Further tags

Επίσημη ερμηνεία: σούπα ψαρικών (από Γαλλία ή κάτι τέτοιο, τέσπα, δε βαριέσαι...)

Όπως και πολλά άλλα βρώσιμα (χαλβάς, μάπα, αγγούρω - ή, κατά προτίμηση, ''μωρή αγγούρω'' - κλπ, κλπ), ο όρος χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις διενέξεων, όταν όμως δεν υπάρχει σαφής πρόθεση προσβολής της δημοσίας αιδούς μέσω εκχυδαϊσμού. Κοινώς, σε λάιτ καβγάδες.

- Μανδάμ το ''STOP'' δεν το είδες; Αμ, έτσι μάθατε, πιάσατε ένα τιμόνι κι όποιον πάρει ο Χάρος!

- Κύριε σας παρακαλώ, να μιλάτε καλύτερα. Συγχύστηκα, θα καταρρεύσω!

- Βρε άει τράβα να πλύνεις κάνα πιάτο!

- Να πας εσύ! ΦΙΟΓΚΕ!

- ΠΟΙΟΝ ΕΙΠΕΣ ΦΙΟΓΚΟ ΜΩΡΗ ΜΠΟΥΓΙΑΜΠΕΣΑ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O μαφιόζος. Αναγνωρισμένο μέλος της μαφία, ιεραρχικά πιο σημαίνων από τον απλό σκαπανέα γκάνγκστερ. Παίζει πάρα πολύ σε ταινίες του Μάρτιν Σκορσέζε, με Ρόμπερτ ντε Νίρο και Τζο Πέσι, όπως π.χ. Casino, The Goodfellas κ.α.

Ο wiseguy ελπίζει να ανοίξουν τα αφεντικά κάποια στιγμή από καιρού εις καιρόν τα κιτάπια τους και να χριστεί ως ένας made guy, δηλαδή φτασμένος, οπότε απολαμβάνει απόλυτο ρισπέκ και κανείς δεν μπορεί να του χώνεται (fuck around with him).

Δείτε καλύτερα το α' μήδι, στο 2:43

Στο 2:43 (από allivegp, 25/01/11)(από allivegp, 25/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ελληνική μετάφραση / παράκουση του mother fucker.

- I'm the best morofokas in the whole world!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη που προέρχεται απο το συνδυασμό των λέξεων τρόμπας + ρόμποκοπ.

Δηλώνει τον υπέρτατο βαθμό ηλιθιότητας και μαλακίας (βλ. και τρομπάρω). Συχνά υποψήφιος για το πολυπόθητο βραβείο Τρόμπελ.

  1. - Πήγε κι έπεσε μέσα στην πισίνα ο μαλάκας..
    - Ναι, και;
    - Ήταν άδεια..
    - Ρέ τον τρόμποκοπ

  2. (σε φανάρι πολυσύχναστου δρόμου)
    - Ρε τρόμποκοπ ξεκίνα επιτέλους! άναψε πράσινο εδώ και δύο λεπτά!

"THIS IS A PICTURE OF ROBOCOP ON A UNICORN. YOUR ARGUMENT IS INVALID." (από patsis, 06/08/11)(από patsis, 06/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συχνότερο στον πληθυντικό: μπούκηδες.

Εμφανίζεται (ιδιαιτέρως στον πληθυντικό αλλά με σαφώς μικρότερη συχνότητα) και σαν:

  • μπούκι (ο / το) με πληθυντικό μπούκια (τα)
  • μπουκ (ο) τόσο άκλιτο όσο και με πληθυντικό μπούκις που έχει ήδη καταγράψει ο poniroskylo.

    Προέρχεται από το αγγλικό bookie / bookmaker: αυτός που δέχεται στοιχήματα.

Σημαίνει τον πράκτορα στοιχημάτων / στοιχηματατζή. Στον πληθυντικό σημαίνει συλλήβδην τα γραφεία και τις εταιρείες στοιχημάτων (διαδικτυακές και μη) αλλά και ολόκληρη τη στοιχηματική αγορά.

Γενικά, οι μπούκηδες δεν χαίρουν της καλύτερης φήμης ως προς την εντιμότητά τους. Θεωρείται κοινό μυστικό πως συχνά πυκνά χειραγωγούν μέσω αφανών κυκλωμάτων και διασυνδέσεων παράγοντες, παίκτες, διαιτητές στήνοντας αγώνες κι ό,τι άλλο αποτελεί αντικείμενο στοιχήματος με σκοπό να τ’ αρπάξουν χοντρά από αρρωστημένους τζογαδόρους – κορόιδα.

Υπάρχει και το μπουκάδικο που σημαίνει

  • το πρακτορείο στοιχημάτων (σπανίως έτσι αποκαλούνται τα πρακτορεία του ΟΠΑΠ)
  • (σπανιότατα) όταν αναφέρεται σε μια ομάδα σημαίνει πως τ’ αφεντικά της είναι λαμόγια που πουλάνε παιχνίδια ή κανονίζουν το αποτέλεσμά τους για τα γκαφρά.

    Παράνομα ή και νόμιμα έχουν τη φήμη πως συχνά παίζουν το ρόλο του πλυντηρίου μαύρου χρήματος αποτελώντας οργανικό μέλος του συστήματος υπόκοσμος – τραπεζικό / χρηματιστηριακό / επιχειρηματικό κεφάλαιο.

Μοιάζουν με ναούς όπου ο φτωχός, ο μοιρολάτρης, ο ανίκανος να εγκληματήσει οικονομικά κι ο τζογοεξαρτημένος, καταθέτουν τον οβολό τους εν είδει ευχής / παράκλησης / κεριού, ελπίζοντας στον ουρανοκατέβατο οικονομικό παράδεισο ξεκάθαρο σημάδι θεϊκής αγάπης.

Αν μοιάζει τραγικό είναι γιατί απλά, είναι ανθρώπινο.

Παρεμπιπτόντως, «μπούκια» είναι κι ένα Κεφαλλονίτικο παιχνίδι με ξύλινες μπάλες.

  1. Ας φορέσουμε όλοι τους κουβάδες στα κεφάλια μας και πάμε να πολεμήσουμε τους απανταχού μπούκηδες που τις τελευταίες μέρες έχουν σαρώσει τα πάντα.

  2. Το φράξιμο δεν το θεωρώ κάτι αρνητικό. Προφανώς δεν μας συμφέρει, όμως είναι πλέον δικαίωμα του κάθε μπουκ όταν αισθάνεται ότι κάτι ύποπτο γίνεται. Είναι μέρος του παιχνιδιού και το δέχομαι. (…) και εκτιμώ αφάνταστα έναν μπουκ που έχει τα άντερα να υπερασπίσει την αρχική του γνώμη (…) Με αλλά λόγια το ανταλλακτήριο δε λειτουργεί σαν μπούκης. Απλώς χρησιμεύει να ξεφορτωθούν ασύμφορα πακέτα διάφοροι μπούκηδες.

  3. Θα ήθελα λοιπόν να παρακαλέσω όλους τους συμφορουμίτες να σταματήσουν κάπου εδώ τις διαμάχες και να ασχοληθούμε όλοι με τον κοινό σκοπό... να τσακίσουμε τα μπούκια. Ας πάψουμε λοιπόν να τρωγόμαστε σαν τα κοκόρια και να συνεχίσουμε, αυτό που παινευόμαστε εδώ και καιρό δηλ .να είμαστε το καλύτερο στοιχηματικό φόρουμ που κάνει τη μεγαλύτερη ζημιά στα μπούκια.

  4. Ως παράδειγμα αναφέρονται τα 6.000 πονταρίσματα συνολικής αξίας 32,5 εκατ. ευρώ που έγιναν µέσω ένας ασιάτη «μπούκι» στη Βρετανία. Δεν αφορούσαν πάντως όλα τα στοιχήματα ύποπτους αγώνες.

  5. Το Παγκόσμιο Κύπελλο αρχίζει σήμερα και ένα από τα δημοφιλέστερα στοιχήματα είναι ο τρόπος με τον οποίο θα πανηγυρίσει το γκολ ο πρώτος σκόρερ. Οι μπούκις πληρώνουν 5 προς 2 ότι ο παίκτης θα φιλήσει το εθνόσημο στη φανέλα του, οι... τούμπες πληρώνουν 4 προς 1, το βγάλσιμο της φανέλας 9 προς 2, η προσευχή στον Θεό 7 προς 1 και η ακινητοποίηση του παίκτη 9 προς 1.

  6. Στην Αναγνωστοπούλου, δίπλα στον Σημίτη, το πρώτο ξένο μπουκάδικο.

  7. Όντως το έφερε στα ίσια το παιχνίδι το μπουκάδικο και στο τέλος πήγαν να μας παραμυθιάσουν ότι δήθεν πίεζαν αλλά όταν έφταναν κοντά στην εστία έστελναν την μπάλα στα πουλιά. [για την Cska Sofia]

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Αλογομούρης θύμα μπούκηδων (από sstteffannoss, 01/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα του Γιώργου Λεβέντη από το τηλεπαιχνίδι X-Factor, τον Ιανουάριο του 2010. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει αγανάκτηση για μία κατάσταση ή κάποιο πρόσωπο.

  1. - Πόσο ήρθε ο λογαριασμός του τηλεφώνου;
    - Θα σου πω ρε μπαμπά, αλλά μη μου φωνάξεις, γιατί αυτό το μήνα μίλαγα με τον Νίκο στο κινητό λίγες ωρίτσες.
    - Πόσο; Πες μου να ακούσω.
    - Ε να....450 ευρώ.
    - Θα τρελαθώ, θα πηδηχτώ απ' το παράθυρο!

  2. - Τι έγινε από προχθές με τη Μαριάννα;
    - Τσακωθήκαμε λίγο, ψιλοπράγματα μωρέ.
    - Και τώρα είστε οκ;
    - Δεν θα το 'λεγα. Την έχω πάρει 3 φορές και τις έστειλα 5-6 μηνύματα και δεν απαντάει. Άσε, θα τρελαθώ, θα πηδηχτώ απ' το παράθυρο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αρβανίτικο κεφάλι, ο ξεροκέφαλος, το αγύριστο μυαλό, κάποιος που δεν ψάχνει ένα θέμα που δεν καλογνωρίζει και βγάζει βιαστική απόφαση. Κάποιος που αποφασίζει κουτουρού, που δεν διαπραγματεύεται, αλλά θέλει να περνάει το δικό του, κάποιος που παραμένει κολλημένος στις αρχικές του ιδέες ακόμα κι αν τον πείσεις ότι λέει βλακείες.

Πηγή: Γκάτζμαν.

  1. Τι ντελιάπης είσαι μωρ' αδερφάκι μου! Έπρεπε να το ψάξεις πριν αγοράσεις. Πάλι γουρούνι στο σακί πήρες.

  2. Τι ντελιάπης είναι αυτός ρε; Ήθελε ντε και καλά να πάμε διακοπές στην Πάρο. Τόσες εναλλακτικές προτάσεις κάναμε. Εκεί αυτός! Πάρο και μόνο Πάρο.

Le Con de Liapis (από Vrastaman, 20/02/11)Τζερονύμο Λιάπης. Φημολογείται πως το pc του είναι dell.Αρα Ντελιάπης; (από GATZMAN, 20/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με πιθανή ετρουσκική ρίζα, μας προέκυψε από το γαλλικό histrion.

Ηθοποιός, αλλά και παντόμιμος στην αρχαία Ρώμη και συχνότατα απελεύθερος, έκανε κολεγιά με άλλους σχηματίζοντας κάτι σαν μπουλούκι. Ελάχιστοι έχαιραν εκτίμησης.

Κατά τον πρώιμο μεσαίωνα είχε εξελιχθεί σε περιπλανώμενο καλλιτέχνη ευρείας ...γκάμας, που διηγούνταν ιστορίες, έπαιζε μουσική, τραγουδούσε, χόρευε, μέχρι και ζώα εκγύμναζε, ώστε να μην παραπονιέται ο λαουτζίκος για φτωχό θέαμα. Σχημάτιζαν συντεχνίες που κυνηγήθηκαν από εκκλησιαστικές κι άλλες Αρχές, πράγμα που κάτι υπονοεί για το ποιόν των παραστάσεών τους.

Απ’ το υπερβολικό του παιξίματός τους προήρθε το ιστριονικός: θεατρινίστικος, μελοδραματικός, υπερβολικός σε χειρονομίες, ένταση συναισθημάτων κι έκφραση.

Υπάρχει και η αντίστοιχη διαταραχή της προσωπικότητας (Histrionic personality disorder), που αποτελεί και όρο της Ψυχολογίας για να περιγράψει άτομα που με τέτοια συμπεριφορά επιζητούν να είναι το επίκεντρο της προσοχής, συχνά χειραγωγώντας τους γύρω τους.

Τον ξεχασμένο όρο ξέθαψε ο Μάριος Πλωρίτης με ένα άρθρο του στο Βήμα της Κυριακής, με τίτλο «Ο ιδιοφυής ιστρίων», με το οποίο κατευόδωνε το Δημήτρη Χορν.

Ο ευφυής Πλωρίτης διαισθανόμενος, ίσως, τον θλιβερό σοδομισμό του «θεατράνθρωπος» (βιρτουόζικα περιγραφόμενο από τον HODJAS), δεν τεμπέλιασε διανοητικά καταφεύγοντας στα εύκολα: χάραξε όριο που, ως τώρα, δεν τόλμησαν ούτε να προσπεράσουν, ούτε να κλισάρουν οι δημοσιογραφίσκοι επιπέδου «άμα σε θέλει το γυαλί, τύφλα να 'χει η σχολή», βάζοντας τον φίλο του από τη μια και τα λιμά απ’ την άλλη.

Το άρθρο είχε κάνει αίσθηση, με πλείστους όσους πράσινους απ’ τη ζήλια να τρώνε σκόνη σε ανήλιαγες καβάντζες, προσπαθώντας να βρουν τι θέλει να πει ο ποιητής, ψάχνοντας σε παλιές εκδόσεις των χρησιμότερων βιβλίων από την ανακάλυψη της γραφής.

(εν είδει σπεκ στον HODJAS)

Από το άρθρο (25/01/1998) του Μάριου Πλωρίτη στο Βήμα της Κυριακής με τίτλο «Ο ιδιοφυής ιστρίων» με το οποίο κατευόδωνε το Δημήτρη Χορν.

…Ποιο είναι, αλήθεια, το γνώρισμα και το χάρισμα του σπουδαίου ηθοποιού, του μεγάλου «ιστρίωνα»; Ο «μαγνητισμός» που εκπέμπει, η «γοητεία» του, η «λαμπερότητά» του -κατά πώς λένε, εύκολα και κοινότοπα; Πολύ περισσότερο -νομίζω- η ικανότητά του να δίνει διαστάσεις και προεκτάσεις σε κάθε ρόλο, πέρα απ' το γραπτό κείμενο, όσο υψηλό κι αν είναι αυτό…

Μοντυπαιθονικό νοσοκομείο για την ιστριονική διαταραχή προσωπικότητας. (από Khan, 21/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άντρας ή γυναίκα με πρόσωπο όχι απαραιτήτως άσχημο, αλλά που μοιάζει με καρτούν, έχει δηλαδή κάτι το αστείο, ή που θυμίζει ζωάκι, ή που, απλά, είναι συνηθισμένο μέχρι αηδίας. Κυρίως όμως λέγεται για ασχημόπαπα.

- Τι λέει η καινούργια γειτόνισσα;
- Γαμώ τα παιδιά.
- Ωραίο μουνί;
- Συμπαθητική.
- Με άλλα λόγια: μπάζο.
- Όχι μωρέ, απλώς είναι λίγο φάτσα καρτούν.
- Μανάρα;
- Στρουμφ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αποκλειστικά τουριστικό μέρος, θέρετρο, κατάστημα, εστιατόριο, αλλά και προϊόν (φωτογραφία, ντοκιμαντέρ, ρούχο, κόσμημα, αντικείμενο κλπ).

Είναι συνώνυμο της μέτριας έως κακής (και πάντως κιτς) πχιόττας.

- Πάμε να φάμε προς Πλάκα μεριά;
- Μπα, αηδίες είναι όλα εκεί, πολύ τούριστ.
- Ε κάτι θα βρούμε, δε μπορεί.

Got a better definition? Add it!

Published