Further tags

Πιο σλανγκιάρικη εκδοχή του κλισέ (> γαλλ. cliché, στερεότυπο), με τη προσθήκη του γαμοσλανγκοτέτοιου -άρικο (βλ. π.χ. λιμπιντιάρικο, χασιάρικο, κασιδιάρικο).

Περιγράφει προβλέψιμες, τετριμμένες και ντεζαβού μανιέρες, τέχνες, λόγους και άλλοθι. Φοριούνται και αναπαράγονται ad nauseam λόγω βαρεμάρας, έλλειψης φαντασίας ή / και παιδείας, ή απλώς επειδή πουλάνε.

1. «Τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα του ΣΥΡΙΖΑ» Συγγνώμη για τον κλισεδιάρικο τίτλο του κειμένου. Το κείμενο εναλλακτικά θα μπορούσε να έχει τίτλο: Δεν είμαι αντι-ΣΥΡΙΖΑ, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αντι-εγώ, αλλά δεν μου φάνηκε καλαίσθητο.

2.
Πράγματι δεν είναι υπάρχει πιό κλισεδιάρικο και ντεκαβλέ πράγμα απο τις τσόντες.

3. Οι περιοχές που επισκεπτόμαστε είναι κλισεδιάρικες όσο δεν πάει (μεσαιωνικά κάστρα, ορυχεία, χιονισμένες περιοχές, δάση, κτλ)...

4.
Στην περιπτωσή μου κατάλαβα ότι αυτό το κλισεδιαρικο βιολογικό ρολόι δεν είναι καθόλου κλισεδιάρικο. Είναι αληθινό και κάθε φορά που βγαίνει ο κούκος (το δικο μου ρολοι είχε και κούκο) σου αστράφτει μια και σε ρωτάει; ” Εσυ, κούκου, πότε θα γίνεις μανα;

Got a better definition? Add it!

Published

Συχνά χρησιμοποιείται με την έννοια του γλείφτη, σφουγγοκωλάριου, της βδέλλας που κολλάει και απομυζά, κ.λ.π.

Κολαούζος ωστόσο αντιθέτως σημαίνει οδηγός, μπροστάρης (εκ του Οθωμανικού kilavuz, που σημαίνει οδηγός).

Οι οδηγοί των καραβανιών της βαλκανικής τα έλεγαν τα άλογά τους κολαούζους, δηλ. οδηγούς, διότι ήξεραν το δρόμο (π.χ Γιάννενα – Βουκουρέστι), και έτσι ενώ ο αναβάτης μπορούσε να αποκοιμηθεί στο σαμάρι, αυτά πήγαιναν μόνα τους, χωρίς έλεγχο των χαλινών. Αν κάποιος δεν ήξερε το δρόμο, έπαιρνε ένα κολαούζο (άνθρωπο και άλογο) και έβρισκε το δρόμο του προορισμού του. Εξ ου και το «χωριό που φαίνεται, κολαούζο». Ο πιο γνωστός κολαούζος της ιστορίας των ελληνικών καραβανιών της Βαλκανικής ήταν ο Γιαννιώτης Ρόβας («Ο Ρόβας εξεκίνησε, μεσ’ τη Βλαχιά να πάει, νύχτα σελώνει τ’ άλογο, νύχτα το καλιγώνει..»).

Πηγή: Δημ. Σταθακόπουλος, 24grammata.com

Χωριό που φαίνεται, κολαούζο δε θέλει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ νέας κοπής παραλλαγή του κομπλέ ή του κομπλέντερ, πιο αρχαιοπρεπίζουσα μάλλον, ένεκα η κατάληξη -δόν (βαθμηδόν, σωρηδόν κλπ).

ωραιος καλυτερη ποιοτητα να ειχε και θα ηταν κομπλεδον
(από το νέτι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτός που θυμίζει κουφέτο ως προς τη γεύση ή το χρώμα ή το μέγεθος ή όλα μαζί.

  2. Ο ρομαντικός με την έννοια του παραμυθένιου, του ψεύτικου.

  3. Ο εξαιρετικά καλοντυμένος, λες και πάει σε γάμο ή παντρεύεται ο ίδιος.

  4. Ο επίσημος γενικά.

1.α. Disaronno 28% vol. Δυνατή μύτη φρέσκου πικραμύγδαλου, νότες καφέ και καψίματος. Στο στόμα στρογγυλό, πλούσιο, αρκετά γλυκό, με ξεκάθαρη γεύση αμυγδάλου και μακρά επίγευση με κουφετένιο χαρακτήρα.

  1. β. Η μαμά Halle φαίνεται ότι έχει γούστο αφού έχει ντύσει την μικρή με ένα κουφετένιο ροζ καφτάνι που της πάει πολύ.

1.γ. Στην ακτή με το κουφετένιο βότσαλο (τ΄τιλος ποστ)

2.α. Γιατι εχουν ενα τεραστιο μεινεκτημα αυτοι οι « κουφετενιοι κοσμοι » : εχουν αποκλεισει δρακους , μαγισσες και τερατα , μ' ενα λογο το Κακο , που τοσο ρεαλιστικα αντισταθμιστικα λειτουργει στα παραμυθια . Βιαιη επιβολη του « ροζ » που λειαινει ολες τις «οξειες γωνιες » .Κι αυτη τη φιλοσοφια ζωης τη θεωρω οχι μονο αντι -ρεαλιστικη , αλλα και κραυγαλεα επικινδυνη για τα μικρα κοριτσια . Που θα την « κουβαλησουν » μοιραια στη μετεπειτα ενηλικη ζωη τους με τα γνωστα αρνητικα αποτελεσματα .

2.β. Οι αναρτήσεις πάνε κάπως έτσι: «θα σας μιλήσω λοιπόν για το μεγάλο όνειρο που θέλω να ζήσω με τον θαυμάσιο, μοναδικό, πανέμορφο ευγενικό και ολόδικό μου κουφετένιο πρίγκηπα που θα γνωρίσω

2.γ. Οσο για το χιόνι θα πρειπει να ήταν αρκετά ρομαντικό - κουφετένιο ε;

3.α. είπα να μην εμφανιστώ τόσο κουφετένιος και κρίνοντας εκ των θαμώνων χθες...μάλλον ορθώς έπραξα

3.β. Γιατί όχι καφέ κουστούμι με μαύρη γραβάτα;
Μπουμπούκα μου ναι, αλλά παραείναι «κουφετένιος» συνδυασμός.

  1. Συγχαρητήρια για το στολισμό γλυκός και κουφετένιος όπως πάντα...

από το νέτι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γλειφτρόνι που φιλάει κατουρημένες ποδιές ή μια κατάσταση που είναι χλίδα και πολύ μέλι.

-Αυτόν τον κωλομεγλειφάτο τον Ταδόπουλο στο παράθυρο να γλείφει τον Χατζηπαπάρα τι τον βάλανε;

-Το πούλησε τελικά το σπίτι να μην πληρώνει και χαράτσια και πήρε ένα αμάξι κωλομεγλειφάτο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λατέρνατιβ. Ο σύγχρονος νέος που υποτίθεται ότι πάει κόντρα στο μουσικό, ενδυματολογικό και κοινωνικό κατεστημένο. Στην ουσία ένας επαναστάτης του κώλου, ένας μαλάκας του γλυκού νερού.

Ένας λατέρνατιβ τύπος:

  • Ακούει μουσικές που δεν του αρέσουν, απλά για να δείξει διαφορετικός και «ψαγμένος».
  • Θεωρεί τους Kaiser Chiefs ψαγμένη μουσική.
  • Θεωρεί τον Χατζηγιάννη ροκ.
  • Συχνάζει στο Γκάζι, επειδή είναι το πιο hot spot της πόλης, ακόμα και αν δεν του αρέσει.
  • Καπνίζει στριφτό, αλλά τα τσιγάρα του μοιάζουν σαν κακοτυλιγμένα πιτόγυρα.
  • Στο super market, στα ποτά, ακόμα ψάχνει να βρει το μπουκάλι του mojito.
  • Βλέπει μόνο ψαγμένες ταινίες που αυταπατάται ότι τις κατανοεί, αλλά στις 9 βλέπει τον «Λάκη τον Γλυκούλη».
  • Θεωρεί μια κουράδα σε αλουμινόχαρτο τέχνη και πληρώνει 500 ευρώ για να την βάλει στο σαλόνι του.
  • Με τους φίλους του συζητάνε για την δυσπρόσιτη γοητεία του τσαλακωμένου εγώ και για τον αβάσταχτα κατακερματισμένο πλούτο της εσωτερικότητας του κοινωνικού γίγνεσθαι. Κάνουν μια παύση και κοιτάζονται στα μάτια, προσποιούμενοι ότι συλλογίζονται, ενώ στην ουσία λένε από μέσα τους: «Τι μαλακίες είναι αυτές; Θέλω να δω ειδήσεις του Star ΤΩΡΑ!»
  • Φοράει και την παλαιστινιακή μαντίλα, επειδή είναι και επαναστάτης.
  • Προσπαθεί να εντάξει ξένες λέξεις στο λεξιλόγιο του, χωρίς καν να ξέρει τι σημαίνουν. Λέξεις τύπου «cult», «extravagant» κ.λπ.
  • Του «αρέσουν» τα ρακόμελα, είναι in. Άσχετα αν του προξενούν τάση προς εμετό.
  • Ένας φίλος του του λέει ότι, χθες το βράδυ έκανε one night stand 5 φορές (και του δείχνει την παλάμη του). Ο λατέρνατιβ νομίζει ότι αυτό είναι ένας cool όρος για τη μαλακία και από κει και έπειτα το χρησιμοποιεί και αυτός.

Στην ουσία ο λατέρνατιβ είναι ένας πολύ δυστυχισμένος άνθρωπος. Από μέσα του νιώθει ότι θέλει να σκίσει τα επιμελώς ατημέλητα trendy ρούχα του, να φορέσει το ριγέ σακάκι του το διπλοσταυροκουμπωτό, το καναρινί πουκάμισο, το άσπρο παντελόνι και το φούξια καστόρινο μοκασίνι του και να τα σπάσει στα μπουζούκια, ολοκληρώνοντας με έναν απίστευτο οργασμό χυδαίου τσιφτετελιού πάνω σε έναν δίμετρο λόφο από γαρίφαλα, στην πίστα της Στέλλας Μπεζαντάκου.
Κάθε φορά που βλέπει διαφήμιση του derti fm, μπορεί να δείχνει ότι το σιχαίνεται, μέσα του όμως ένας μικρός μπουζουκόβιος κλαίει, με τα δάκρυα να κυλάνε και να χάνονται στο δασύτριχο στήθος του. Το όνειρο ζωής του είναι να τον δείξουν οι ειδήσεις του Star και να δει live την Έφη Θώδη.

Αυτά όμως πρέπει να τα ξεχάσει, γιατί τώρα η Ελλάδα είναι Ευρώπη, πρέπει να εκσυγχρονιστούμε, να γίνουμε ξεχωριστοί και μοντέρνοι. Είναι χειρότερος από έναν απλό μπουζουκόβιο, γιατί δεν έχει τα αρχίδια να παραδεχτεί αυτό που του αρέσει και να είναι αυτός που πραγματικά θέλει.

...

Βλ. και εντεχνindie

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωστό σε όλους λήμμα, πάντα με απαισιόδοξη απόδοση.

Μήπως να το δούμε πιο αισιόδοξα στις ζοφερές σκέψεις μας;

Μεγαλοκαρχαρίας έχει την γραμματέα του εκτός από το γραφείο και στο κρεβάτι του. Εμφανίζεται όμως στην ιστορία καινούρια γκόμενα και έτσι η παλιά πρέπει να φύγει από την μέση. Αρπάζει την ευκαιρία η παλιά και του ζητάει αποζημίωση 100.000 ευρώ. Ο τύπος επειδή το φυσάει το παραδάκι για να μην έχει μπλεξίματα της δίνει μια επιταγή. Πάει στην τράπεζα η παλιά και φεύγει ολοκαίνουρια με 1.000.000 ευρώ!

Είδες ότι ένα μηδενικό έκανε την διαφορά!!!

δεν χρειάζεται.....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτή που διαμένει και εργάζεται σε μπουρδέλο, η πόρνη. Καθώς αυτή που εργάζεται σε σπίτι, είναι από τις σχετικά χειρότερες περιπτώσεις εργατριών του σεχ λέγεται υποτιμητικά. Λ.χ. η μπουρδελιάρα διακρίνεται από την εργαζόμενη σε στούντιο ως σαφώς χειρότερή της, και σίγουρα είναι πολύ χειρότερη από κωλ-γκερλ ή από τουρίστρια. Σε χειρότερη μοίρα από την μπουρδελιάρα (δυστυχώς συχνά θύμα σεξοτράφικινγκ) μπορεί να είναι μόνο περιπτώσεις μουνιών τσοκολάτα ή καλντεριμιτζούδων.

  2. Το χαρακτηριστικό φως των μπουρδέλων, συχνά κόκκινο.

  3. Επίθετο που δηλώνει σχέση με μπουρδέλα, κυρίως μια περιοχή που έχει πολλά μπουρδέλα, ή μεταφορικά μια κατάσταση μπουρδέλο. Είναι το θηλυκό του μπουρδελιάρης, αλλά μάλλον με ευρύτερη σημασία.

  4. Στην στρατιωτική αργκό είναι ό,τι και η πουτανιάρα, δηλαδή «το κόκκινο (συνήθως) φωτάκι που υπάρχει μέσα στον θάλαμο των οπλιτών για να φωτίζει τις νύχτες» (δες). Έτσι για να αισθητοποιείται και επίσημα τι μπουρδέλο που είναι ο ελληνικός στρατός.

  1. Και για Σόνια είχε ακουστεί ότι ήταν πρώην μπουρδελιάρα. Δεν ξέρω σπίτι όμως...ούτε αν είναι αλήθεια! (Κορίτσια που αδικούνται στα ντέλα).

  2. Πω πω τίγκα στις μπουρδελιάρες είναι ο δρόμος με το σπίτι που μας άφησε η μακαρίτισσα η θεία...

  3. α. αγαπιτο μου πορνοιμερολογιο,
    ι μεγαλι μερα ειχε φτασει....ο μεγας μιστις και σκιστις μποτοφιλος ερχοταν παρεα με τισ ατιθασες ορμες του στιν μπουρδελιαρα αθινα... (Ημερολόγιο ανορθογραφιστή μπουρδελιάρη εδώ).

β. Πάντως για κάποιον που ξέρει δυο δράμια ιστορία η γκόμενα που κάνει πίπες συνεχώς είναι η ελλαδίτσα σου κατακαημένε αίολε. Σαν γκομενίτσα την βλέπουν την μπουρδελιάρα χώρα σου καημενούλη και την πασάρει ο ένας στον άλλο. (50 εκατομμύρια ευρώ δώρο στον Γκρουέφσκι από τη Ντόρα).

  1. Έχουμε και την μπουρδελιάρα και δεν μπορούμε να κοιμηθούμε γαμώ το μπουρδέλο τους, γαμώ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως μπουχτιστικό ορίζεται κάτι που είναι πολύ χορταστικό και χρησιμοποιείται κυρίως για φαγητά αλλά και για μία κουραστίκη κατάσταση.

Εχθές έφαγα ένα πολύ μπουχτιστικό τοστ.

Got a better definition? Add it!

Published

Πίπτει ως κατηγορούμενο και προήλθε από την σύντμηση της φράσης «είναι μπροστά από την εποχή του», σε ελεύθερη μετάφραση «τεν γήερς άφτερ». Αναφέρεται σε κάτι το ψαγμένο, κάτι το οποίο θα γίνει κατανοητό από τους υπόλοιπους σε βάθος χρόνου, κάτι του οποίου η αναγνώριση θα έρθει μετά το θάνατο του καλλιτέχνη, όπως έχει γίνει άπειρες φορές στην ιστορία της τέχνης, της τεχνικής και της μαλακίας. Χρησιμοποιείται και γενικότερα ως σχολιασμός για κάτι που μετράει, που τα σπάει και τα ρέστα.

Εναλλακτικοί και ενδεχομένως λιγότερο διαδεδομένοι τύποι: έμπροσθεν, μπροστινός, το ρηματικό μπροστινεύω και το ουσιαστικό μπροστινιά.

Αφιερούται τω πάτσει. Άιντε, και στο μαυρόγιαννο, να γίνει και λίγος τζόγος στα σχόλια:Ρ.

  1. Ό,τι και να λέμε, ο Σεφερλής ήταν μπροστά. Απενοχοποίησε την καΐλα στο μυαλό του μέσου έλληνα.

  2. - Πώς σου φαίνεται το ρολογάκι;
    - Μπροστινό, θείο. Φόλεξ είναι;

  3. - ...και τσάααακ, μου κατεβαίνει η ιδέα στα πέντε λεπτά πριν πάρουν τις κόλλες, κάνω τα δικά μου και πήρα το πτυχίο νύχτα.
    - Μπροστίνεψες αγόρι μου.

  4. Καλά, το παυλόνερο* μπροστινιά σκέτη ρε πούστη. Κάνεις και τον καμπόσο στα γκομενάκια αν κάτσει το κόλπο στο σερβίρισμα.

  • η μπύρα παουλάνερ, χαϊδευτικά.
  1. Έμπροσθεν η φωτό θείο πάτσι.

  2. - Τι σου λέει η χρηστική αισθητική;
    - Ε, είναι μπροστά.
    - Λες, ε;
    - Και τέσσερα γκεστάαλτ μη σου πω...
    - Χώσε, τσάμπα είναι.

Όταν είσαι μπροστά είναι αλλιώς. Ειδικά αν τα κορίτσια είναι πολύ μπροστά. Μπερδεύτηκες; (από Galadriel, 12/10/11)

Βλέπε και προχώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified