Further tags

Υποτιμητικά ο άσχετος οδηγός. Βγαίνει από το ψευδώνυμο του ραλίστα Βαρδινογιάννη.

Τι έκανε ρε ο τζίγκερ; Το γάμησε τ' αμάξι!

EΛΛΗΝΙΚΟΤΑΤΟ! (από BuBis, 26/10/09)Γιάννης Βαρδινογιάννης (Τζίγκερ) (από panos1962, 31/10/09)... του φέρνει λίγο, έτσι; (από patsis, 10/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος οδηγού που ενδημεί στην τιμημένη πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας. Μπορείς παντού να κάνεις μαλακίες με το αμάξι, από μανουριές και ταρζανιές μέχρι να γίνεσαι χάρος ή σπαζαρχίδας, όταν μιλάς στο κινητό και χάνει όλη η κοινωνία το φανάρι για να στρίψει αριστερά.

Για να γίνεις μιναρολεβιές, όμως, πρέπει να κλείνεις τη Μαιζώνος επειδή θες να ανέβεις την Αράτου και ξέμεινες στη μέση, να διπλοπαρκάρεις το έντρυ μοντέλο της Πόρσε μπροστά στη Ραδινού ή να διπλοπαρκάρεις (πάλι) στη Μαιζώνος (δυο βήματα απ' το προηγούμενο σημείο), επειδή πρέπει να αφήσεις τη γκόμενα στην 'Όλγας. Σημειωτέον ότι σε εκείνο το σημείο και η πρώτη σειρά παρκαρίσματος είναι παράνομη.

Το επιστέγασμα μιναρολεβιέ, το οποίο, δυστυχώς δεν θα συνοδευτεί από ντοκουμέντο, είναι το εξής έργο μοντέρνας γλυπτικής. Δύο παπάκια, παράλληλα μεταξύ τους, κάθετα στο πεζοδρόμιο και συνδεόμενα με μαδέρι που ακουμπάει ανάμεσα στη σέλα και το τιμόνι, βρίσκονται διπλοπαρκαρισμένα και φυλάνε την κενή θέση παρκαρίσματος μπροστά από ξυλουργείο. Τύπος τριπλοπαρκάρει το άθλιο αγροτικό του για να πάει στο τυροπιτάδικο που βρίσκεται απέναντι, και του οποίου ο ιδιοκτήτης μουφάρει ασύστολα ότι οι μπουγάτσες του είναι καλύτερες από της Θεσσαλονίκης, γιατί αυτός «τους ξέρει αυτούς». Η Κορίνθου είναι σχεδόν κλειστή.

Πρέπει, εν κατακλείδι, να είσαι ταυτόχρονα και μινάρας και λεβιές, μάλλον υποτιμητικός χαρακτηρισμός οδηγού. Αν και από μόνο του το λεβιές παραπέμπει σε αρνητικούς φαλλικούς συνειρμούς που θα έκαναν τον Μέγα Αντιπατρινό Φρόυντ να κοκκινίσει.

Τα ως άνω παραδείγματα αποσκοπούν στο να πείσουν τον αναγνώστη ότι το είδος όντως ενδημεί στην Πάτρα και ότι ο μαλάκας πατρινός οδηγός έχει μια διαφορετική χροιά, οπότε αξίζει μια ειδική ορολογία.

Με το παρόν λήμμα, εισηγούμαι την ένταξη του μαθήματος «Πατρινογνωσία» στο πρόγραμμα σπουδών όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης.

(πραγματικό γεγονός, το αρχοντικό-υπεράνω-γαμάω-τάω ύφος του τύπου ήταν όλα τα λεφτά)
- Ρε μινάρι, σου λέω ανέβαινα χτες την Καρόλου και ένας θεός μιναρολεβιές είχε διπλοπαρκάρει αριστερά στο δρόμο, αλάρμ τίποτα, στ' αρχίδια του, και έδινε επικά γλωσσόφιλα στην πατσόλα γκόμενα ενώ γύρω του γινόταν ο χαμός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μειωτικός / ειρωνικός χαρακτηρισμός για άτομα μεγαλομεσαίας ηλικίας. Παρά το γεγονός ότι ο πραγματικός Μπάρμπα-Μπρίλιος (όχι αυτός με τον γάλο, αυτός του ορισμού μας) είναι 60+, συμπεριφορά Μπάρμπα-Μπρίλιου μπορούν να έχουν και νεότεροι αλλά πάντα άρρενες.

Στο πρόσωπο του Μπάρμπα-Μπρίλιου, συγκεντρώνονται όλα τα θαυμαστά χαρακτηριστικά της νεοελληνικής ιδιοσυγκρασίας:

  • Παντελής έλλειψη επικοινωνίας με το περιβάλλον (ως επίσης και περιφερειακή όραση).
  • Απόλυτος σταρχιδισμός για όλους και όλα γύρω του.
  • Ταχύτητα κίνησης που θα ζήλευε και ο Αφρικανικός μεγαλοσαλίγκαρος (σε εποχή ανάπαυσης).
  • Εικόνες, πολλαπλά τάματα και λαμπάδες στον Άγιο Ωχαδερφέ και στον Όσιο Έλαρεπαιδίμουτώρα.
  • Η «κοινή λογική» είναι αντικείμενο της προχωρημένης κβαντομηχανικής (μακριά από μας).

Η ομοιότητα με παρόμοιες εκφράσεις, έγκειται στο πρώτο συνθετικό «Μπάρμπας». Παρόλο που επί της ουσίας σημαίνει «Θείος», η λέξη χρησιμοποιείται για να προσδώσει έναν ειρωνικό τόνο για άτομα με «επαρχιώτικη» νοοτροπία, ήτοι απλοϊκά / κουτοπόνηρα ή αργά (φυσικώς ή / και πνευματικώς), σε σχέση με τα «γατόνια» των μεγάλων πόλεων. Παράδειγμα ο Μπάρμπα-Γιώργος (βλ. παράδειγμα του acg εδώ) και τον Μπάρμπα-Μυτούση (από το cult αναγνωστικό Δημοτικού του 1975). Ο Μπάρμπα-Μπρίλιος, μπορεί να είναι και Διαστημόβλαχος, αλλά συνήθως είναι κάτοικος πόλης.

Στο ίδιο μοτίβο λοιπόν, ο χαρακτηρισμός Μπάρμπα-Μπρίλιος, χρησιμοποιείται κυρίως για τους μεσήλικες / υπερήλικες οδηγούς, που συνδυάζουν ένα ή περισσότερα από τα εξής αξιόλογα χαρακτηριστικά:

  • Αυτοκίνητο 20ετίας ή ολοκαίνουργιο στα 1000cc (τα καθίσματα εννοείται ότι έχουν ακόμη το σελοφάν).
  • Διάφορες παπαριές κρεμασμένες στον κεντρικό καθρέφτη
  • Περιμετρικά «μαμίσια» ή Autoplus προστατευτικά Bumper Protector (ναι, ακόμη και στους προφυλακτήρες, το οποίο είναι οξύμωρο εξ ορισμού αλλά τέλος πάντων).
  • Αυτοκόλλητο χάρτη Ελλάδας (στραβοκολλημένο) – εναλλακτικά διάφορα αυτοκόλλητα ανάλογα με το τι ψώνιο έχει ο κανακάρης του.
  • Σχάρα old school (στραβωμένη από το βάρος των διαφόρων που τοποθετούνται κατά τας εξορμήσεις «στο χωριό»).
  • Κοτσαδόρο με ή χωρίς μπαλάκι του τέννις (εννοείται ότι δεν ρυμουλκεί τίποτα, είναι για να μην παρκάρουν κοντά του) – εναλλακτικά (σε extreme Μπρίλιο), αυτά τα ηλίθια κουτιά για σκύλους, που θα έπρεπε να έχουν κηρυχθεί παράνομα με ποινή επιτόπου πυροβολισμού του οδηγού εδώ και πάρα πολύ καιρό.
  • Αλλήθωρα φώτα (πορείας, ομίχλης ή και τα δύο) τα οποία σε ξεγκαβώνουν.
  • Αναμμένα πίσω φώτα ομίχλης γιατί μπέρδεψε τα συμβολάκια με το ξεθαμπωτήρι του πίσω τζαμιού.

Σημείωση: Εφόσον συνδυάζονται όλα τα παραπάνω, είναι προφανές πως έχουμε να κάνουμε με μια έξτρα κατηγορία, στον υπάρχοντα εξαίρετο ορισμό των Καγκούρων: Μπαρμπακάγκουρας (πιο ανεπτυγμένος από τον Ανυποψίαστο Γονέα στο ίδιο λήμμα).

Ανεξαρτήτως όμως του συνδυασμού των παραπάνω χαρακτηριστικών, ο Μπάρμπα Μπρίλιος φαίνεται κυρίως από τη συμπεριφορά του στον δρόμο. Είναι ο τύπος ο οποίος:

  • έχει πιάσει στασίδι με 50 στην αριστερή λωρίδα και δεν καταλαβαίνει γιατί όλοι τον μουντζώνουν και κορνάρουν
  • πάει μπροστά σου με 20 χ.α.ω. σε στενό από το οποίο δεν έχεις διαφυγή
  • κάνει 15’ να παρκάρει το ρημάδι σε χώρο για τριαξονική νταλίκα
  • βγαίνει παγανιά στην Εθνική έχοντας φορτωμένη την Άρτα και τα Γιάννενα στο όχημα (γιαγιά με την κουνιστή πολυθρόνα στη σχάρα κλπ). Προφανώς το Sunny πάει με το ζόρι 80, τα πίσω λάστιχα έχουν κάνει γωνία τύπου κωλοφτιαγμένου BMW 2002 και τα φώτα στο Θεό από το βάρος.
  • αλλάζει από 1η σε 2α αφού το στροφόμετρο έχει φτάσει στις 9000 σ.α.λ. βγαίνουν καπνοί και τα πιστόνια φαίνονται ανάγλυφα στο καπώ
  • πάει με 100 στην ευθεία και πλακώνεται στα φρένα πριν από ΚΑΘΕ στροφή για να μπει με 30 (γενικώς υπάρχει ένας μαγνητισμός με το πετάλι του φρένου τον οποίο μελετούν στο CERN αλλά δεν βλέπω να βγάνουν άκρη)
  • όταν χιονίζει, βάζει τις αλυσίδες όπου λάχει (ακόμα και διαγωνίως!) και συνεχίζει ακάθεκτος ακόμη και στην άσφαλτο – απαραίτητο αξεσουάρ, ο χιονάνθρωπος στο καπώ.

Προφανώς ότι και να κάνεις (φώτα, κόρνα, βρισιές, μολότοφ, χειροβομβίδα, RPG, Milan), ο τύπος δεν καταλαβαίνει Χριστό και μάλιστα τα παίρνει στην κράνα που τον ενοχλείς. Αν δε πετύχεις και τον απόλυτο συνδυασμό: 70άρης με καβουράκι / τραγιάσκα, γιλέκο-σακκάκι, την «κυρά» από δίπλα (με τσάντα στην αγκαλιά) και σκαραβαίο (μεγαλύτερης ηλικίας από τους επιβάτες συνδυαστικά), τότε έχεις εξασφαλισμένη θέση στο Δαφνί.

Πλήρης αντίθεση, ο γκαζόβλαχος.

Οποιαδήποτε βόλτα σε Ελληνικό αστικό δρόμο και Εθνική Οδό.

Βλ. επίσης φωτό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο/η οδηγός που γουστάρει (καυλό-) να γκαζώνει (-γκαζο) πολύ και να τρέχει με το αμάξι. Έχουμε σχήμα συνεκδοχής, δηλαδή χρησιμοποιείται το γκάζι για να δηλώσει τον οδηγό (όπως όταν λέμε π.χ. γερό τιμόνι).

- Καυλόγκαζο είσαι Δημητρούλα ε; Το τρέχεις το αμάξι βλέπω!
- Ε, άμα είμαι στην εθνική του δίνω να καταλάβει!

Ο κ. Καυλόγκαζος μετά της συζύγου, σε χαλαρωτική και ρομαντική τσάρκα με το παϊτόνι. (από patsis, 29/06/09)

Βλέπε και ο φονέας των δρόμων, καυλοτίμονος, γκαζοφονιάς, χάρος. Ο όρος επίσης αναφέρεται και στο όχημα, εκτός από τον οδηγό, π.χ.: καυλόγκαζο μηχανάκι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκνευρίζομαι σε εκρηκτικό βαθμό, νευριάζω πολύ και απότομα, τα παίρνω στο κρανίο, μου ανάβουν τα λαμπάκια, με πιάνουν τα διαόλια μου. Όλο αυτό συνήθως πυροδοτείται από κάτι εξωφρενικό που συνέβη και μ' αγγίζει, ίσως μια θρασεία συμπεριφορά που στρέφεται εναντίον μου, χωρίς να αποκλείονται όμως τυχαία περιστατικά που δεν έχουν να κάνουν με ανθρώπους.

Βασικό στοιχείο της σημασίας της έκφρασης είναι ότι, για τον άνθρωπο που παίρνει ανάποδες πρόκειται για εξαίρεση στον προσωπικό του κανόνα - δεν μιλάμε δηλαδή για γενικά ευέξαπτο άνθρωπο. Ίσως θυμίζει τον χαρακτηρισμό ανάποδος αλλά και την έκφραση «θα με μάθεις κι απ' την καλή κι απ' την ανάποδη», δεν προέρχεται, ωστόσο, από εκεί αλλά από το λεξιλόγιο των μηχανών εσωτερικής καύσης.

Τα κινητά μέρη μέσα στον κινητήρα (έμβολο κλπ) πρέπει να ακολουθούν πάντα μια προδιαγεγραμμένη και απολύτως συγχρονισμένη πορεία για να καεί το καύσιμο και να αποδώσει έργο. Το έμβολο (ή πιστόνι) κινείται γραμμικά, δηλαδή πάνω-κάτω μέσα στον κύλινδρο, ο διωστήρας (ή μπιέλα) μετατρέπει την κίνηση από ευθύγραμμη σε περιστροφική και την μεταδίδει στον στροφαλοφόρο άξονα. Από κει, πολύ-πολύ απλουστευτικά, μεταδίδεται στις ρόδες (αν μιλάμε για αυτοκίνητο) και τις περιστρέφει.

Η περιστροφική κίνηση της μπιέλας σε μια ορισμένη μηχανή γίνεται πάντα με συγκεκριμένη φορά, δεξιόστροφα ή αριστερόστροφα. Έλα όμως που σε κάποιες μηχανές υπάρχει η πιθανότητα, η μπιέλα και συνεπώς και ο στροφαλοφόρος και όλο το σύστημα να περιστραφούν αντίθετα απ' ό,τι πρέπει. Τότε λέμε ότι η μηχανή «παίρνει ανάποδες στροφές».

Από την μηχανολογική σκοπιά του πράγματος δυο περαιτέρω στοιχεία μας ενδιαφέρουν για το λήμμα: Πρώτον, ότι η μηχανή παίρνει ανάποδες στροφές εκεί που δεν το περιμένεις, ιδίως στην εκκίνηση και, δεύτερον, ότι η συμπεριφορά της μηχανής γίνεται ιδιαίτερα βίαιη, αφού λειτουργεί εντελώς αντίθετα στις κατασκευαστικές της προδιαγραφές, ακούγονται από μέσα σπαραχτικοί και εφιαλτικοί ήχοι και, αν δεν την σβήσεις, μάλλον θα σου βαρέσει μπιέλα και θα την πάρεις στο χέρι ή στην μασχάλη, που λέει κι ο επαγγελματίας.

Σημειώνω σαν trivia:
1. Μάλλον μόνο οι δίχρονες μηχανές μπορούν να πάρουν ανάποδες στροφές ή κυρίως αυτές.
2. Το φαινόμενο, γενικά, εννοείται ότι δεν είναι συχνό.
3. Μερικές μεγάλες ντιζελομηχανές πλοίων είναι φτιαγμένες να δουλεύουν και ανάποδα, αντί άλλου συστήματος, για την «όπισθεν».

  1. Από εδώ:
    Δεν με νοιάζει αν είστε κάποιοι κονομημένοι, μαγαζάτορες, άεργοι Ή απλά ηλίθιοι και μαζόχες. Άμα ακούω άνθρωπο να λέει καλά κάνουν και κόβουν τους μισθούς και τα δώρα παίρνω ανάποδες. Στις συναναστροφές μου έχω αρχίσει τα μπινελίκια σε όσους αρχίζουν τέτοιες πα... ιές.

  2. Από εδώ:
    θα μπορούσα να αναρωτηθώ «πόσο μαλάκες είμαστε;» Ήρθαν χθες τα τέλη κυκλοφορίας του αμαξιού μου και πήρα ανάποδες. 202 ευρώ από 168 αύξηση 20%. Και εγώ φέτος πήρα αύξηση 3%. Τι σχόλιο να κάνω για να μην αρχίζω να βρίζω τον ανιψιό του θείου, τον bonnet du cheval και τους λοιπούς μαθητευόμενους μάγους;

  3. Από εδώ (διασκευή):
    Και μια τελευταία ερώτηση... μάλλον από τα xp είναι το πρόβλημα. όταν παίζω και πάω να κερδίσω (πέντε με έξι φορές μου το έχει κάνει) μου βγάζει ένα μήνυμα ότι πρέπει να τερματιστεί το Online.exe και ζητούμε συγνώμη (μας υποχρέωσες) κτλ (ο Υ/Η είναι καθαρός ούτε virus ούτε τίποτα). Πως μπορώ να το διορθώσω αυτό το πρόβλημα;... Παίρνω ανάποδες να μου τερματίζεται. Παίζω με το άγχος μην μου τερματιστεί γιατί αν τερματιστεί την ώρα που παίζω, χάνω και το θέμα είναι να χάνω όταν δεν παίζω καλά και όχι επειδή το θέλει ο υπολογιστής με τα errors του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Mάχιμος / μαχιμότητα: Υπάρχουν ήδη 2 ορισμοί, σωστοί πλην τηλεγραφικού χαρακτήρα, οι οποίοι επιβάλλεται όπως ενσωματωθούν σε ένα ευρύτερο πλαίσιο.

Μάχιμος είναι:

1α. (Στρατός Ξηράς) Ο υπηρετών σε μονάδα εκστρατείας, ανεξαρτήτως της ειδικότητάς του, π.χ. μπορεί να είναι και εσχαρέας (μάγειρας). Όπως όμως τα πάντα σ' αυτή τη ζωή είναι σχετικά, έτσι και η μαχιμότητα είναι σχετική: ακόμη και η πιο προβλεπέ και μαύρη μονάδα εντός των συνόρων, δεν συγκρίνεται με το να πας ως Ειρηνευτική Δύναμη σε εμπόλεμη περιοχή (Βοσνία, Αφγανιστάν κλπ). Τότε η μαχιμότητά σου αγγίζει - και ενίοτε ξεπερνά - τα όρια της στρατοκαυλίασης.

1β. (Πολεμικό Ναυτικό) Ο υπηρετών σε πολεμικό πλοίο και όχι σε υπηρεσία ξηράς (γραφειάς/γραφειάκιας). Λέγεται και στολαίος, επειδή υπηρετεί στο Στόλο. Ο όρος αναφέρεται πλέον μόνο σε καραβανάδες (μονιμάδες), καθώς οι ναύτες (κληρωτοί), που έχουν φύγει απ' τα πλοία εδώ και 4-5 χρονάκια, τοποθετούνται για όσο κρατά η θητεία τους μόνο σε υπηρεσίες ξηράς. Οι στολαίοι παίρνουν και κάτι ρημαδολεφτά παραπάνω (επίδομα Στόλου), αλλά τι να το κάνεις αν τρώς στη μάπα τη λαμαρίνα μια ολόκληρη ζωή... Οι στολαίοι κράζουν τους γραφειάκηδες, δε θα τους χάλαγε όμως καθόλου να βρίσκονταν στη θέση τους.

1γ. (Στρατός γενικά) Ο ένοπλος, αυτός που με βάση το χαρακτηρισμό του, μπορεί να κρατήσει όπλο. Το Ι4 π.χ. δεν είναι μάχιμο, συνεπάγεται άοπλη θητεία. Ο κατεξοχήν γιωτάς είναι βέβαια ο Ι5, όμως και με Ι4 σου κολλάν τη στάμπα. Τip: ακόμη κι αν έχεις υπηρετήσει ως Ι4, μπορείς αφού απολυθείς να το αποχαρακτηρίσεις και να το κάνεις ένα πεντακάθαρο Ι1, αν βέβαια έχεις τις σωστές άκρες.

1δ. (Στρατός γενικά) Οι par excellence μάχιμοι είναι ασφάλουσλυ οι άνδρες (εσχάτως και γυναίκες) των Ειδικών Δυνάμεων: καταρχήν Ο.Υ.Κ.άδες (σλανγκιστί βατράχια ή οΰκια), επίσης λοκατζήδες, καταδρομείς, αλεξιπτωτιστές κ.α. Άπαντες πάσχοντες από οξεία στρατοκαυλίτιδα.

1ε. Αυτός που εχει εντρυφήσει στα μυστικά των πολεμικών τεχνών (καράτε, κικ-μποξ κτλ) και ωσεκτουτού είναι επαγγελματίας δείρτης και απεχθάνεται - ωιμέ! - το κλασικό ελληνικό βρομόξυλο. Σημασία που εντάσσουμε καταχρηστικά στις στρατιωτικές.

  1. Γενικά ο ενεργητικός άνθρωπος, ο ακαταπόνητος, αυτός που δεν το βάζει κάτω στις δυσκολίες, αυτός που δε μασάει με τίποτα, αυτός που στίβει τη ζωή και πίνει τους χυμούς της. Ο αεικίνητος (σα να έχει καρφιά στον κώλο του), ο ανήσυχος, ο νεωτεριστής, ο καινοπρεπής.

Η σημασία αυτή μπορεί να θεωρηθεί δευτερογενής, παράγωγη εκ της πρώτης, της αμιγώς στρατιωτικής. Τα όρια ωστόσο μεταξύ των δύο, κάθε άλλο παρά σαφή είναι: κλασικό παράδειγμα μαχιμότητας εν ευρεία εννοία, οι Αθηναίοι του Χρυσού Αιώνα του Πέρι, για τους οποίους γράφει ο Κορνήλιος Καστοριάδης στη Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας.
Εν προκειμένω η περιπτωσιολογία είναι ανεξάντλητη:

2α. μάχιμος είναι ο κοτσονάτος λεβεντόγερος (ενδεχομένως και σεξουαλικά ενεργός, αυτό όμως δεν είναι απαραίτητο).
2β. μάχιμος είναι ο ταρίφας που δεν ανήκει σε εταιρεία και την παλεύει μόνος του.
2γ. μάχιμος είναι ο δικηγόρος που εξασκεί τη λεγόμενη δικηγορία του πεζοδρομίου ή μαχόμενη δικηγορία (συνεχές τρέξιμο σε δικαστήρια κλπ) και δεν είναι βολεμένος σε κανά γραφείο με πάγια αντιμισθία κλπ κλπ

  1. Σε πορείες / διαδηλώσεις / δημόσιες διαμαρτυρίες, μάχιμοι εν ευρεία εννοία είναι βέβαια όλοι οι συμμετέχοντες, όμως εν στενή εννοία είναι ένα πολλοστημόριο του όγκου των διαδηλωτών. Συνήθως πρόκειται για το περίφημο Black Bloc, παίζει όμως και να είναι απλά κάποιοι ανερμάτιστοι μπαχαλάκηδες. Εν προκειμένω διαγράφεται ανάγλυφα το ζήτημα της σχετικοποίησης της μαχιμότητας, στο οποίο τόσο είχε επιμείνει ο xalikoutis εδώ.

  2. Στο χώρο των μηχανοκίνητων, μάχιμος χαρακτηρίζεται οδηγός καυλοτίμονος, συνήθως χεράς, που φτάνει το αμάξι/μηχανάκι στα όριά του, του ρουφάει το αίμα, το λιώνει, του δίνει τα πιστόνια στο χέρι κλπ. Ο μάχιμος κατά κανόνα διαθέτει και μάχιμο εργαλείο, πολεμικό, κωλοφτιαγμένο, χωρίς πολλά λούσα και ανέσεις. Οι έμπειροι του χώρου είναι σε θέση να ξεχωρίζουν από κάποια σημάδια στο όχημα, το βαθμό μαχιμότητας του οδηγού και τις ικανότητές του, π.χ. στις μοτοσυκλέτες μπορείς να καταλάβεις αν κάποιος πλαγιάζει επικίνδυνα - άρα είναι μάχιμος και πολεμιστής - κοιτώντας τα φαγώματα στα πέλματα των ελαστικών.

  3. Μάχιμος είναι και ο τύπος που χώνεται άνετα σε καυγάδες / μανούρες / τσαμπουκάδες, δεν κωλώνει και δεν είναι τζάμπα μάγκας.

Οι κατηγορίες 3-5 είναι στην ουσία υποκατηγορίες της 2., λόγω όμως της συχνότητας με την οποία χρησιμοποιούνται, προτιμήθηκε η αυτοτελής πραγμάτευσή τους.

1α. - Γουστάρω μαχιμότητα ο δικός σου! Τα βρόντηξε όλα και τραβήχτηκε Κόσοβο! Αλλά βέβαια είχε ανάγκη και τα γκαφρά...

1β. - Που υπηρετείς, στολαίος ή ξηρά;
- Στόλο, το κέρατό μου μέσα.
- Φρεγάτα ή Ταχέα Σκάφη;
- Άσος.
- Μάχιμος κανονικά και με το νόμο δηλαδής...

1δ. - Εγώ αγόρι μου μόνο Ειδικές Δυνάμεις πηγαίνω.. Πάντα μάχιμος ήμουνα, σιγά τωρα μην παω να κάνω κανονική θητειούλα μαζί με τους φλωρούμπες.

  1. - Ρε φίλε δουλεύεις κάθε μέρα 12 ώρες, συν Κυριακές, συν αργίες, συν τα έξτρα σου, συν δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο. Νταξ, είπαμε να είσαι μάχιμος αλλά μην ξεχνάς οτι έχεις και μια οικογένεια που θέλει να σε βλέπει καμιά φορά.

  2. (στο φανάρι)
    - Πωω, φάε ρε συ λάστιχο που έχει ο τύπος! Το 'χει λιώσει μιλάμε, κοντεύει να φανεί η ζάντα! - Φαίνεται μάχιμο το παλικάρι, το πολεμάει καλά...

  3. - Φίλε είχαμε τρελό σκηνικό χτες βράδυ στο μαγαζί! Κοίταξε κάποιος τη γκόμενα του Κωστάκη κι αυτός τον έκανε μαύρο στο ξύλο! Το 'ξερα πως ήταν μάχιμος, αλλά όχι κι έτσι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στις πάμπολλες φυλές αυτοκινητάδων συγκαταλέγονται:

- Ο «αυτοκινητάς» ενίοτε γνωστός και ως «μαντράς» έπαιρνε τα ρίσκα του αφού η πράξη που γινόταν δεν ήταν ούτε νομότυπη, ενώ φορολογικά ήταν «μαύρη»...
(εδώ)

- Η Mustang είναι ένα αυτοκίνητο που θα λατρευτεί όπως το βινίλιο από τους παραδοσιακούς μουσικόφιλους, οι οποίοι απαρνούνται κάθε είδους CD και Blue Ray τεχνολογίες. Θα το ερωτευτούν οι παραδοσιακοί αυτοκινητάδες, που θα κρατάνε το τιμόνι της Mustang και θα ονειρεύονται ότι σοφάρουν στους παραλιακούς δρόμους του Μαλιμπού και τις κυριλέ συνοικίες του Σάνσετ Mπούλεβαρντ.
(εκεί)

- πρεπει να παραδεχτω πως ειμαι αυτοκινιτας, σχετικα καυλογκαζας. ελαφρος μηχανικος και με ενα αγγιγμα καγγουριας.
(παρακεί)

- Και οι αυτοκινητάδες πάνε τόσο αργά που προλαβαίνεις να τους αποφύγεις, να κάνεις κύκλο το τετράγωνο και να ξαναγυρίσεις για να τους κλωτσήσεις την πόρτα.
(και παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μέλος της Ομάδας Ζήτα (Άμεση Δράση με μηχανές) της ΕΛ.ass.

Κλασικός και αξεπέραστος στον χρόνο θα τον δούμε πάνω στο χρέπι πια Suzuki GSX 750 (Tenere, V-Strom, Pegaso, άμα είναι πιο καινούργιος) με τα δερμάτινα του, το άσπρο ανοιγόμενο κράνος Nolan, το γυαλί Ray-Ban και το ύφος «τα πάντα γαμών και επιβλέπων».

Αγαπημένες ασχολίες του να πίνει φραπεδάρα (οι παλιοί έχουν και θήκη για φραπέ πάνω στο τιμόνι! Αμέ!), να τρομάζει κόσμο με την αγελάδα, να σε κοιτάει περίεργα στα φανάρια και να σταματάει κωλοφτιαγμένα GLX, Crypton κλπ αλλά και να αράζει παρέα με άλλους Ζητάδες να συζητάνε για τα δικά τους. Επίσης, δε λέει ποτέ όχι σε σουζίδια στην Αλεξάνδρας έξω απο τη παραλία - ετσ', για να ψαρώνουν τα πιτσιρίκια με τα πενηντάρια που τους ζηλεύουν.

Καλό είναι να μη σε σταματήσει κανας καυλωμένος απο δαύτους... θα σου βρει τα πάντα, μέχρι και γιατί δε κουβαλάς πριονίδι κάτω από τη σέλα αν τυχόν φας σούπα και χυθούν λάδια στο δρόμο!!

Τώρα, πέρα από την καζούρα, πρέπει να πούμε οτι αρκετοί απ'αυτούς αγαπάνε τη δουλειά τους και την κάνουν σωστά χωρίς μαγκιές. Personally, τους θεωρώ ως την πιο χρήσιμη ομάδα της αστυνομίας (Δέλτα, ΔΙ.ΑΣ. είναι απλά σάπιες απομιμήσεις). Peace, love και προσοχή σε όλα τα δίκυκλα εκεί έξω!

  1. - 11 είπαμε... το ρολόι μου όμως λέει 11:30. Που ήσουν ρε;
    - Γάματα... με σταμάτησε ένας Ζητάς...
    - ΩΧ! Και;!;!
    - Με ρώτησε πόσο πιάνει το FXάκι μου... Πιάσαμε κουβέντα και ευτυχώς δεν είπε τίποτα για καθρέφτες!
    - Αυτάααα είναι.....!

  2. - Μάγκες, προσοχή στον περιφερειακό! Αράζουν κάτι ζητάδες και σταματάνε αβέρτα κουβέρτα!
    - Στ' αρχίδια μου... τραβάω και σουζίδι μπροστά του άμα λάχει να 'ούμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οδηγός ταξί.

Προέρχεται από το ταξί+ κατάληξη -ίστας, δηλωτική κατοχής τέχνης, όπως π.χ. μπασίστας, κιθαρίστας, κιμπορντίστας, μανικιουρίστας κ.λπ.

Ωστόσο, το λήμμα παρουσιάζει παρήχηση με τη φράση «τα ξύνω» => ξύσ 'τα μας => τα ξύσ' τα μας => ταξίστας.

Συνώνυμα: τάξμαν, ταρίφας.

- Πού πά΄ρε ταξίστα; Δεν βλέπεις ότι βγαίνω από δεξιά;
- Πάω στη μανούλα σου, ν΄ακούσουμε Μητσιά.

ταξιιιιιιιιιιι! (από MXΣ, 02/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κλασικά, ο πολύ αργός άνθρωπος, και ιδίως ο πολύ αργός οδηγός.

  2. Η κοιλιά που έχει εξαπάκετο, επειδή η τοιαύτη μόρφωση των μυών θυμίζει καύκαλο χελώνας. Συνεκδοχικά, ο άνθρωπος που έχει το εξαπάκετο.

  3. Το αυτοκίνητο «σκαραβαίος» της Volkswagen γνωστό και ως «κατσαριδάκι». Λόγω σχήματος, ίσως και λόγω ταχύτητας θα έλεγαν οι χλευαστές του.

Πηγή: John Black (που αναμένεται να με κράξει για έλλειψη τεκμηρίωσης). Για το 3, πηγή: BuBis.

- Πώς πάει έτσι αργά η χελώνα ο νικολάκης; Ρίξ' του μια μούτζα από μένα!
- Πλάκα με κάνεις; Έχεις δει την χελώνα που έχει η χελώνα;

Ρεθεμνιώτικη ταβέρνα, Χελώνα (από GATZMAN, 04/10/09)(από Khan, 04/10/09)Το logo της Volkswagen. Στη θέση που μπαίνει για να παρκάρει ο σκαραβαίος, μπήκε ειδικό σήμα  (από GATZMAN, 14/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified