Σαν + μούτζα σημαίνει επίσης και ανάποδο γαμώτο, δηλαδή άνθρωπος απεριποίητος, ακαλαίσθητος, που είναι γενικά άσχημη εικόνα για τα μάτια, σαν να βγήκε από ανέκδοτο.
Όταν τον δεις αυτομάτως παίρνεις μία έκφραση λύπης και αηδίας, που σου σηκώνεται το μισό χείλι και μικραίνουν τα μάτια σου.
Σαν μούτζα πχ. είναι μία γυναίκα που έχει λιώσει στο σολάριουμ και φοράει άσπρο κονσίλερ, ή ένας τύπος που φορά μπλουζάκι κολλητό και διαγράφεται από μέσα το δάσος του αμαζονίου από τις τρίχες.
Όρος που απαντάται κυρίως στις πολυτεχνικές σχολές ανά την Ελλάδα και ειδικότερα σε μερικές που ο αναγνώστης θα καταλάβει αμέσως ποιες είναι μόλις επεξηγηθεί το λήμμα. Αναφέρεται σε γυναίκες τύπου καμπιονάτο χαρακτηρίζοντας την εμφάνισή τους και δημιουργείται από την σύμπτυξη των λέξεων σκατά - όψη. Παρατηρήστε την υποσυνείδητη διπλή έννοια που κατευθείαν προδίδει ότι πρόκειται για slang πολυτεχνείου. Μάλιστα η συχνότητα χρήσης της είναι τόσο μεγάλη που τείνει να ξεπεράσει θρυλικές άλλες λέξεις - φράσεις όπως «μαλάκας» ή «δεν έχω γκόμενα». Συνήθως ακούγεται από φοιτητές που σχολιάζουν τις διερχόμενες φοιτήτριες από κάποιο ύψος.
- Βαρέθηκα με την Στατική Μηχανική Ρευστών Σωματικών Υγρών 2 ρε φίλε, πάμε στο μπαλκόνι της βιβλιοθήκης να κόψουμε κίνηση;
- Τι λες ρε, να πήξουμε στην σκάτοψη; Πάμε καλύτερα από την φιλοσοφική.
Άλλη μία ελληνική λέξη, της οποίας τα συνθετικά για να βρεθούν χρειάζεται επιστημονική έρευνα. Η συγκεκριμένη χρησιμοποιείται για τις πολύ λιγνές -έως και ανορεξικές- γυναίκες.
-Τι τσιτσιφλάγκουρο είναι αυτή η Μαίρη ρε αδερφάκι μου. Νομίζει ότι με το να είναι σαν οδοντογλυφίδα, αρέσει στους άντρες;
Υβριστική έκφραση προς άτομο που θεωρείς εγκληματικά άσχημο.
- Τί κοιτά ρε μάπα;!... Τη γκόμενά μου ρε χαλβαδιάζεις;
- Ό'ι ρε φιλαράκ', 'ντάξ'να 'ούμε, δέν... άραξε....
- Τί άραξε ρε φρίκουλο, ζώον, άντε κοιτάξου στον καθρέφτη να πούμε, που 'σαι σα μουνί κλαμένο και μου θες και καμάκια, γελοίε... Που αν είχα τη φάτσα σου για κώλο μου θα ντρεπόμουν να χέσω ρε!... Κουασιμόδε!... Άιντε πίσω στο τσίρκο σου, ουστ!...
Η γουρούνα που μόλις γέννησε, η οποία είναι εξαιρετικά παχιά, θηλάζει τα γουρουνόπουλά της και είναι επίσης δυσκίνητη και βρώμικη. Συνώνυμο αποκρουστικού θεάματος, υποτιμητικός χαρακτηρισμός που αναφέρεται σε μεγαλόσωμες γυναίκες με άσχημο πρόσωπο κι συνήθως κακή συμπεριφορά.
Είδα τη θεία μου από την Αλεξανδρούπολη τις προάλλες στο σπίτι της γιαγιάς. Έχασκε ξαπλωμένη στο κρεβάτι σαν λιόπα και δεν είπε ούτε καλησπέρα.