Further tags

Ο μικρός καυλάγγελος, η ψωλήνα, η καυλομουμούνα, η χαρίεσσα γητεύτρια του πέοντος καυλόπαις. Άλλη μια ανωμαλία του καυλοπυρέσσοντος lyrical gangsta Ανδρέου του Εμπειρίκου.

Να μην συγχέεται με τις σύγχρονες μορφές ψωλόπαιδο ή ψωλοπαίδι που σημαίνουν κωλόπαιδο ή ψωλαράς.

Τὴν ἰδίαν στιγμὴν ἡ ἐξαισία ψωλοπαίς, ἐννοοῦσα τί ἤθελεν ὁ νέος θαυμαστής της καὶ γνωρίζουσα ὅτι αὐτὸ ποὺ ἀνέμενε (ὤ, πῶς!) διὰ νὰ χύσηι καὶ αὐτή, επρόκειτο νὰ λάβηι (καὶ ἀσφαλῶς εἰς μεγάλην ποσότητα) χώραν ἀπὸ στιγμῆς εἰς στιγμήν, ἔλαβε τὴν ὑπερσφύζουσαν ψωλάραν εἰς τὸ στόμα της καὶ κλείουσα σφικτὰ τὰ χείλη της γύρω ἀπὸ ὅσον μποροῦσε μεγαλύτερον μέρος τοῦ πελωρίου καυλοῦ ἤρχισε νὰ βυζαίνηι περιπαθῶς τὴν δονουμένην καυλοπούτσαν...
(Μέγας Ανατολικός, Τόμος 4, σ. 247).

Φωτό του Εμπειρίκου (από σφυρίζων, 21/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Α) Ανορθόγραφο υποκοριστικό του γνωστού «κρόσσι»: νηματοειδής απόληξη του στημονιού της ύφανσης, ως διακοσμητικό τελείωμα χαλιών, υφασμάτων κτλ. όπως διαβεβαιώνει ο Τριαντάφυλλος εδώ.

B) Στα σινάφια των μηχανόβιων, χαϊδευτικό – υποκοριστικό για μηχανάκι για διαδρομές εκτός ασφάλτου (χώμα, λάσπη, ανώμαλος δρόμος, φευ! επαρχιακές οδοί).

Δεν υπάρχει έφηβος, κι όχι μόνο, με το πειραγμένο γονίδιο που να μην το πόθησε κολασμένα, συχνά περισσότερο κι από τη γκόμενα που έβαζε να καθίσει στο παπί του. Κάτι η εκτοξευμένη σε άλλη πίστα εκτίμηση των γύρω με τα ίδια μυαλά, κάτι η εντύπωση μιας επικίνδυνης αλητείας που σε πάει παντού και κυρίως, η σιγουριά που δίνει το μουγκρητό ανάμεσα στα σκέλια, πως το αντριλίκι αυξάνει με τα σκονισμένα χιλιόμετρα, δεν είναι και λίγα σαν ανταπόδοση μιας επένδυσης που κόστισε κάμποσες λιγότερο ή περισσότερο μίζερες εργατοώρες εδώ κι εκεί.

Προφανώς, από το αγγλικό «motocross»: αγώνες ανώμαλου εδάφους.
Συμπληρωματικό / εναντιωματικό: «στριτάκι».

Γ) Στα σινάφια μπουρδελιάρηδων και δη, όσων τους αρέσουν τα ξινά, νεαρός (συνήθως)… αρτιμελής έως αρτιμελέστατος, που τη βρίσκει με το να δίνει κώλο (αλλά και για το γάμιστρο) ντυμένος από ξέκωλο έως θεόμουνο, αντίστοιχο στοκάρισμα, περούκα και ανάλογα κοσμήματα, φρου φρου κι αρώματα.
Ασφαλώς, οι θηλυπρεπείς με τον αντίστοιχο… αέρα πείθουν περισσότερο ανεβάζοντας (μάλλον) τη… διάθεση.

Προφανώς από το αγγλικό «crossdresser»: παρενδυτικός.
Συνώνυμα: «τραβεστί» (συγκριτικά, σχεδόν κυριλέ), τραβέλι (συγκριτικά, κάπως πιο μπρουτάλ - υποτιμητικό).
Να μην συγχέεται με το τρανς.
Συντομογραφία: «cd».

  1. Επιεικώς γελοίο το βίντεο όμως.
    Έστω και διαφημιστικό που ήταν θα μπορούσαν να ετοιμάσουν το μηχανάκι (τακούνια καμιά ανάρτηση) να γυρίσουν κάνα πλάνο της προκοπής. Όχι να βάλουν τα SS και τα κροσάκια να σέρνονται για να φανεί ότι το στρώμα πάει. Και να πηδάει και 20 πόντους lol

(Η κριτική για το εδώ βίδεο).

  1. Είμαι 41 χρονών 1.85 υψος,110 κιλά, γυμνασμένος καθαρός και θα ήθελα να γνωρίσω ένα κροσάκι πολύ θηλυπρεπή (…sic) να ντύνεται με ρούχα γυναικεία, να έχει ωραίο σώμα, και να με βγάλει ωραία γούστα στο κρεβάτι. Είναι πρώτη φορά που βάζω αγγελία δεν έχω ξαναβάλει πότε. Και τέλος θα ήθελα να είναι μικρής ηλικίας.

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος του γυναικωτού, μαλθακού, μυγιάγγιχτου, φοβιτσιάρη και γενικώς υποτιμημένο!!!

- Με πήρε τηλέφωνο και τελευταία στιγμή με ακύρωσε...
- Αφού είναι γυναικοθαλής μωρέ...

Τι να τον πάρουμε μαζί μας τον γυναικοθαλή ρε... Ούτε πίνει, ούτε καπνίζει, δεν τα μπορεί αυτά, είναι μη μου άπτου το παιδί!!!

Κοίτα τον γυναικοθαλή, ντρέπεται να πει ότι είναι άντρας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ηλικιωμένος γεροξούρας που παραμένει ικανός μπήχτης και γαμίκουλας, οπότε παρά τα χρονάκια του όταν είσαι κοντά του πρέπει να πηγαίνεις τοίχο-τοίχο. Συχνά αναπολεί πόσο γαμούσε ακόμη καλύτερα στα νιάτα του και δίνει συμβουλές από τις πλούσιες εμπειρίες του στους φλωράκουλες νεώτερους. Στην περίπτωση που είναι και εκνευριστικός γεροξούρας σκατόγερος, που γκρινιάζει για τα πάντα προκαλεί εντύπωση πώς έχει παράλληλα τόση επιτυχία στις γυναίκες. Αρχέτυπο του τελευταίου ο ήρωας Μαθουσαλίξ στα κόμιξ με τον Αστερίξ.

  1. Ο γερομπήχτης είμαι εγώ
    και πήδαγα αβέρτα
    είχα κεφάλι σαν αυγό
    κι ήμουν σκληρός σαν πέτρα. [...]

Το πέος με ανατροφή
-άκου το γερομπήχτη-
αν δε φορέσει το σκουφί
δε βγαίνει για ξενύχτι.
(Ο γερο-μπήχτης στιχώνει εδώ για καλό σκοπό).

  1. Δίπλα μας καθόταν ο παππούς ο Παναγιώτης, ο επιλεγόμενος και Γερομπήχτης, που παρακoλοθούσε με μεγάλη προσοχή, αυτά που λέγαμε. - « Παιδιά μπορώ να καθίσω στο τραπέζι σας; Μ'ενδιαφέρουν πολύ αυτά που λέτε.» - « Ευχαρίστως. Σε κερνάμε κι'ένα τσιπουράκι.» [...]
    - « Στην αρχή καταράστηκα την τύχη μου, αλλά μετά το είδα αλλιώς. Πέταξα από την κεφάλα μου, ούλες τις κακές ιδέες, και λευτερώθηκα. Τόριξα στο σορολόπ, άρχισα να πίνω το τσιπουράκι μου, να τραγουδάω, να χορεύω, να τραβάω και καμιά μαλακία το βράδυ, και γίνομαι περδίκι! Είπα μέσα μου: Ρε Γερομπήχτη, πάτησες τα 85. Πόσο μωρέ θα ζήσεις; Κάποτε θα πεθάνεις. Ε! καλλίτερα να ποθάνεις σπίτι σου κι'ευτυχισμένος, παρά στο νοσοκομείο και δυστυχισμένος.» (εδώ)

3. αυτη την στιγμη ο γερομπηχτης ειναι εν διασταση επουδενι χωρισμενος..

Got a better definition? Add it!

Published

Η φελλάτρια, η τσιμπουκλού, η πιπού, η ψωλογλειφίς / ψωλογλειφίτσα, εις την ιδιόλεκτον του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

...Τι γλύκα!... Τι γλύκα!... Φλώσσυ μου είναι Πα... Παράδεισος αυτό που κάνεις!... είσαι, λοιπόν, και πούτα... πουτίτσα... Άγγελος μαζύ και πούτα!... Αγγελοπούτα!... Στοματομούνα!..... Ψωλογλείφα!.... Ώωωωωχ!.... Ώωωωωχ!.... Μουμούναμου!.... Άααααχ!... Ωωωωωχ!...
(Ἀνδρέας Ἐμπειρῖκος «Ὁ Μέγας Ἀνατολικός», Κεφ. 13, σελ. 25)

Φωτό του Εμπειρίκου (από σφυρίζων, 21/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες γαμομανών:

  1. Πρόκειται για σλανγιωτατισμό ή μάλλον για το αντίστροφο, δηλαδή για μια ειρωνική προσπάθεια να εκλαϊκευτούν σλανγκικώς και να γελοιοποιηθούν πομπώδεις όροι όπως νυμφομανής ή μητρομανής, οι οποίοι πραγμοποιούν επιστημονικοφανώς κάτι που καταλαβαίνουμε όλοι, δηλαδή ότι κάποια/ος γουστάρει να γαμιέται ασύστολα απ' όλες τις μπάντες. Παρόμοιες γελοιοποιήσεις εύσχημων όρων έχουμε λ.χ. και στα πουστοσέξουαλ και εύχοντρος. Βεβαίως, όταν χρησιμοποιεί τον όρο ο σλανγιώτατος ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος μάλλον έχουμε αυθεντικόν σλανγιωτατισμόν, πώς αλλιώς; Εξάλλου, ο όρος γαμομανής με το να μπορεί να αποδοθεί και στα δύο φύλα, λύνει και το πρόβλημα του πώς θα ονομάσουμε έναν άντρα που είναι σεξομανιακός, εθισμένος στο σεχ, και για τον οποίο δεν υπάρχει κάποιος επιστημονικοφανής όρος, όπως νυμφομανής ή μητρομανής που λέμε για τις γυναίκες.

  2. Όταν το πρώτο συστατικό δεν αναφέρεται στον γάμο με την αρχαία έννοια, ήτοι στο γαμήσι, αλλά στον θεσμό του γάμου, τότε γαμομανής είναι αυτός και κυρίως αυτή που παθαίνει σε κάποια στιγμή μια μανία να παντρευτεί, λ.χ. επειδή χτυπάει το βιολογικό της/του ρολόι για σχηματισμό οικογένειας και κάνει τα πάντα με αποκλειστικό σκοπό τον γάμο, λ.χ. καταφεύγοντας σε ποικίλων μορφών νυφοπάζαρα ή νυφομπάζαρα με στόχο τη βακουλοκρεμάλα.

  1. α. Ἀπὸ τὸ ἀρχικὸν μυστήριον, μόνο τὸ άγνωστον τῆς ταυτότητος τῆς προσωπιδοφόρου παρέμενε, διὰ τὸν ὀξυδερκῆ ἄνδρα ἀνεξιχνίαστον. Ὅλα τὰ ἄλλα ἐξηγοῦντο. Ἡ κρυπτομένη ὑπὸ τὸ παράδοξον ἔνδυμα καὶ τὴν μάσκαν γυνὴ ἦτο μιὰ Μεσσαλίνα... Μια Μεσσαλίνα κοσμική. Μιὰ πολὺ γαμομανής κυρία ποὺ ἤθελε κάθε βράδυ νὰ γαμιέται, νὰ γαμιέται πολλὰς φορὰς καὶ τις οἶδε ἀπὸ πόσους ἐραστάς, χωρὶς ποτὲ νὰ ἀποκαλύπτηι εἰς κανένα ποια εἶναι, ὥστε νὰ μὴ κατασπιλώσηι τὸ ὄνομά της καὶ τὴν κοινωνικὴν ὑπόληψίν της. Τὸ δὲ ἀσύνηθες ἔνδυμα ποὺ ἔφερε, τὸ ἔφερε προδήλως, ὄχι μὀνον διὰ νὰ κρύπτεται, ἀλλὰ καὶ διὰ νὰ ἅπτονται τῶν θελγήτρων της εὐκόλως, καὶ διὰ νὰ τὴν γαμοῦν ἀνέτως οἱ ἐρασταί της, ἀφοῦ ἦτο ἡλίου φαεινότερον, ὅτι δὲν ἔφερε τίποτε, μὰ απολύτως τίποτε ἀπὸ κάτω... (Μέγας Ἀνατολικός, Τόμος 7, σ. 14-15).

β. Ενός λεπτού σιγή για τα αδέλφια που θα έχουν the talk όλο το βράδυ γιατί έπαιξε το Σούλα η γαμομανής στην τηλεόραση (Από το Τουίτερ).

γ. Και αυτος νυμφομανης ειναι.. Εχμμ.. Οχι ακριβως βεβαια αλλα Γαμομανης σιγουρα.

2.α.Γαμομανής, ο/η: Άντρας ή γυναίκα που οραματίζεται γαμήλια εμβατήρια κάθε φορά που οσφραίνεται οιστρογόνα ή τεστοστερόνη, αντίστοιχα. Αν τα ΗΕΓ ήταν αρκούντως εξελιγμένα, θα μας έδειχναν ότι στον εγκέφαλο του/της γαμομανούς εμφανίζονται εικόνες νυφικών, εκκλησιών και παρανυφακίων κάθε φορά που άτομο του αντίθετου φύλου μπαίνει σε ακτίνα βολής. Η μανία αυτού του είδους θεραπεύεται μόνο με κρεμάλα (κυριολεκτικά ή μεταφορικά).

β. - Το θέμα είναι ότι εγώ δεν έχω παντρευτεί ακόμη και είμαι 39 χρονών και νομίζω ότι έχω τελειώσει ως άτομο δεν θα κάνω τίποτα στην ζωή μου .....ΚΑΤΑΣΤΡΑΦΗΚΑ. -μην εισαι γαμομανης.. ολα θα ερθουν σου ειπα.. ξεκολλα και συνεχισε τη ζωη σου..και οπωσδηποτε ψυχοθεραπειες..εμενα αυτη ειναι η γνωμη μου...

Το άζμα των Απτάλικα. (από Khan, 30/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η την ψωλήν βυζαίνουσα, ήτοι η πεολείχουσα, η τσιμπουκλού, η πιπατζού, η ψωλογλείφα. Ανήκει στην ιδιόλεκτον του ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

Ἤθελε, τώρα, νὰ πέσηι εἰς τὰ γόνατά του καὶ νὰ τῆς εἴπηι τὰ πλέον γλυκὰ καὶ τὰ πλέον αδιάντροπα ὡραῖα λόγια: «Ἀγάπη μου καὶ φῶς μου! Χρυσή μου καὶ ἄγγελέ μου! Πουλάκι μου! Κορίτσι μου! Ψωλοβυζάχτρα μου! Γλυκὸ καὶ παχουλὸ μουνί μου!...» (Μέγας Ἀνατολικός, Τόμος 5, σ. 70).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά: Ο τύπος που επιδίδεται στην τέχνη του στοματικού έρωτος, κοινώς της πίπας. Ένα ακόμη από τα πολλά συνώνυμα του τσιμπουκιού, του πουτσογλείφτη, του σακομπόλη, του τσιμπουκλή κ.α.

Η κατάληξη -δόρος προσδίδει θα λέγαμε έναν ιταλικό αέρα και νότες από την Αιώνια Πόλη, Fontana di Trevi κτλ. Η κατάληξη -δόρος όπως και οι περισσότερες αν όχι όλες άλλωστε οι λέξεις με την ίδια κατάληξη μας έμειναν μεταπολεμικά (αβανταδόρος, τορναδόρος, πιτσαδόρος κ.α).

Mεταφορικά: Late ενενήνταζ λέξη που πολλοί συνσλαγκιστές γεννημένοι την δεκαετία του '80 ίσως την θυμούνται με νοσταλγία από τα σχολικά τους χρόνια.
Χρησιμοποιούνταν συνήθως μειωτικά για τον γκέι ή τον και καλά γκέι της τάξης.

- Ρε μαλάκα μ'όλους τους γκέι της τάξης κάνεις παρέα;
- Ποιούς ρε μαλάκα; Με τον Στέφανο ήμουν στο γηπεδάκι.
- Ποιόν Στέφανο ρε μαλάκα; Τον μεγαλύτερο πιπαδόρο του ΤΕΕ; Ντροπή σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ματούρ φάση 45-50+, χήρα ή ζωντοχήρα, συναντάται στην επαρχία και ευδοκιμεί ιδίως στις παραμεθόριες περιοχές όπου υπάρχουν στρατόπεδα, τρελαίνεται για φαντάρους και οι φαντάροι τρελαίνονται γι' αυτήν, δεν το κάνει για χρήματα το κάνει γιατί γουστάρει τα χοντράδια, ίσως η μοναδική περίπτωση σύγχρονης Ελληνίδας που γουστάρει με τρέλα τα φαντάρια εκεί που οι υπόλοιπες τα απαξιώνουν

Οι φανταρομάνες δεν έχουν την αποδοχή της κλειστής κοινωνίας όπου ζούνε αφού οι συντοπίτες τους τις θεωρούνε πουτάνες, ίσως έτσι μπαίνουν και αναπόφευκτα -τρόπον τινά- στο τριπάκι της συχνής συναναστροφής με φαντάρους καθώς αυτοί είναι περαστικοί και ακομπλεξάριστοι, ενώ ο περίγυρος ουσιαστικά τις έχει απομονώσει (κοινωνιολογική ανάλυση του φαινομένου).

Ως επί το πλείστον τις φανταρομάνες ανακαλύπτουν και καπαρώνουν τα επόπια και τις κρατάνε έξω από τα φώτα της δημοσιότητας και σε στενό κύκλο καθ'ότι μοναχοφάηδες.

(διάλογος ΕΠΟΠ-φαντάρου)

- Απόψε έχω διανυκτέρευση.
- Πού θα πας, θα κάτσεις σπίτι;
- Όχι ρε θα πάω στη Σούλα να ξεφορτώσω.
- Ποια Σούλα;
- Δεν την ξέρεις, μια φανταρομάνα από δω.
- Θα μου την γνωρίσεις και μένα;
- Όχι.
- 143 και σήμερα ρε
- Σκάσε.
- Δε σε χάλασε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε συνέχεια της προσπάθειάς μας να ορίσουμε το κωλαράκι, επεκτεινόμαστε τώρα και στο κωλάκι. Πρόκειται για άλλο ένα υποκοριστικό του κώλος (νταξ το κωλαράκι θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως υποκοριστικό του κωλάρα, μα μην το κοσκινίζουμε πολύ). Αλλά:

  1. Στην κυριολεκτική του σημασία, ήτοι ζουμερός, πεταχτός, σφριγηλός, τουρλωτός κ.τ.ό. πρωκτίσκος είναι πολύ πολύ πιο σπάνιο από το συνώνυμο κωλαράκι, όπως φαίνεται κι από μια βόλτα στον γούγλη. Λέγεται πάντως και αποτελεί την κυρίως σημασία του όρου. Συνήθως στον πληθυντικό κωλάκια και ως αντικείμενο ρημάτων γαμεύσεως σημαντικών όπως τα (ξε)σκίζω, σφαλιαρίζω κ.τ.ό. Για άλλα υποκοριστικά βλ. κωλί, κωλίτσα, κωλίδι.

  2. Αντιθέτως προς το κωλαράκι, χρησιμοποιείται επίσης και μεταφορικώς ως χαρακτηρισμός προσώπου. Σύσσλανγκος είχε προσφυώς ορίσει ότι η κατάσταση κώλος είναι η κατάσταση που είναι εντελώς τελείως μουνί. Μπορούμε να πούμε παρομοίως ότι κωλάκι είναι το άτομο που είναι εντελώς τελείως μουνάκι. Πρόκειται δηλαδή για κάποιον που η καθ' υπερβολήν κυριολεκτική ή μεταφορική πρωκτογάμευσις ή πρωκτολειχία τον έχει καταστήσει μουνάκι με την κακή έννοια, πούστη με τη σεξιστική έννοια, δηλαδή γατάκι, πονηρό, ύπουλο, εκθηλυμένο, αναξιόπιστο πλην αξιόπουστο, ανάξιο λόγου, μηδαμινό κ.ά.

  3. Ελεμένταρι το ότι όπως ακριβώς και το κωλαράκι, το κωλάκι μπορεί να σημάνει συνεκδοχικώς όλη την εύκωλη γκόμενα ή γκόμενο.

1.α. Γιατί ξέρει ότι όταν θα γίνει η Μilan, πχ, το πιθανότερο είναι να γαμήσει κωλάκια στο ΤσουΛου.

β. Δώστε του ενα γαμάτο μηχανάκι να σκίσει μερικά κωλάκια!!

γ. Μπρος, συνέλληνες, πάρτε τις παντόφλες κι αρχίστε να μελανιάζετε φεμινιστικά κωλάκια.

2.α. Πώς γίνεται κύριε Ράμφο όντας χριστιανός να είσαι και με το Μνημόνιο; Ή βγαίνει το άλλο το κωλάκι στο Σκάι και λέει «αναγκαστικά, πρέπει να τα πληρώσουμε». Να τα πληρώσουμε από πού ρε μαν; Αφού δεν υπάρχει μία. Πλήρωσέ τα εσύ που τα 'χεις. Και τα βγάζεις τόσα χρόνια ξύνοντας τα παπάρια σου και γράφοντας βιβλία κύριε Τσιτσόπουλε Τσατσόπουλε Τσουτσόπουλε. (Τοποθέτηση των Χατζηφραγκέτα για την κρίση εδώ).

β. μην υποβάλλετε τον εαυτό σας σε τέτοια ασχήμια...πρέπει να ζήσουμε πολλά χρόνια, μη μας θάψουν τα κωλάκια αυτού του κόσμου. (Από το Τουίτερ).

γ. Ολυμπιακό δεν σχολιάζω, αφού είναι ΤΟΣΟ κωλάκια πια.

δ. Κωλάκια σχιστομάτηδες!

ε. Αμερικανοκίνητα κωλάκια πουτανάκια του Νιξον. (Σχόλιο στο συσιφόνι σε έκθεση του Πατακού για το πώς προσέφερε αστακομακαρονάδες στους Αμερικανούς, ενώ οι κρατούμενοι στη Γυάρο «ας πέφτανε στη θάλασσα να κολυμπήσουν να πιάνουν αστακούς μόνοι τους»)

  1. Θα φέρω και δυο τρία κωλάκια για χαβαλέ. (Από σόσιαλ μήντια).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified