆς ἑλληνικῆς, ποὺ ἔμεινε ἀπ' ὅ,τι ἔφερε ὁ μετανάστης τοῦ 19ου αἰῶνος ἀπ' τὸ χωριό του). Ὑπάρχει μόνο διαισθητικὴ κατανόησι τοῦ πνεύματος τῆς λέξεως/φράσεως (βρισιά), καὶ ὄχι τοῦ νοήματος. Παρὰ ταῦτα, δουλεύουν...

(Στραβὸ στόμα καὶ ὗφος new world, ἀγουροξυπνημένος ἀπ' τὸ ἀμερικλάνικο ὄνειρο)

Γουέλ, εἶχα παρκάρει τὸ τρόκι στὴ Λέξινγκτον. Εἶχα βάλει καὶ δυὸ κοράκια στὴ μήτρα. Kέϊμ μπὰκ ἕνα μίνι λέϊτ, κι ὁ κὰπ μοῦ 'χε κόψει τίκετ, ὁ σαραμπαμπίτς.

Τουτέστιν:
Λοιπόν, εἶχα σταθμεύσει τὸ φορτηγάκι στὴ Λέξινγκτον. Εἶχα βάλει καὶ δύο κέρματα 1/4 USD (quarter) στὸ παρκόμετρο (meter). Πῆγα πίσω ἕνα λεπτὸ καθυστερημένος, κι ὁ μπάτσος (cop) μοῦ 'χε κόψει κλῆσι, ὁ son of a bitch.

(από jesus, 26/11/09)

Ὅρα καὶ σαναμαμπίτσης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απευθείας μεταφορά της αγγλικής λέξης off που σημαίνει, πολύ χοντρικά, εκτός. Υπάρχουν ευάριθμες ελληνοποιημένες χρήσεις της λέξης, με διαφορετική σλανγκική αξία η καθεμία (από εξαιρετική έως καθόλου), τις οποίες θα προσπαθήσουμε να καταγράψουμε σε μία καταχώρηση. Κάθε συμπλήρωση ευπρόσδεκτη.

1. Στην έκφραση είμαι οφ.

α) Έχω εξαντληθεί τόσο πολύ που έχω βγει «εκτός μάχης», έχω κατεβάσει ασφάλειες, είμαι χώμα. Πιθανώς σχετίζεται και με την ομώνυμη αγγλική ένδειξη σε συσκευές και μηχανές (on-off). Λέγεται και ως βγαίνω οφ.

i. - Πώς είσαι έτσι ρε σαν το πούτσο μου ξενύχτη;
- Φίλε, από χθες το απόγευμα είμαι στην γύρα. Από μπαρότσαρκα σε μπουρδελότσαρκα τρέχω. Έχω βγει οφ εντελώς.

ii. - Θα στρώσουμε σήμερα το λάπτοπ όπως μου υποσχέθηκες;
- Να τ’ αφήσουμε για αύριο μωρό μου; Όλο το πρωί γαμήθηκα στους δρόμους και τώρα είμαι οφ, λέω να την πέσω.

β) Είμαι τελείως λάθος. Έχω παρανοήσει ολοκληρωτικά μια κατάσταση. Βρίκομαι εκτός θέματος. Αν αυτό επαναλαμβάνεται και με χαρακτηρίζει, έχω ξεφύγει, είμαι αλλού. Πρβλ. και την σχετική χρήση του άκυρος. Επίσης πρβλ. την αγγλική αντίστοιχη to be off που για ανθρώπους σημαίνει βρίσκομαι εκτός, αναχωρώ, ενώ για μηχανές παρουσιάζω βλάβη, είμαι αρρύθμιστος.

i. - ... και με ρωτάει «σ’ αρέσει ο Αλμοδοβάρ;». Ε, και την λέω «για αλλαγή του Χαβίτο καλός είναι». Και γυρίζει και με λέει...
- Αρχηγέ, εδώ ήσουν οφ εντελώς. Ο Αλμοδοβάρ ρε συ δεν είναι αυτός που έγραψε τον δον κιχώτη;

ii. - Μίλα παιδάκι μου σε μένα, πες μου, σε δέρνει ο αλήτης; Γιατί κάτι σφαλιάρες ακούω κάθε βράδυ, κάτι βογκητά...
- Γιαγιά είσαι τελείως οφ, άλλος τις τρώει και βογκάει σ’ αυτή τη σχέση...

iii. - Για πείτε, κι εσείς με προσφυγή στο συμβούλιο της επικρατείας το απαντήσατε;
- ...
- Τι με κοιτάτε ρε παιδιά, τι απαντήσατε στο πρακτικό;
- Μάλλον είσαι οφ. Σήμερα δίναμε ποινικό αν θυμάσαι.
- Ναι ρε, τελευταίο μου μάθημα για πτυχίο είναι.
- Δεν πιστεύω να ξενοίκιασες κιόλας;

iv. - Μπορείς να μου πεις τώρα αυτός τι σκάλωμα έφαγε με μένα; Γιατί με κοιτάει και γελάει, να σηκωθώ και να τα κάνω όλα πουτάνα μες στο λεωφορείο;
- Ξεκόλλα, δεν τον βλέπεις που είναι οφ το άτομο;

γ) Η συμπεριφορά μου, από ηθικής άποψης, έχει ξεπεράσει τα όρια, έχω παρεκτραπεί. Και εδώ προσιδιάζει στο «άκυρος», με την άλλη του σημασία αυτήν την φορά. Αξίζει να αναφέρουμε και τα συνώνυμα ποδοσφαιρικά: είμαι φάουλ και είμαι οφσάιντ, το οποίο μάλιστα περιέχει και την εξεταζόμενη λέξη.

- Αφού χωρίσατε ρε φίλος, τι ζόρι τραβάς που της είπα να βγούμε;
- Είσαι πολύ οφ ρε συ, είσαι πολύ οφ... Αλλά δε φταις εσύ, εγώ φταίω που σε θεωρούσα κολλητό και σου τά ’λεγα όλα...

δ) Ως σύντομη εναλλακτική του είμαι οφλάιν (offline).

- Είσαι στο msn να σου στείλω ένα γαμάτο λινκ;
- Όχι, είμαι οφ τώρα, στείλ' το όμως και θα το δω όταν μπω.

2. Στην Αεροπορία και το Ναυτικό.

Το ρεπό του φαντάρου, αυτή είναι ίσως η πιο ταιριαστή λέξη.

Στους δυο αυτούς κλάδους, λόγω διαφορετικής νοοτροπίας και παραδόσεων από τον στρατό ξηράς, μεγαλύτερων απαιτήσεων για τεχνική εξειδίκευση, λιγότερων εγκαταστάσεων, αλλά και λόγω εισόδου περισσότερων κληρωτών απ' όσων πραγματικά χρειάζονται, πολλοί σμηνίτες και ναύτες μένουν με λίγα ή καθόλου πρωινά καθήκοντα (μάγειρες, γραφείς, σιτιστές κλπ). Όταν λοιπόν συμβαίνει ο κληρωτός να μην έχει υπηρεσία το βράδυ, όχι μόνο βγαίνει εξοδούχος ή διανυκτερεύων, αλλά, κατά παγία πρακτική, μένει εκτός στρατοπέδου έως το μεσημέρι της ημέρας που έχει υπηρεσία, χωρίς να χρεώνεται άδεια. Και αυτό, συνοπτικά, είναι το οφ.

- Πάλι έξω είσαι ρε μουνί;
- Έκανα δυο υπηρεσίες κολλητά και πήρα δέκα οφάκια μαζεμένα.
- Α ρε μοδίστρα, να σ' είχα εγώ στο Πολύκαστρο... Αναβολή θα χτυπούσες με το εικοσιπέντε-μία το δικό μας... Γαμώ τα οφ σας γαμώ...
- Δεν σε χαλούλου καθολούλου...

3. Στην έκφραση οφ τόπικ (off topic).

Σημαίνει εκτός θέματος και χρησιμοποιείται απολύτως κυριολεκτικά σε διαδικτυακές συζητήσεις όπου κάποιος πετάει άσχετα και γαμάει την συζήτηση.

Από εδώ:
«Οπαδικό φόρουμ είμαστε και φυσικά θα υπάρχει και πλακίτσα! Και νομίζω πως σποραδικά οφ-τοπικ δεν μας πειράζουν! Αλλα δυστυχως πολλές φορές χάνεται η ουσία του εκάστοτε τόπικ! Υπάρχει και το Ο,τι να 'ναι για οφ τοπικ που είναι ον τοπικ!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φακάτη (γκόμενα) = η γαμιστερή (και γαμάτη) η πολύ ωραία και επιθυμητή ([σλουρπ]...)

- Όλες οι φακάτες, στα πρωϊνάδικα μαζεύτηκαν.
- Μρρρρρρρ!

π.χ. (από spydel, 26/11/09)(από pvnrt, 26/11/09)

από το αγγλικό fuck

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνικό επιφώνημα τρέντι αφύπνισης προς κάποιον που βρίσκεται εκτός πραγματικότητας.

Νεοεισαχθείσα αμερικλανιά εκ του «hellooo!», που χρησιμοποιείται με το ίδιο πνεύμα.

Βλ. επίσης: Χελώνα, κούκου!, ξεκόλλα!, πάρε το μηδέν!, εκτροπή του a-hellow, πας καλά;

- Έκπληκτος αρχιδιευθυντής ζήτησε επιβεβαίωση ότι άκουσε καλά όταν τα χείλη μου σχημάτησαν τις λέξεις «βρε δημήτρη μου, αυτή η διαδικασία υπάρχει από τότε που βγήκαν οι λάσπες» - «οι ποιες;» - «οι λάσπες. Άντε από τότε που βγήκε το νερό και το χώμα, από τότε που άρχισε η γη να γυρίζει; χελόου
(Μες, εδώ)

- χαλοου ειμαι τριχοφοβικη
(Μαριαχόμορφη, εδώ)

- χελοου = hellooo = αμερικανικη βλακεια απο τα 16χρονα brats...μην το λετε ρε παιδια ελεος...gayiko ειναι..
(εδώ)

(από Khan, 03/12/09)(από Khan, 03/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified